Παγιδευτήκαμε σε μια υποθετική συζήτηση για την διαδικασία αναθεώρησης του συντάγματος που πέταξε στην δημοσιότητα ο Τσίπρας και στη βιασύνη μας δεν καταλάβαμε τον πραγματικό σκοπό του. Γιαυτό και αντιδράσαμε σε λάθος ζήτημα, είναι η γνώμη μου. Ο Τσίπρας βασικά σκοπεύει στην επιβολή μιας μακρόσυρτης διαδικασίας ιδεολογικής ζύμωσης όπως τον συμφέρει και δευτερευόντως μόνο σε αναθεώρηση του Συντάγματος. Το δεύτερο ξέρει από την αρχή ότι δεν του «βγει» ενώ στο πρώτο αισθάνεται την άνεση του λαϊκιστή που πιστεύει ότι έχει προνομιακή σχέση με τον «λαό» του. Κεντρικός στόχος του είναι η επιβολή με τον επισημότερο τρόπο μιας καταναγκαστικής ιδεολογικής ζύμωσης, όπου το ίδιο το Κράτος θα παρέχει τα μέσα και τα κίνητρα, από την οποία περιμένει σοβαρά πολιτικά οφέλη και δευτερευόντως, «άμα λάχει», θα ήθελε να πετύχει και αναθεωρήσεις που συμβαδίζουν με την ζητούμενη ιδεολογία. Είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιείται το κρατικό δίκτυο για ιδεολογική ζύμωση και αυτό οφείλουμε να το επισημάνουμε ως μία ακόμη απόδειξη του καθεστωτικού χαρακτήρα της Συριζαίικης διακυβέρνησης. Η ιδεολογία είναι φίλοι μου, και όλα τα άλλα έπονται. Γιατί ο Τσίπρας και οι όμοιοί του ξέρουν πολύ καλά την δύναμή της. Η κομμουνιστογενής αριστερά στο μόνο που αποδείχτηκε ασυναγώνιστη είναι η διαμόρφωση μιας ευρείας ιδεολογικής ηγεμονίας, άσχετα αν βασίζεται σε «ψευδή συνείδηση» που μοχλεύει ιστορικά ψεύδη. Αυτή η ηγεμονική ιδεολογία, με την μορφή πλέον του εθνικολαϊκισμού, ήταν το μεγάλο κατατεθειμένο κεφάλαιο της κομμουνιστογενούς αριστεράς που τώρα της έδωσε τους τόκους μαζεμένους όταν τα αστικά κόμματα αποδείχτηκαν ανίκανα να κρατήσουν τη χώρα σε επίπεδο ευρωπαϊκής ομαλότητας.
Το συζητούμε συχνά πυκνά μεταξύ μας, αλλά δεν το μεταφράζουμε σε συγκροτημένη και πρακτική πολιτική αντίδραση, ότι δηλαδή επικρατεί σήμερα μια οφθαλμοφανής ηγεμονεύουσα ιδεολογία με ξεκάθαρα εθνικολαϊκιστικό προσανατολισμό, την οποία τα πολιτικά κόμματα του δημοκρατικού τόξου διαχειρίζονται ως μεσο-βραχυπρόθεσμα δεδομένη και ανυπέρβλητη όταν προσπαθούν να προωθήσουν την δική τους πολιτική ατζέντα. Όμως, αυτή ακριβώς η ατζέντα, ας πούμε η σοσιαλδημοκρατική, είναι δύσκολο να διεισδύσει στο εκλογικό σώμα ενόσω αυτό διακατέχεται από την ιδεολογία του εθνικολαϊκισμού. Είναι σα να μιλούμε σε βουλωμένα αυτιά. Είναι τραγικό λάθος που η σοσιαλδημοκρατία δεν αποφασίζει να δώσει ταυτόχρονα την ιδεολογική της μάχη μαζί με το πολιτικό της πρόγραμμα. Γιατί η ιδεολογία θέλει χρόνο και κόπο για ν’ αλλάξει, ώστε όσο την αφήνουμε στην άκρη ως αναγκαίο κακό τόσο θα γίνεται δυναμικός αντίπαλος σε κάθε σοσιαλδημοκρατικό πολιτικό κήρυγμα. Δυστυχώς, όμως, αντί να την διαχειριστούμε για να την αλλάξουμε, υποκύπτουμε κατά κανόνα στη γοητεία της επικαλούμενοι λόγους πραγματισμού. Γινόμαστε κι εμείς «λιγάκι» εθνικολαϊκιστές πιστεύοντας ότι έτσι θα μας ακούσουν περισσότεροι και ευκρινέστερα. Πώς μπορούμε να πάμε κόντρα στο ρεύμα; λένε μερικοί. Έτσι, όμως, ρίχνουμε νερό στον μύλο εκείνης ακριβώς της ιδεολογίας που κάνει το εκλογικό σώμα να αντιστέκεται στις όποιες προσπάθειες εξορθολογισμού της πολιτικής ζωής μας.
