Τον τελευταίο καιρό στους… ευρύτατους κύκλους των ελληνοτουρκικών –που όσο η κρίση βαθαίνει, τόσο και αυξάνονται οι ειδήμονες που θέλουν να εκφράσουν τη γνώμη τους– υφίσταται μια έντονη αντιπαράθεση ανάμεσα στους υποστηρικτές (οι οποίοι είναι ευάριθμοι) μιας προσφυγής στη Χάγη και στους πολυπληθείς αρνητές της. Ανήκοντας προσωπικά στην πρώτη κατηγορία θα ήθελα με το σημείωμα αυτό να υποστηρίξω την ιδέα της προσφυγής.
Αλλά ας ξεκινήσω: Οι εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά, μετά τη σχετικά πρόσφατη στροφή της τουρκικής διπλωματίας, με τη σκλήρυνση των θέσεών της απέναντι στην Ελλάδα, έχουν καταστήσει την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών σε διμερές επίπεδο σχεδόν αδύνατη. Η προσθήκη της τουρκολιβυκής συμφωνίας έχει δημιουργήσει ένα καθεστώς ασφυξίας στην ελληνική διπλωματία, καθώς ουσιαστικά οι ρυθμίσεις της αποκλείουν ευμεγέθη ελληνικά νησιά από, σχεδόν, κάθε δικαίωμα να διεκδικήσουν υφαλοκρηπίδα και αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ). Τη στιγμή που το άρθρο 121, και το εξ αυτού προερχόμενο εθιμικό δίκαιο, αποδίδει στα νησιά ταυτόσημα δικαιώματα με τα δικαιώματα που απολαμβάνουν τα ηπειρωτικά εδάφη και οι ακτές τους. Και ναι μεν η διεθνής νομολογία (το διεθνές δίκαιο, κατά τη σχετική φρασεολογία των άρθρων 74 και 83, που αναφέρονται στον τρόπο οριοθέτησης σε θαλάσσιες περιοχές που πάσχουν από γεωγραφική στενότητα) έχει μετριάσει και εξειδικεύσει τον κανόνα του άρθρου 121, αλλά οι περιορισμοί επήρειας των νησιωτικών ακτών δεν εξικνούνται πουθενά στις στενόχωρες ρυθμίσεις που η τουρκολιβυκή συμφωνία επιβάλλει για τα ελληνικά νησιά. Ιδιαίτερα για τα μεγαλύτερα εξ αυτών, όπως είναι η Ρόδος και η Κρήτη.
Αφού, λοιπόν, το περιβάλλον είναι εχθρικό για διμερή επίλυση, η μόνη εναλλακτική λύση είναι η διεθνής δικαιοδοσία. Το θέμα δεν είναι απλό, γιατί προκειμένου να επιβληθεί η λύση αυτή, απαιτείται η συναίνεση της Τουρκίας, με την υπογραφή συνυποσχετικού, δηλαδή μιας διμερούς συμφωνίας που να αποτελεί τη δικαιοδοτική βάση προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο. Και η Τουρκία, έχοντας, ύστερα από χρόνια, αποδεχθεί το ενδεχόμενο αυτό, βλέπει την προσφυγή με τελείως διαφορετικούς όρους από αυτούς της Ελλάδας. Ενώ η Ελλάδα είναι διατεθειμένη να καταλήξει σε ένα συνυποσχετικό για παραπομπή στο Δικαστήριο μιας διαφοράς (για την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ), η Τουρκία επιθυμεί, προκειμένου να συναινέσει, μια συνολικότερη επίλυση των ελληνοτουρκικών ζητημάτων, που δείχνουν να περιλαμβάνουν το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης και τον συναφή με αυτήν εθνικό εναέριο χώρο, την κυριαρχία σε ορισμένα ελληνικά νησιά (γκρίζες ζώνες) και πιθανότατα το θέμα της αποστρατικοποίησης των ακραίων ανατολικών νησιών μας, που έχει επανέλθει στην επικαιρότητα.
Για την Ελλάδα το μονομερές δικαίωμα καθορισμού των ορίων της αιγιαλίτιδας ζώνης και η εθνική κυριαρχία σε νησιωτικό έδαφος δεν μπορούν να υπαχθούν σε δικανική κρίση, ενώ η αποστρατικοποίηση των νησιών, καθεστώς από τη φύση του προσωρινό, δεν έχει πλέον ισχύ, λόγω της παρέλευσης δεκάδων ετών από τη θέσπισή της. Κατά συνέπεια η χώρα μας δεν είναι διατεθειμένη να δεχθεί μια διεύρυνση της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου σε αυτήν την κατεύθυνση. Το θέμα λοιπόν είναι να υπάρξει ένα συνυποσχετικό το οποίο θα προβλέπει προσφυγή στο Δικαστήριο με μόνο αντικείμενο τη διαφορά για την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Κάτι που απαιτεί μακρότατες και επαχθείς διαπραγματεύσεις και, τελικά, η πιθανότητα να μην υπάρξει συμφωνία παραπομπής είναι εξαιρετικά υψηλή.
