Είναι η μίμηση πολιτική πρόταση;

Δημήτρης Κατσαντώνης 31 Ιαν 2015

Κατά την προεκλογική περίοδο συγκρούστηκαν δύο απομιμήσεις στρατηγικών: Μία επιτυχημένη (του ΣΥΡΙΖΑ και του κ. Τσίπρα που μιμήθηκαν το ΠΑΣΟΚ και τον Α.Παπανδρέου αντίστοιχα – και εξακολουθούν  ακατάπαυστα) και μία αποτυχημένη (της ΝΔ και του κ. Σαμαρά που μιμήθηκαν την ΕΡΕ και τον Ε. Αβέρωφ , ακόμα και τον …Παπάγο, αντίστοιχα).

Επικοινωνιακά, ήταν προφανής η υπεροπλία της μίας έναντι της άλλης. Μπορεί κάποιοι να διαφωνούν με αυτή την, περί μιμήσεως,  παρατήρηση. Δυσκολεύομαι να βρω τα σημεία διαφωνίας , αν και κατανοώ την ενόχληση σε όσους αντιλαμβάνονται διαφορετικά τα όσα συνέβησαν τον τελευταίο μήνα.

Όμως για αυτούς που θα συμφωνήσουν  , θα ήταν ενδιαφέρον να γίνει ένας διάλογος για την αναγκαιότητα αλλά και τη χρησιμότητα αυτής της επιλογής.

Η άποψη μου είναι ότι η μίμηση της εκλογικής στρατηγικής ΠΑΣΟΚ από το ΣΥΡΙΖΑ αποτελούσε μία αναγκαιότητα που πήγαζε από το ποιες κοινωνικές δυνάμεις ήθελε να εκφράσει ο ΣΥΡΙΖΑ (ή τουλάχιστον η ηγετική του ομάδα) ενώ αντίθετα η εκλογική στρατηγική της ΝΔ πήγαινε κόντρα στην ανάγκη να εκπροσωπήσει ένα άλλο μπλοκ κοινωνικών δυνάμεων από αυτό του αντιπάλου της – ένα μπλοκ που τελικά παρέμεινε υποαντιπροσωπευμένο σε αυτή τη Βουλή.

Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ του ’80  έχουν μία κεντρική φυσιογνωμική ομοιότητα: Την εκπροσώπηση του κάπως καταχρηστικά αποκαλούμενου «μικροαστικού φαινομένου» , δηλαδή της μαζικής κίνησης μικροαστικών και χαμηλότερων μεσοαστικών στρωμάτων προς την κατεύθυνση αυτού του φορέα που υπερασπίζεται το «κοινωνικό του όνειρο». Τα στρώματα αυτά , μαζί με τα πολύ χαμηλά εισοδηματικά στρώματα, συγκροτούν ένα είδος «λαϊκής ενότητας» , διαμορφώνοντας μεγάλες κοινωνικές συσσωματώσεις – που συνήθως δε διαρκούν αλλά έχουν το πλεονέκτημα να φτάνουν μαζί μέχρι την ημέρα της κάλπης.

Οι  διαφορές ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ του ’80 είναι όμως κρίσιμες : πέραν της παρουσίας ενός Α. Παπανδρέου, μία ουσιαστική διαφορά είναι ότι το ΠΑΣΟΚ εκπροσωπούσε στη συνείδηση αυτών των στρωμάτων το μοντέλο της κοινωνικής ανόδου ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ την αποφυγή της (περαιτέρω) κοινωνικής καθόδου. Στην πρώτη περίπτωση(επίτευξη κοινωνικής ανόδου), το «σχέδιο» ήταν εκ φύσεως διαρκές και είχε υποστήριξη από πόρους, έστω και αμφιλεγόμενους όπως είναι τα δάνεια ή οι ευρωπαϊκές επιχορηγήσεις, ενώ στη δεύτερη (αποφυγή κοινωνικής καθόδου) ο ορίζοντας είναι πολύ στενότερος – αμέσως μόλις σταματήσει η κατηφόρα , οι διαφορετικές κοινωνικές ανάγκες θρυμματίζουν την «ενότητα των λαϊκών δυνάμεων» και τις πολιτικές τους πλειοψηφίες…

Μία ακόμη ουσιαστική διαφορά κατά τη γνώμη μου, είναι ότι η χώρα είχε περισσότερους βαθμούς ελευθερίας στην επιλογή των οικονομικών μέτρων που θα χρησιμοποιούσε αλλά και στην τοποθέτηση της μέσα στο χάρτη της Ε.Ε. , που ακόμα διαμορφωνόταν. Σήμερα, έχουμε μία πολύ πιο δομημένη Ευρωπαϊκή Ένωση  κι αν μάλιστα προσθέσουμε και την πλήρη αδυναμία μας να ζήσουμε χωρίς τις δόσεις, καταλαβαίνουμε ότι δεν πρόκειται ξαναδούμε σκηνές , όπως αυτή της Θάτσερ να ψάχνει τον  οργισμένο Α. Παπανδρέου στους κήπους του Φοντενεμπλό…

