Με δεδομένη την μεγάλη εκτίμηση που έχω στο καθαρό μυαλό και στην βαθιά σκέψη του φίλου μου Κώστα Κούρκουλου, θα ήθελα να βάλω έναν ερωτηματικό σε μια συγκεκριμένη άποψη που προβάλλουν δύο, εξαιρετικά κατά τ’ άλλα, άρθρα του, «Ο «Τραμπισμός» ως κοινοτοπία του κακού» και «Η «δυστυχία» στην δημοκρατία», η οποία άποψη βασίζεται στην ιδέα που διατύπωσε ο Καστοριάδης και λέει πως «η πλήρης δημοκρατία και η αποδοχή του άλλου δεν αποτελούν φυσική ανθρώπινη κλίση.»
Πριν πάμε στο κείμενο του Καστοριάδη «Οι ρίζες του κακού» στο οποίο αναφέρει -αναπόδειχτα κατά την γνώμη μας - αυτή την θεωρία, να μείνουμε πρώτα στην ανάδειξή της από τον Κώστα. Μεταφέρουμε εδώ τα σχετικά αποσπάσματα:
«Οι άνθρωποι πεθαίνουν – περισσότερο βεβαίως σκοτώνουν - για την πίστη τους στον Θεό, στον Φύρερ, στον Πατερούλη, τον Κομμουνισμό ή στον ναζισμό, ακόμη και για το οικόπεδό τους, ποτέ όμως για τη Δημοκρατία.» Καταλήγει δε παρακάτω «… οι μόνοι που λατρεύτηκαν στην ιστορία ήταν οι τύραννοι.»
Αλλά, στις επαναστάσεις για την δημοκρατία και στις εξεγέρσεις για την υπεράσπισή της, συνέβησαν και τα δύο.
Αμέτρητοι υπήρξαν οι νεκροί, οι βασανισμένοι και οι φυλακισμένοι χάριν της δημοκρατίας. Από την κάθε επανάσταση προκειμένου να καθιερωθεί η δημοκρατία έως τους βασανισμούς και τις εκτελέσεις δημοκρατών από τις δικτατορίες, έχουμε ένα τεράστιο πλήθος αγωνιστών, πρόθυμων να θυσιάσουν τη ζωή τους. Ο ίδιος ο Κώστας φυλακίστηκε και βασανίστηκε από τη δική μας χούντα μαζί με τόσους άλλους και το κρίμα τους ήταν η πίστη τους στην δημοκρατία. Η γαλλική επανάσταση, ο ισπανικός εμφύλιος, η ‘’ Άνοιξη της Πράγας’’ στην Τσεχοσλοβακία, το δικό μας Πολυτεχνείο, η πλατεία Τιενανμέν στην Κίνα και τόσες άλλες εξεγέρσεις, δεν μας επιτρέπουν να πούμε πως οι άνθρωποι δεν ρισκάρουν τη ζωή τους για την δημοκρατία.
Επίσης, λατρεύτηκαν οι πρωταγωνιστές και ηγέτες των εξεγέρσεων ή της αντίστασης που αγωνίστηκαν για την ίδρυση ή την αποκατάσταση της δημοκρατίας και δεν υπάρχει λαός που να μην τους έχει τιμήσει.
Συνολικά, από τους λόγους που «σκοτώνουν ή σκοτώνονται» οι άνθρωποι, δεν μπορούμε να εξαιρέσουμε τον λόγο της δημοκρατίας. Αυτό το επιχείρημα δεν μπορεί από μόνο του να αποδείξει πως:
«… η δημοκρατία, ως ένα αφύσικο καθεστώς, δεν «αποθηκεύεται» ψυχικά από τους ανθρώπους, ώστε να χρησιμοποιηθεί σε περιόδους κρίσης ή μεγάλης αμφισβήτησης.»
Ας δούμε όμως και τις υπόλοιπες σχετικές διατυπώσεις που κρίνουν, αξιολογώντας έμμεσα και τις ιδιότητες του ανθρώπου.
