Οι εξελίξεις με τις συλλήψεις των ιθυνόντων της Χρυσής Αυγής για εγκλήματα που κατηγορούνται ότι διέπραξαν είναι θετικές. Ύστερα από αυτές, τα πράγματα μπορεί να μην είναι όπως ήσαν πριν. Αν όμως ακόμη και μετά την ηθική απαξίωση του σκληρού πυρήνα της Χρυσής Αυγής δεν αλλάξουν πολλά από αυτά που οδήγησαν το 7% ή σχεδόν 425.000 έλληνες πολίτες να ψηφίσουν αυτό το κόμμα, η δημοσκοπική απήχηση του οποίου είχε υπερβεί ήδη το 13%, τότε τίποτα δεν αποκλείει αύριο να μιλάμε για το φαινόμενο του «Αργυρού Δειλινού» και να εννοούμε τα ίδια πράγματα.
Αν στο όνομα της οργής, της αγανάκτησης, της φτώχειας, της παταγώδους αποτυχίας του πολιτικού συστήματος, της απουσίας μιας εξωστρεφούς και μη κρατικοδίαιτης αστικής και επιχειρηματικής τάξης ή στο όνομα του Μνημονίου αθωώσουμε όσους, 70 χρόνια μετά το Αουσβιτς, ψήφισαν ένα απροκάλυπτα φασιστικό κόμμα, ούτε ο επιστημονικός και νηφάλιος λόγος ούτε η Ιστορία θα μας συγχωρήσουν.
Να κατανοήσω ότι φταίει το Μνημόνιο, το πολιτικό, το οικονομικό και οποιοδήποτε άλλο σύστημα για την άνοδο της ΧΑ. Μήπως όμως, αν δεν ήταν το Μνημόνιο, σήμερα θα η Χρυσή Αυγή θα κυβερνούσε; Μήπως, αντιστοίχως, αν δεν αλλάξει η λογική αυτού του Μνημονίου, υπάρχει φόβος να τρέχουμε να μαζεύουμε τα κομμάτια μιας κοινωνίας που διαρκώς θα εκφασίζεται;
Αν μείνουμε εδώ και δεν σκάψουμε βαθύτερα, αν δεν δούμε ότι οι συνειδήσεις πολλών εξ ημών ήσαν προετοιμασμένες ιδεολογικά, μορφωτικά και κυρίως πολιτισμικά να δεχθούν τον σπόρο του φασισμού, αύριο πάλι θα ψαχνόμαστε για τα αίτια του εκφασισμού της ελληνικής κοινωνίας.
Είναι δεδομένα αυτά που χρειάζεται να χτυπηθούν. Στα δεξιά, οι ιδεολογίες του μοναδικού, εκλεκτού, παράκλητου, ανάδελφου έθνους. Στα αριστερά, οι ιδεολογίες της ανομίας, των σλόγκαν τύπου: «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη». Ταυτόχρονα, χρειάζεται να μπει στο στόχαστρο η συνωμοσιολογική αντίληψη για την ιστορία και τους κακούς ξένους, οι οποίοι ολημερίς και ολονυχτίς υποτίθεται ότι βυσσοδομούν κατά του «άσπιλου και αμόλυντου» Ελληνισμού. Αυτή η συνωμοσιολογική αντίληψη και ο αντισημιτισμός μας έρχονται κατακέφαλα και από τα δεξιά και από τα αριστερά, ακόμα και από πρόσωπα που απαγγέλλουν Ελύτη.
Ολα αυτά είναι το έδαφος πάνω στο οποίο άφησε το φίδι τα αυγά του. Αυτές οι ιδεολογίες και οι συνάδουσες σε αυτές ιδεοληψίες είναι που προφανώς προετοίμασαν τους πολίτες να ταυτιστούν όχι με μια ιδεολογία (γιατί ο φασισμός δεν είναι ιδεολογία, και εδώ μεταξύ των άλλων είναι η διαφωνία μου με τη θεωρία της ταύτισης των άκρων) αλλά με ένα κήρυγμα μίσους.
Ο φασισμός είναι κήρυγμα μίσους για τον άλλο επειδή είναι διαφορετικός, όχι επειδή σκέπτεται διαφορετικά. Γι’ αυτό και δεν είναι, έστω κακή, ιδεολογία. Είναι στίγμα και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται. Σε όποιες κοινωνίες επικρατούν αυτά τα κηρύγματα, αφήνουν πάνω τους ανεξίτηλα σημάδια. Ο φασισμός είναι στίγμα για όποια κοινωνία τον αναδεικνύει. Και αυτό το στίγμα δεν θα το βγάλουμε από πάνω μας αν δεν καταδικάσουμε, ιδεολογικά και πολιτικά, όσους «παρασύρθηκαν» από αυτόν, αλλά και ό,τι τους «παρέσυρε». Βεβαίως, το 7% του ελληνικού λαού που ψήφισε Χρυσή Αυγή δεν είναι φασίστες, αλλά ούτε το 37,4% των Γερμανών ήταν το 1932 όταν ψήφιζε Χίτλερ. Το αποτέλεσμα όμως ήταν η άνοδος του φασισμού στην εξουσία. Στη Γερμανία ωστόσο υπήρξε βαθύτατη αυτοκριτική και αυτοτιμωρία για το γεγονός ότι οι πολίτες της σαγηνεύτηκαν από τον φασισμό. Επειδή όμως μεσολάβησε ο όλεθρος του μεγάλου πολέμου, η γερμανική κοινωνία ακόμη παλεύει να βγάλει από πάνω της το στίγμα της μαζικής υποστήριξης στον Χίτλερ.
Παρά τις αντίθετες απόψεις, δεν είμαστε όλοι ένα έθνος. Οι φασίστες δεν ανήκουν στο ελληνικό έθνος ούτε σε κανένα άλλο. Τα έθνη όμως που τους επιτρέπουν να αναπτυχθούν οφείλουν να κάνουν πολλά για να ξεπλύνουν το στίγμα. Και το πρώτο που έχουν να κάνουν είναι να μη χαϊδεύουν τα αυτιά των φτωχών «παρασυρμένων». Μια απλή ανάγνωση των κλασικών της λογοτεχνίας αρκεί για να δούμε ότι στη φτώχεια υπάρχει πολλή αξιοπρέπεια και ελάχιστος έως καθόλου φασισμός.