Η παράταση της ύφεσης για ένατη χρονιά και η παρατεινόμενη αβεβαιότητα σχετικά με την αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας, τροφοδοτεί άλλη μια φορά τη συζήτηση αναφορικά με τα δυνητικά οφέλη που θα διαμορφώνονταν για την Ελλάδα αν επέλεγε να εγκαταλείψει το ευρώ.
Η άποψη αυτή πρωτοδιατυπώθηκε σχεδόν αμέσως μετά το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης το 2009. Έχει υποστηρικτές τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό, όπου την υπερασπίζονται κυρίως οικονομολόγοι αγγλοσαξονικής καταγωγής, όπως ο Krugman και ο Stiglitz, αλλά και μέλη κυβερνήσεων ευρωπαϊκών χωρών.
Σύμφωνα με την άποψη αυτή, το κύριο πρόβλημα της Ελλάδας είναι η μειωμένη ανταγωνιστικότητά της, αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, της ταχύτερης αύξησης του εργατικού κόστους στην Ελλάδα έναντι των εμπορικών της εταίρων από την επομένη της ένταξής της στην ΟΝΕ.
Βγαίνοντας από το ευρώ η χώρα θα αξιοποιήσει το εργαλείο της υποτίμησης για να ανακτήσει την χαμένη ανταγωνιστικότητα χωρίς να υποχρεωθεί να μειώσει μισθούς και τιμές, ελαχιστοποιώντας το πολιτικό κόστος της προσαρμογής. Έτσι θα προσελκύσει επενδύσεις, θα αυξήσει τις εξαγωγές της, με τελικό όφελος την επανεκκίνηση της οικονομίας και αύξηση της απασχόλησης.
Οι υποστηρικτές της άποψης αυτής δεν εξηγούν ποιες θα είναι οι επιπτώσεις για την οικονομία από την δυσβάστακτη επιβάρυνση που θα προκαλέσει η εξυπηρέτηση του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, τα οποία θα παραμείνουν σε ευρώ, το οποίο θα ανατιμάται συνεχώς έναντι της δραχμής.
Προφανώς, άρρητα δέχονται ότι η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα έχει ως ανταποδοτικό όφελος την συνολική ή μερική διαγραφή του ελληνικού χρέους έναντι των θεσμών και των χωρών της ευρωζώνης.
Διότι αν αυτό δεν συμβεί, τότε τα θεωρητικά οφέλη από την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα θα εξουδετερωθούν πριν καν ενεργοποιηθούν, αφού η Ελλάδα δεν θα έχει πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίων εξαιτίας της χρεοκοπίας στην οποία θα οδηγηθεί, καθώς θα αδυνατεί να εξυπηρετήσει το χρέος της.
Σε κάθε περίπτωση, αυτή η λύση προφανώς δεν μπορεί να αφορά το ιδιωτικό χρέος. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αν το δημόσιο χρέος κουρευτεί, οι ελληνικές επιχειρήσεις και οι ιδιώτες που έχουν δανειστεί από τις διεθνείς αγορές θα καταρρεύσουν – με εξαίρεση μερικές λίγες με κύριο όγκο δραστηριοτήτων, άρα και έσοδα, από το εξωτερικό – υπό το βάρος της αδυναμίας εξυπηρέτησης του χρέους τους σε ευρώ ή άλλα νομίσματα.
Ας υποθέσουμε λοιπόν προς στιγμήν -μεγάλη υπόθεση σε κάθε περίπτωση- ότι προσφέρεται εκ νέου η δυνατότητα στη χώρα να επιλέξει την εγκατάλειψη της ευρωζώνης έναντι σημαντικής διαγραφής χρέους.
Σε αυτή την περίπτωση η χώρα θα προχωρήσει σε υποτίμηση του νομίσματός της, προκειμένου να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα κόστους πέρα από την βελτίωση που έχει πετύχει μέχρι σήμερα μέσω της εσωτερικής υποτίμησης.
Ερώτημα πρώτο: θα μπορέσει η χώρα να αξιοποιήσει την δυνατότητα αυτή για να αυξήσει τις εξαγωγές της; Τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας επιτρέπουν να υποστηρίξουμε πως όχι ή όχι κατ’ ανάγκη. Γιατί η παραγωγική βάση της χώρας έχει απομειωθεί σε σημαντικό βαθμό, εξαιτίας της αποεπένδυσης από το 2008.
Το τμήμα της που παραμένει σε λειτουργία δεν έχει πετύχει την αναγκαία αναδιάρθρωση ώστε να ενισχυθεί ο τομέας των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών για να αυξηθούν οι εξαγωγές ή να υποκατασταθούν οι εισαγωγές.
Ακόμη χειρότερα, διαπιστώνουμε, ότι παρά τη βαθιά ύφεση και την έντονη κάμψη της ζήτησης, η Ελλάδα συνεχίζει να εισάγει σχεδόν 30 δισ. ευρώ ενδιάμεσων, κεφαλαιουχικών, πρωτογενών αγαθών και ενέργειας, τα οποία είναι δύσκολο ή και αδύνατο να υποκατασταθούν από εγχώρια παραγωγή.