Συνεπώς, η μίμηση μπορεί να έχει σταθεί ικανή για καλές εκλογικές επιδόσεις αλλά είναι τελείως ακατάλληλη για κυβερνητική πολιτική. Θα έπρεπε ο ΣΥΡΙΖΑ να έχει διαμορφώσει δική του , συνεκτική και πρωτότυπη, στρατηγική. Αλλά αυτό είναι θέμα της προηγούμενης τριετίας και όχι της επόμενης ημέρας από τις εκλογές.

Από την άλλη πλευρά , η ΝΔ στην προσπάθεια της να μιμηθεί το επιτυχημένο εφέ του φόβου του 2012, κατέληξε να επιχειρηματολογεί σαν την παλιά ΕΡΕ.  Αυτό δεν προέκυπτε από καμία αναγκαιότητα.

Ήταν καθαρή αδυναμία διάγνωσης του σε ποιές κοινωνικές δυνάμεις έπρεπε να στηριχθεί . Ο πανικός από την αποσκίρτηση παραδοσιακών συντηρητικών μεσοστρωμάτων, κυρίως λόγω του ΕΝΦΙΑ, στάθηκε εμπόδιο στη διαμόρφωση μίας συγκροτημένης στρατηγικής προσέλκυσης κοινωνικών δυνάμεων που έχουν κουραστεί από τον κρατισμό , την έλλειψη παραγωγικότητας και την πελατειακή πολιτική. Έγινε η λάθος στρατηγική επιλογή να αντιμετωπιστεί το εκλογικό σώμα ως άθροισμα πολιτικών δεξαμενών και όχι ως χώρος αντιφατικών κοινωνικών συμφερόντων.

Η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα, θα δυσκολευθεί να περάσει στην ιστορία ως Κυβέρνηση της Αριστεράς – και όχι μόνο εξαιτίας των προσμίξεων του κ. Καμμένου. Το αντικειμενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί είναι πολύ σκληρό για να ασκηθεί κάποια αναδιανεμητική πολιτική, που είναι και η λυδία λίθος μίας αριστερής πολιτικής. Θα μπορούσε να φέρει ριζοσπαστικές θεσμικές αλλαγές (για να μιμηθεί ακόμη μία φορά το ΠΑΣΟΚ του  ’81) αλλά ο πολιτικός του λόγος δεν έχει μέχρι στιγμής τέτοια χαρακτηριστικά.

Μπορεί αυτό να σημαίνει ότι ο ορίζοντας των σχεδιασμών του κ. Τσίπρα να είναι ο Μάιος και να προβλέπει «ΔΗΜΑΡοποίηση» των ΑΝΕΛ , κεφαλαιοποίηση μπροστά σε νέες κάλπες των τριβών με τους εταίρους και «διαρθρωτική προσαρμογή» της πολιτικής του αμέσως μετά τις (νέες) εκλογές. Αν είναι έτσι, υπάρχει ένας κίνδυνος: να μη συμφωνήσει και ο αντίπαλος στην ημερομηνία διεξαγωγής του αγώνα – και να τον φέρει χειμωνιάτικα…

Η κυβέρνηση του θα έχει επίσης να αντιμετωπίσει μία «συμμαχία αντιθέτων», δηλαδή όλων εκείνων των πολιτικών δυνάμεων για τις οποίες ενδεχόμενη επιτυχία του εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει άρση των ιστορικών λόγων ύπαρξης τους. Αυτό σημαίνει ότι εκτός από τη ΝΔ θα έχει και το ΚΚΕ στρατηγικό αντίπαλο – όπως επίσης κι ένα νέο κόμμα του χώρου της σοσιαλδημοκρατίας , αν ποτέ δεήσει  αυτός ο χώρος να ενοποιηθεί , όπως έκανε ο γαλλικός σοσιαλιστικός χώρος το ’71 στο Επινέ…

Οι προκλήσεις για την κυβέρνηση του κ. Τσίπρα είναι πολλές και …αμίμητες. Η χώρα έχει απόλυτη ανάγκη μία επιτυχημένη κυβερνητική θητεία της νέας συγκυβέρνησης. Οι οδηγοί της όμως πρέπει να πάψουν να κοιτάζουν από το καθρεφτάκι τον πίσω δρόμο που άλλοι είχαν χαράξει και να στρέψουν την προσοχή τους στις στροφές – κυρίως τις δεξιές στροφές…