Σε άλλους πάλι υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι τον εθνικολαϊκισμό μπορούμε να τον υπερπηδήσουμε με απ’ ευθείας επίκληση του ορθολογισμού του εκλογικού σώματος και με όπλο τις πολιτικές, στην κυριολεξία οικονομικές κατά βάση, προτάσεις και δράσεις. Είναι η ψευδαίσθηση της «εν τοις πράγμασι καταπολέμησης» του εθνικολαϊκισμού με πολιτικές που αναιρούν την γοητεία του. Μέγα λάθος. Πρόκειται για μοιραία ψευδαίσθηση των λογοκρατών. Ξεχνούν ότι η ιδεολογία πολεμιέται μόνο με ιδεολογία, αλλιώς δεν θα ήταν ιδεολογία, δηλαδή ψευδής/φαντασιακή αναπαράσταση της πραγματικότητας. Εκτός αν πιστεύουμε στην απλουστευμένη μαρξική εκδοχή και νομίζουμε ότι η εποχή μας, με τις δεδομένες παραγωγικές σχέσεις, ανέχεται μία και μόνη ιδεολογία. Αν, δηλαδή, απαρνιόμαστε τον εγγενή πλουραλισμό των ανοικτών κοινωνιών μας.
Η ευκολία με την οποία γιγαντώθηκε η αντιμνημονιακή μυθοπλασία είναι τρανή απόδειξη για το πώς η ιδεολογία αναμορφώνει την πραγματική εικόνα των πραγμάτων. Ο υφέρπων αντιευρωπαϊσμός, γενικότερα ο αντιδυτικισμός και ο λαϊκισμός της αριστεράς των «θυμάτων» που προσδοκούν την δικαίωση με έναν τρίτο γύρο, μετέτρεψε σε περίπατο την εγκληματική προσπάθεια του Σαμαρά και του ΣΥΡΙΖΑ να αποδοθεί η κρίση στα μέτρα συμπαράστασης των εταίρων μας και όχι στα οργανικά διαρθρωτικά προβλήματα λειτουργίας του πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού μας συστήματος. Αυτός ο πλήρης παραλογισμός πέρασε με την μεγαλύτερη ευκολία στο 70% του εκλογικού σώματος όπως δείχνουν οι παρατηρήσεις των ερευνητών και οι σχετικές δημοσκοπήσεις. Όταν η Δεξιά αποφάσισε να αναστρέψει την πορεία της και να πορευθεί η ίδια τον δρόμο των μνημονίων, ήταν ήδη πολύ αργά. Βρήκε μπροστά της το ίδιο το ιδεολογικό δημιούργημα στο οποίο είχε αποφασιστικά συμβάλει και σύντομα κατέρρευσε, εξ αυτού κυρίως, άσχετα αν το μεγάλο κόστος φορτώθηκε στο «αθώο» από την άποψη αυτή ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ και ο τότε αρχηγός του ο Γιώργος Παπανδρέου, αντί να αναχθεί σε σωτήρα από την άτακτη χρεωκοπία, έγινε αποδιοπομπαίος τράγος ως τάχαμου αίτιος της κρίσης. Χωρίς την παντοδυναμία της ηγεμονεύουσας ιδεολογίας τέτοια στρεψοδικία θα ήταν λογικά αδύνατη.
Η ηγεμονεύουσα ιδεολογία είναι σήμερα, προφανέστατα, το μεγαλύτερο εμπόδιο σε κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια και σε κάθε προσπάθεια αναστροφής της καταστροφικής κατάρρευσης. Ακόμη και αν, κάτω από την αδήριτη αναγκαιότητα ορισμένων πολιτικών, το εκλογικό σώμα στέρξει να περιορίσει τις αντιδράσεις του, η ιδεολογία θα παραμείνει αλώβητη, όπως αλώβητη και ολοζώντανη παρέμεινε η προσδοκία του τρίτου γύρου ακόμη και όταν το κομμουνιστικό σύστημα κατέρρευσε παγκοσμίως. Αν δεν το καταλάβουν αυτό οι πολιτικοί σχεδιαστές του σοσιαλδημοκρατικού και μεταρρυθμιστικού τόξου, ο όποιος αγώνας τους θα βαδίζει πάνω σε κινούμενη άμμο που σύντομα θα τους εκπλήξει με τις δίνες της. Πρέπει να γίνει τάχιστα κατανοητό, ότι η φαινομενική αποδοχή από την κουρασμένη κοινωνία της νέας κατάστασης είναι μόνο επιφανειακή. Στο βάθος η ηγεμονεύουσα ιδεολογία υπαγορεύει την προσδοκία πώς τα πράγματα τελικά θα ανατραπούν συμφώνα με το δικό της θυμικό. Δεν είναι καθόλου τυχαίο αυτό που ήδη ψιθυρίζεται ανάμεσα σους πιστούς ακόμη στο συριζαίικο όραμα: «Μόλις τελειώσουν τα μνημόνια, να δεις που ο Τσίπρας θα εφαρμόσει το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης». Δεν απέχει πολύ από την παλαβή Μεγάλη Ιδέα που αιώνες μετά την άλωση, μας ψιθυρίζει ότι πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας θα’ ναι.