«…η Δημοκρατία μόνον λίγη ελευθερία υπόσχεται κι αυτή ανάπηρη, αφού ξεκινάει ως ταυτόχρονη – και αφύσικη - υποχρέωση να σέβεσαι και την ελευθερία του άλλου.»
«… η Δημοκρατία είναι φτωχή και ταπεινή. Αφού, μπροστά στα μεγαλεία που υπόσχονται όλα τα τέρατα της ιστορίας, μόνον λίγη ελευθερία προσφέρει κι αυτή ανάπηρη, αφού ξεκινάει ως υποχρέωση. Διότι, σου λέει, «η ελευθερία σου αρχίζει εκεί που αρχίζει και η ελευθερία του άλλου». Δηλαδή, αν θέλεις να είσαι ελεύθερος, πρέπει να φροντίζεις εσύ και την ελευθερία του άλλου!
»Και το χειρότερο: Ενώ γεννιέσαι για να είσαι το κέντρο του κόσμου – και έτσι αισθάνεσαι μέχρι να τον εγκαταλείψεις - σου επιβάλλει την υποχρέωση να τον μοιράζεσαι ισότιμα με τους άλλους.»
Υπόσχεται λοιπόν η δημοκρατία, λίγη ελευθερία; Ανάπηρη; Επειδή ξεκινάει με την ταυτόχρονη υποχρέωση να σέβεσαι την ελευθερία του άλλου; Και, γεννιόμαστε για να είμαστε το κέντρο του κόσμου, ατομικά;
Αν είναι αυτή η φύση του ανθρώπου, τότε εμείς γιατί πάμε κόντρα; Γιατί να την νικήσουμε; Είμαστε φορείς αφύσικων εμπνεύσεων; Θέλουμε να διαμορφώσουμε στις σχέσεις μας κάτι αφύσικο; Αν πειστούμε πως επιδιώκουμε το αφύσικο, δεν θα ‘πρεπε να τα παρατήσουμε και να αρχίσουμε ατομικά τον αγώνα της εξουσίας επάνω σε όλους; Να τιμήσουμε την φύση που μας λέει πως είμαστε το κέντρο του κόσμου;
Υποθέτουμε πως κάτι άλλο εννοεί ο Κώστας και πως αυτή η υπερβολή θέλει να αναδείξει την μία πλευρά του ανθρώπου και όχι ασφαλώς να εξηγήσει τον άνθρωπο συνολικά.
Να πάρουμε όμως το όλο θέμα κάπως από την αρχή:
Ο άνθρωπος είναι κουρντισμένος να επιδιώκει την ευτυχία του. Η ροπή του σε ό,τι του δίνει ευχαρίστηση στρέφεται στους δύο πυλώνες που υποστηρίζουν την ζωή του. Στην ευμάρεια από τα υλικά αγαθά και στην ψυχική ισορροπία από τα άυλα, τα πνευματικά, τα οποία εισπράττει από την σχέση του με τους συνανθρώπους.
Ας τα δούμε ένα ένα, με σκοπό να τα ενώσουμε και να δείξουμε το αντίθετο συμπέρασμα. Πως η δημοκρατία είναι η φυσική κλίση του ανθρώπου κι αυτός είναι ο λόγος που την δημιούργησε και που προοδευτικά θα καταλήξει κάποτε το πολίτευμα όλου του πλανήτη.
Υπάρχει σημαντικός λόγος να ξεκινήσουμε πρώτα από την ευμάρεια που έχει αναφορά στην επιβίωση και την αντιλαμβάνεται – ορθά - ως προτεραιότητα, το φυσικό μας ραντάρ.
