Είναι η υπονόμευση του ανταγωνισμού η αιτία, ανόητε…

Κώστας Χλωμούδης 10 Αυγ 2024

Πολύ μελάνι και προσπάθειες “δικαιολόγησης” της αύξησης του πληθωρισμού, χύνεται το τελευταίο διάστημα, με απλουστευτικές αναφορές περί "εισαγόμενου" πληθωρισμού και άλλα αντίστοιχα, συνειδητά παραπλανητικά…

Με προχθεσινή ανακοίνωση της η ΕΛΣΤΑΤ ενημερώνει ότι επιτάχυνε ο πληθωρισμός τον Ιούλιο, σημειώνοντας αύξηση κατά 2,7%. Έτσι, ο μέσος ΔΤΚ του δωδεκαμήνου Αυγούστου 2023 – Ιουλίου 2024, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο Δείκτη του δωδεκαμήνου Αυγούστου 2022 - Ιουλίου 2023, παρουσίασε αύξηση 2,8%...

Ας πάρουμε δυο περιπτώσεις, που το τελευταίο διάστημα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, όχι γιατί εμφανίστηκε η αύξηση τώρα αλλά γιατί το βιώνει μεγάλος αριθμός του πληθυσμού και αντιδρά στην υπερβολή των αυξήσεων, όταν μάλιστα έχει τη δυνατότητα να συγκρίνει τις σχετικές τιμές με αντίστοιχες στις Ευρωπαϊκές χώρες.

Αναφερόμαστε στο κόστος των υπηρεσιών μεταφορών και ιδιαιτέρως στις εσωτερικές μεταφορές, αυτές της ακτοπλοΐας και των αεροπορικών.

Το δωδεκάμηνο Αυγούστου 2023 – Ιουλίου 2024, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο Δείκτη του δωδεκαμήνου Αυγούστου 2022 - Ιουλίου 2023, στην ομάδα του ΔΤΚ γενικά “Μεταφορές” παρουσιάζεται αύξηση 3,5% έναντι 2,8% του συνολικού ΔΤΚ. Είναι ενδεικτικό ότι αποκλειστικά οι μεταφορά επιβατών με αεροπλάνο παρουσίασε αύξηση της τάξεως του +18,4%. Αντίστοιχες αυξήσεις εντοπίζουμε και στην ακτοπλοΐα…

Πως δηλώνει η κυβέρνηση ότι θα αντιμετωπίσει το φαινόμενο, το οποίο αναγνωρίζει στο δημόσιο λόγο της ως προβληματικό; Πως αντιμετωπίζει την, κατά δηλώσεις Υπουργών της, “αισχροκέρδεια”;

Δυστυχώς όχι μόνο δεν υπάρχει σχέδιο αντιμετώπισης του αλλά, σιωπηλά, ενισχύουν τις βασικότερες αιτίες δημιουργίας του.

Η κυβέρνηση είναι αρμόδια για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και την εξασφάλιση υγιούς ανταγωνισμού. Οι οικονομικοί νόμοι λένε ότι τα κέρδη των επιχειρήσεων συνδέονται άμεσα με το κόστος παραγωγής, δηλαδή τους μισθούς, το κόστος των ενδιάμεσων αγαθών και το κόστος πάγιου κεφαλαίου, για τα οποία συνήθως έχει και κάποια ευθύνη και το ίδιο το κράτος.

Δεν μπορεί η κυβέρνηση να κρύβεται πίσω από αναφορές τύπου περί “ελεύθερη αγορά”, λες και αυτή η “ελευθερία” στον υπόλοιπο “Δυτικό” κόσμο λειτουργεί και εξελίσσεται “αρρύθμιστα”.

Η πλημμελής παρεμβατική ικανότητα της εθνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού, δεν μπορεί να παραμένει ούτε ασχολίαστη αλλά ούτε και άλλοθι.

Είναι αυτές οι στιγμές που η κοινωνία των πολιτών με τους θεσμούς της πρέπει και αξίζει να προσφεύγει στις Ευρωπαϊκές αντίστοιχες επιτροπές εν προκειμένω για τον ανταγωνισμό (DG Comp), με την εμπειρία αλλά και την δεδομένη ανεξαρτησία της.

Είναι προφανής η επίδραση στη διαμορφούμενη τιμολογιακή πολιτική, στο μεταφορικό τομέα εν γένει αλλά ειδικότερα στις δυο περιπτώσεις που αναφέραμε, το γεγονός δυο "σκληρά" οργανωμένων ολιγοπωλιακά αγορών, με δυναμικές κεφαλαιακής συγκέντρωσης χαρακτηριστικών μονοπωλίου ή το πολύ δυοπωλίου.

Πρόκειται για παράγοντες που δημιουργούν έλλειψη ανταγωνισμού και ευνοούν τη διεύρυνση των περιθωρίων κέρδους, όταν οι οικονομικές συνθήκες το επιτρέπουν.

Η συγκεκριμένη λοιπόν αύξηση των τιμών στα εισιτήρια, ούτε "εισαγόμενη" είναι ούτε αποτελεί ένα μη αντιμετωπίσιμο “φυσικό φαινόμενο”.

Η σιωπηλή αποδοχή, αν όχι στήριξη της κυβέρνησης, σε ολιγοπωλιακές αγορές που λειτουργούν "αρρύθμιστα", υπονομεύοντας ή αδρανοποιώντας ανεξάρτητες ρυθμιστικές αρχές, είναι η βασική αιτία για την αύξηση των τιμών.

Αν μελετήσουμε τα υψηλά περιθώρια κέρδους από τα έτη 2021-22 και μετά, στους δυο αυτούς τομείς, που είναι τα υψηλότερα (σύμφωνα με τη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος) των τελευταίων δεκαετιών. 

Γεγονός που επιχειρήθηκε να δικαιολογηθεί με αναφορά στο υψηλό ενεργειακό κόστος, το οποίο όμως τελικά μεταφέρθηκε στο σύνολό του στα εισιτήρια και όταν το κόστος ενέργειας περιορίστηκε οι τιμές παρέμεινα στα ύψη.

Θα συμφωνήσουμε λοιπόν εδώ, με εκείνους τους Υπουργούς που αναφέρονται σε φαινόμενα “κερδοσκοπίας”, μόνο που για αυτά ένοχη είναι η ίδια η κυβέρνηση και οι αντίστοιχες αρμόδιες αρχές.

Θα συμφωνήσουμε λοιπόν εδώ με εκείνους τους Υπουργούς που αναφέρονται σε φαινόμενα “κερδοσκοπίας”, μόνο που για αυτά ένοχη είναι η ίδια η κυβέρνηση και οι σχετικές αρμόδιες αρχές.