Επομένως, οι πιθανότητες για αύξηση των επενδύσεων που θα ενισχύσουν την ποιότητα/ένταση παραγωγικού κεφαλαίου, την αποτελεσματικότητα και την προστιθέμενη αξία της οικονομίας θα ελαχιστοποιηθούν, με τις αντίστοιχες επιχειρήσεις που ενεργοποιούνται σε σχετικούς κλάδους είτε να κλείνουν είτε να εγκαταλείπουν τη χώρα.
Είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι, το πιθανότερο είναι η οικονομία να διολισθήσει σε ένα παραγωγικό πρότυπο που θα βασίζεται εξολοκλήρου σε εξαγωγές ελάχιστης προστιθέμενης αξίας καθώς και υπηρεσιών, η ανταγωνιστικότητα των οποίων θα βασίζεται αποκλειστικά σε χαμηλό κόστος, ανταγωνιζόμενη χώρες αντίστοιχα χαμηλού εισοδήματος και ποιότητας.
Αλλά και η κατανάλωση σε μεγάλο βαθμό θα υποχωρήσει, καθώς η πραγματική αγοραστική δύναμη των εργαζομένων και συνταξιούχων θα μειώνεται εξαιτίας των υποτιμήσεων και των συνεπαγόμενων πληθωριστικών πιέσεων που αυτές θα δημιουργούν.
Εύλογα, λοιπόν, μπορεί να τεθεί το επόμενο ερώτημα. Μήπως το πέρασμα στο εθνικό νόμισμα μπορεί να επιταχύνει αυτή την αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης;
Γιατί η αναγκαία αυτή αναδιάρθρωση προχωρά σχετικά αργά από τότε που ξέσπασε η κρίση, με αποτέλεσμα παρά την εσωτερική υποτίμηση οι εξαγωγές της χώρας να μην έχουν καταγράψει κάποια ουσιαστική αύξηση, ούτε να έχει παρατηρηθεί αξιοσημείωτη υποκατάσταση εισαγωγών.
Είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς ότι η επιστροφή στη δραχμή θα επιταχύνει την αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης. Είναι πιο λογικό να υποθέσει κανείς ότι θα συμβεί ακριβώς το αντίθετο. Το τραπεζικό σύστημα δεν θα έχει επαρκή κεφάλαια για να χρηματοδοτήσει επενδύσεις στον τομέα των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Την ίδια στιγμή το ασταθές νομισματικό περιβάλλον θα λειτουργεί ως αντικίνητρο στην εισαγωγή ελληνικών κεφαλαίων που τώρα βρίσκονται στο εξωτερικό ή ακόμη και διεθνών κεφαλαίων.
Στην καλύτερη των περιπτώσεων, τα κεφάλαια που θα έρχονται στην Ελλάδα θα είναι κερδοσκοπικά με στόχο το άμεσο κέρδος και όχι κεφάλαια που θα μπορούσαν να κατευθυνθούν σε επενδύσεις μεσομακροπρόθεσμων αποδόσεων που θα διευκολύνουν την αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης.
Επιπρόσθετα, το κόστος κεφαλαίου θα είναι εξαιρετικό υψηλό εξαιτίας των υποτιμήσεων και τα όποια οφέλη στην ανταγωνιστικότητα από τις υποτιμήσεις θα ακυρώνονται από το αυξημένο κόστος κεφαλαίων, αλλά και των ενεργειακών πηγών που σε μεγάλο βαθμό είναι εισαγόμενες.
Η αλήθεια είναι ότι, σε περίπτωση επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, θα δημιουργηθούν οφέλη κυρίως για όσους έχουν τα κεφάλαιά τους στο εξωτερικό. Θα τους δοθεί η δυνατότητα να εξαγοράσουν σε πενιχρές τιμές περιουσιακά στοιχεία στην Ελλάδα.
Αντίθετα, οι έλληνες εργαζόμενοι και συνταξιούχοι, όπως και οι άνεργοι, θα είναι οι μεγάλοι χαμένοι μιας πιθανής επιστροφής σε εθνικό νόμισμα καθώς τα εισοδήματά τους ή τα επιδόματά τους θα απαξιώνονται και δεν θα τους εξασφαλίζουν ούτε τα στοιχειώδη, οδηγώντας τους περισσότερους από αυτούς σε συνθήκες απόλυτης φτωχοποίησης.
Αντί λοιπόν να συζητάμε για τα θεωρητικά οφέλη από την επιστροφή στη δραχμή, που είτε δεν υφίστανται είτε δεν αφορούν αυτούς που πλήττονται από την κρίση, ας δούμε ποιες παραλείψεις και καθυστερήσεις στις κυβερνητικές επιλογές εμποδίζουν την ταχύτερη αναδιάρθρωση της οικονομίας, ώστε αυτή να περάσει το ταχύτερο δυνατό σε βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτή θα μας επιτρέψει να δούμε αύξηση της απασχόλησης αλλά και θα δημιουργήσει πόρους για στοχευμένες κοινωνικές πολιτικές προκειμένου να στηριχτούν όσοι πραγματικά έχουν ανάγκη.