Εξάλλου υπάρχουν και άλλα κωλύματα για την παραπομπή, όπως το μέλλον του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης. Θα συμβιβαστεί η Ελλάδα να προσφύγει στο Δικαστήριο με 6 ν.μ.; Δεδομένου ότι η υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ έχει ως εσωτερικά όρια τα εξωτερικά όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης, ο προσδιορισμός του εύρους της αιγιαλίτιδας είναι κρίσιμος για την οριοθέτηση. Και σύμφωνα με τη νομολογία, το κράτος δεν έχει δικαίωμα επέκτασης μετά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ.
Για τους λόγους αυτούς είχε θεσπιστεί, και λειτούργησε, έως το 2016, ο θεσμός των διερευνητικών συνομιλιών Ελλάδας - Τουρκίας, που σκοπό είχε να προλειάνει το έδαφος για μια προσφυγή στη Χάγη. Αντικείμενό τους ήταν όλα τα περιφερειακά ή προκριματικά θέματα που αντιμετώπιζαν οι δυο χώρες, και η επίλυσή τους με καλή πίστη, ώστε να μην εμπλακούν στη δικανική διερεύνηση όταν αυτή θα κρινόταν ώριμη και από τις δύο πλευρές. Δυστυχώς η διαδικασία αυτή ατόνησε και διακόπηκε, με ευθύνη της Τουρκίας. Στις πρόσφατες επαφές (και κορυφής) τονίστηκε η ανάγκη επανάληψης των διερευνητικών επαφών, που, αν πραγματοποιηθεί, δίνει μια μικρή ελπίδα επίλυσης εξωδικαστικά του ζητήματος του εύρους της αιγιαλίτιδας και των γκρίζων ζωνών, πράγμα που θα επιτρέψει την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο με ένα «ελαφρύ» συνυποσχετικό.
Υπάρχει μια εναλλακτική λύση στο αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συνυποσχετικού. Και αυτή δεν είναι άλλη από τη σύναψη συνυποσχετικού με τη Λιβύη, σχετικά με τη συμφωνία της με την Τουρκία. Φυσικά, μια τέτοια λύση αφήνει ανοικτό το πελώριο θέμα των ελληνοτουρκικών διαφορών, που μετατίθεται στο απώτερο μέλλον, με όλες τις πιθανές συνέπειες που μπορεί να έχει η αναβολή. Αλλά τουλάχιστον θα έχει το αποτέλεσμα να διαπιστωθεί η παρανομία της συμφωνίας και να αποκατασταθεί η νομιμότητα. Δυστυχώς στο διεθνές δίκαιο μια παρανομία δεν αποκαθίσταται παρά μόνον με την αποδοχή της από τον ίδιον αυτόν που έχει παρανομήσει ή από τη διεθνή δικαιοδοσία.
Η λύση αυτή, της μετάθεσης του αντιδίκου, δεν προσκρούει σε κανένα εμπόδιο. Η ίδια η Λιβύη, σε πρόσφατες δηλώσεις της, επεσήμανε τη δυνατότητα προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο. Εξάλλου η χώρα αυτή έχει εμπειρία από προσφυγές, αφού το διεθνές δικαιοδοτικό όργανο έχει επιδικάσει δύο υποθέσεις οριοθέτησης της Λιβύης με γειτονικές της χώρες (Τυνησία, Μάλτα) στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν.
Το αντικείμενο της προσφυγής θα είναι η νομιμότητα ή όχι του τουρκολιβυκού μνημονίου από πλευράς Διεθνούς Δικαίου, δηλαδή κατά πόσον η οριοθέτηση που περιλαμβάνει είναι νόμιμη από τη στιγμή που περικλείει τμήματα ελληνικής υφαλοκρηπίδας σε θαλάσσιες περιοχές που δικαιωματικά ανήκουν στην Ελλάδα. Με το ερώτημα αυτό η Ελλάδα προσδοκά ότι το Διεθνές Δικαστήριο θα κηρύξει παράνομη τη συμφωνία και παράλληλα θα λύσει και το πρόβλημα της ακριβούς επήρειας των ελληνικών νησιών που εμπλέκονται στην οριοθέτηση. Είναι μια λύση, όχι ιδανική, αλλά που κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες είναι η μόνη, κατά τα φαινόμενα, εφικτή.
Πηγή: www.kathimerini.gr