Είναι βιώσιμο το χρέος;

Γιώργος Προκοπάκης 13 Νοε 2012

Με τη δημόσια «διαμάχη» Λαγκάρντ – Σόιμπλε, η βιωσιμότητα του χρέους έχει γίνει κύριο ζήτημα στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης, ακόμη και για την εκταμίευση της καθυστερούμενης δόσης των 31,5 δισ. ευρώ. Οσον αφορά το ΔΝΤ, η συνέχιση της συμμετοχής του στο πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας εξαρτάται από το αν το χρέος είναι βιώσιμο και η ευρωζώνη πιέζεται να προχωρήσει σε κινήσεις που θα εγγυώνται ακριβώς αυτό – πιέζεται ποικιλοτρόπως και η Ελλάδα.

Η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους πάντα ήταν πρόβλημα και μέλημα για την τρόικα. Ανεδείχθη ρητώς και ως ποσοτικός στόχος με την απόφαση της Συνόδου Κορυφής της 17/10/2011: 120% του ΑΕΠ το 2020. Την εικόνα θολώνει το ότι η βιωσιμότητα του χρέους δεν εξαρτάται μόνο από τον δείκτη χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η αναφορά σε αυτόν δίνει λαβή σε προσχηματικούς προβληματισμούς τύπου, «η Ιαπωνία έχει χρέος 200% του ΑΕΠ», και αποπροσανατολιστική ρητορική όπως το προεκλογικό, «θα έχουμε περάσει από μια δεκαετή κόλαση για να ξαναγυρίσουμε εκεί που είχε αφήσει η ΝΔ το χρέος το 2009». Θα επιχειρήσουμε να ρίξουμε λίγο φως στο ζήτημα.

Κάθε χρέος είναι βιώσιμο εφόσον ο οφειλέτης μπορεί να το εξυπηρετεί. Δηλαδή, εάν μπορεί να πληρώνει τους τόκους και όταν λήγει το χρέος να καταβάλλει το χρεολύσιο. Εάν ο οφειλέτης έχει πλεονάσματα ή «έκτακτα» έσοδα από πώληση περιουσιακών στοιχείων, τα χρησιμοποιεί για την εξόφληση των λήξεων του χρέους. Εάν όχι (ή εάν δεν επαρκούν) υποχρεούται να ανανεώσει το χρέος δανειζόμενος από άλλη πηγή (αναχρηματοδότηση). Οσο πιο απλωμένο χρονικά είναι το χρέος τόσο ευκολότερη είναι η αναχρηματοδότησή του. Το 120% του ΑΕΠ του 2009 στο οποίο αναφερόταν προεκλογικά η ΝΔ, διαφέρει ουσιαστικά από το χρέος με τον ίδιο δείκτη που φανταζόταν η κ. Μέρκελ στις 27/10/2011. Το μεν απαιτούσε αναχρηματοδότηση στο σύνολό του κάθε επτά χρόνια (κάθε χρόνο έπρεπε να βρίσκει ο υπουργός Οικονομικών περίπου 16% του ΑΕΠ από τις αγορές), το δε, επειδή σχεδιαζόταν με κύκλο αναχρηματοδότησης εικοσαετίας, θα απαιτούσε κάθε χρόνο μόνο 5% του ΑΕΠ από τις αγορές. Επίσης, το μέσο επιτόκιο του ελληνικού δανεισμού ήταν το 2009 περίπου 4,6%, ενώ τα τροϊκανά δάνεια σήμερα παρέχονται με επιτόκιο κάτω από 2%.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ακόμη και μετά τη μεγαλύτερη αναδιάρθρωση χρέους στην ιστορία με το PSI+, το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο με τα σημερινά δεδομένα. Πώς μπορεί να γίνει βιώσιμο;

Πρώτον, και προφανώς, μειώνοντάς το απολύτως: με ιδιωτικοποιήσεις και αγορά χρέους, με πλεονάσματα και σταδιακή αγορά χρέους, με επαναγορά βαθιά υποτιμημένου χρέους από τις αγορές, με διακανονισμό με τους δανειστές για μείωση του χρέους (κούρεμα – του επίσημου τομέα, πια).

Δεύτερον, απλώνοντάς το χρονικά, ώστε η αναχρηματοδότησή του να είναι πιο εύκολη, και με περίοδο χάριτος ώστε να έχουν γίνει εν τω μεταξύ οι αλλαγές στην οικονομία που θα επιτρέπουν μακροπρόθεσμα την εξυπηρέτησή του – πάλι με διακανονισμό με τους δανειστές.

Τρίτον, με μείωση του κόστους εξυπηρέτησης (του επιτοκίου, δηλαδή) και με διοχέτευση του οφέλους στην οικονομία για πολλαπλασιασμό του – πάλι με διακανονισμό με τους δανειστές.

Τέταρτον, με ραγδαία εφαρμογή διαρθρωτικών αλλαγών που θα ενισχύουν την ανάπτυξη και τη δημιουργία πλούτου.

Πέμπτον, με τη δημιουργία συνθηκών που θα προσελκύουν επενδύσεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη.

Ολα αυτά έχουν κόστος. Σε μια συναινετική διαδικασία, όπως είναι (θεωρητικά τουλάχιστον) το πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας, επιχειρείται να βρεθεί συμβιβαστική λύση, με κατανομή του κόστους στους συμμετέχοντες. Επειδή η κατάληξη σε βιώσιμο χρέος θα έχει κόστος για όλους, με καθέναν να έχει διαφορετικές αντοχές, περιορισμούς (κοινωνικούς, πολιτικούς, οικονομικούς, ή θεσμικούς), ακόμη και ιδιοτέλειες, θα γίνεται διαπραγμάτευση μέχρι την τελευταία στιγμή.

Για την ώρα, με το Μνημόνιο ΙΙΙ που ψηφίστηκε, η ελληνική κοινωνία ανέλαβε το δικό της κόστος. Είναι μεγάλο, είναι δυνητικά καταστροφικό για τον κοινωνικό ιστό. Μπορεί όμως να σηματοδοτεί και την αρχή του τέλους της κρίσης, εάν οι εταίροι ανταποκριθούν και αναλάβουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κόστος ώστε το ελληνικό χρέος να γίνει όχι μόνο βιώσιμο αλλά και βιωτό.

Ο Γιώργος Προκοπάκης είναι σύµβουλος επιχειρήσεων σε θέµατα οργάνωσης και διαχείρισης πληροφοριών, πρώην καθηγητής στο Columbia University