Το κύριο χαρακτηριστικό της εθνικολαϊκίστικης ιδεολογίας είναι η ρηγματική άρνηση κάθε εμπιστοσύνης στις κοινωνικές ελίτ. Αρνούμενοι την εμπιστοσύνη στις ελίτ αρνούμαστε στην ουσία την εμπιστοσύνη μας στα ιστορικά δεδομένα και έτσι ανοίγουμε την πόρτα στις ανορθολογικές ερμηνείες και προσδοκίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της στρεβλής σχέσης της εθνικολαϊκιστικής ιδεολογίας με την σκληρή πραγματικότητα είναι η ελαφρά τη καρδία επαναλαμβανόμενη παραδοξολογία, ότι «οικονομία δεν είναι οι αριθμοί, αλλά οι άνθρωποι». Μια κενολογία που όμως θέλγει μάζες ολόκληρες. Οι σχετικές δημοσκοπήσεις δείχνουν περίτρανα ακόμη χειρότερα και τον σχιζοειδή παραλογισμό που επικρατεί περίπου στα δύο τρίτα της κοινωνίας, και ο οποίος οδηγεί στην επίδειξη εμπιστοσύνης κυρίως σε μη αιρετούς θεσμούς, ενώ οι αιρετοί θεσμοί πατώνουν, παρότι έλκουν την νομιμοποίησή της από τα ίδια υποκείμενα που εκφράζουν την κρίση τους για το σε ποιους έχουν εμπιστοσύνη. Αλλά η κρίση εμπιστοσύνης στις ελίτ δεν θα σταματάει εκεί. Υπάρχει μια κραυγαλέα αμφισβήτηση της αυθεντίας των επιστημόνων, κυρίως τον κοινωνικών (οικονομολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες, κοινωνιολόγοι) τους οποίους η κοινωνία στην πλειονότητά της αμφισβητεί το κύρος καταλογίζοντας αδυναμία πρότασης αποτελεσματικών λύσεων και κραυγαλέα ανικανότητα πρόγνωσης. Τι ακριβώς σημαίνει αυτή η κατάσταση;
Στην ουσία η κοινωνία αρνείται τις υπηρεσίες του κοινωνικού κεφαλαίου της! Οι δημοσκοπήσεις κραυγάζουν πλέον ότι παράλληλα με την οικονομική και θεσμική κρίση η κοινωνία μας αντιμετωπίζει και κρίση κοινωνικού κεφαλαίου που συστηματικά απαξιώνεται από τις ιδεολογικές υπερβασίες του κοινού και των ινστρουχτόρων του. Ποιος μεριμνά γιαυτό; Όταν μια κοινωνία δίνει μεγαλύτερη πίστη σε ένα ημιαγράμματο σύντροφο Παππά από τον μεστό επιστημονικό λόγο του Διοικητή Στουρνάρα, τότε η κοινωνία αυτή οδεύει στην βέβαιη περιθωριοποίησή της.
Είναι φανερό ότι υπάρχει ανεπίτρεπτο έλλειμμα ιδεολογικής ζύμωσης από την πλευρά των μεταρρυθμιστών και της σοσιαλδημοκρατίας. Μπορεί κάτι να γίνει; Η λογική απάντηση είναι, ότι κάτι που πρέπει να γίνει φορτώνει αυτονόητα την ευθύνη να το κάνουν οι δομές που επαγγέλλονται την συγκρότηση του αντίστοιχου πολιτικού χώρου. Δεν είναι δυνατόν να εξαντλείται όλη η δυναμική του χώρου σε συζητήσεις και διαπραγματεύσεις πολιτικής οργάνωσης και σε εξαγγελίες δεοντολογικών προγραμμάτων πολιτικής δράσης, όταν όλα αυτά στο ευρύ κοινό μένουν ξένα επειδή αυτό έχει άλλες ιδεολογικές παρωπίδες. Με λίγα λόγια, χρειάζεται πολλή, εντατική και καλοσχεδιασμένη ιδεολογική κριτική και αντεπίθεση για να στρωθεί ο δρόμος της προσέγγισης με το ευρύ μας κοινό. Αλλιώς θα ακούμε μόνο εμείς την ηχώ και τις αντηχήσεις της δικής μας φωνής. Η ευκαιρία που δίνει το «κόλπο» του Τσίπρα για την συνταγματική αναθεώρηση είναι πολύ καλή ευκαιρία για μια τέτοια εκστρατεία ιδεολογικής ανατροπής. Αλλά γιαυτό θα μιλήσουμε σε επόμενο κείμενό μας.