Εικάζουμε πως στον ισχυρισμό του Κώστα η παρεξήγηση έρχεται μάλλον από μακριά. Από την αναζήτηση της αλήθειας στην καταγωγή του και την κατάταξή του στα αγελαία ζώα. Στο γεγονός πως τα πιο δυνατά απ’ αυτά επιδιώκουν την ηγεμονία στην ομάδα τους. Είναι σαφώς μια φυσική επιλογή. Η κυριαρχία του ισχυρότερου είναι προς όφελος της αγέλης, αφού οδηγεί, προστατεύει, και εξασφαλίζει την επιβίωση των μελών της κοινωνίας τους. Της κάθε επί μέρους κοινωνίας των ζώων. Τα οποία βεβαίως επιδιώκουν την επιβίωση και δεν είναι ικανά να δημιουργήσουν καμιά πρόοδο στις συνθήκες της ζωής τους. Αναζητούν την τροφή τους και την ασφάλειά τους και ο τρόπος που το πετυχαίνουν παραμένει εσαεί αμετάβλητος.
Ασφαλώς, καμία σχέση δεν μπορούν να έχουν τα ζώα με τον άνθρωπο, αφού είναι προικισμένος από την φύση με υψηλή νοημοσύνη. Οι ανάγκες του είναι περισσότερες και πολυπλοκότερες, ανάλογες με τις ποιοτικά μεγαλύτερες ικανότητές του. Εξ’ ου και δημιούργησε πολιτισμό ασφαλούς και καλής διαβίωσης, ενώ ανέκαθεν βασιζόταν στην συνεργασία για να πετύχει οποιαδήποτε πρόοδο. Αναφέρουμε τα αυτονόητα, επειδή υπάρχει μια τάση σε ορισμένους επιστήμονες να εξηγούν τον άνθρωπο με βάση τα πρωτόγονα χαραχτηριστικά του. Η γνώση της καταγωγής του συνεισφέρει μεν, αλλά δεν εξηγεί από μόνη της ένα διαφορετικό είδος πρωτεύοντος ζώου όπως ο άνθρωπος.
Τι μαρτυράει η ιστορία για τον άνθρωπο;
Στο στάδιο του τροφοσυλλέκτη επικρατούσε ένα είδος κοινοκτημοσύνης και δεν έλειπαν ούτε τότε οι ρόλοι της κοσμικής και θρησκευτικής εξουσίας. Ήταν διακριτοί, αλλά και περιορισμένοι.
Όταν οι πληθυσμοί αυξήθηκαν και δεν επαρκούσε η συλλογή τροφής από το περιβάλλον, ο άνθρωπος υποχρεώθηκε να καλλιεργεί τη γη και να τρέφει ζώα, ενώ παράλληλα στράφηκε στην λεηλασία άλλων ομάδων όσο και στην άμυνα από άλλες ομάδες. Απ’ αυτό το στάδιο κι έκτοτε, η κοινωνική οργάνωση πέρασε σε άλλο επίπεδο και αναδείχτηκε μια δομημένη κεντρική εξουσία προκειμένου να συντονίζει το σύνολο της δράσης. Δεν πρόκειται για μια διαστροφή του ανθρώπου, αλλά για την ανταπόκρισή του στην φυσική ανάγκη της επιβίωσης και στην συνέχεια της καλύτερης δυνατής διαβίωσης. Αποδέχτηκε ή υπέμεινε αρχηγούς και βασιλιάδες μαζί με τα επιτελεία στήριξης της εξουσίας τους προκειμένου να παράγει συνεργατικά και με κανόνες τα απαραίτητα, ή να τα κλέβει από τους γείτονες, ή να τα υπερασπίζεται από τις λεηλασίες και να σώζει την ίδια την ζωή του.
Σε όλη την διάρκεια της κοινωνικής ζωής, παρατηρούμε δύο βασικά γνωρίσματα στην συμπεριφορά των ανθρώπων.
- Θεσμοθετούσαν κανόνες ρύθμισης των μεταξύ τους σχέσεων που σε πρώτη φάση τους καθιέρωσαν ως εντολές του Θεού. Αργότερα, πρόσθεσαν νόμους του κράτους - όποια μορφή κι αν είχε – που όριζαν δικαιώματα και υποχρεώσεις.
- Επεδίωκαν να αξιοποιήσουν το σύνολο των ικανοτήτων τους. Τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις, τις αντιμετώπιζαν σαν εμπόδιο στην δράση τους για την ικανοποίηση των αναγκών τους.
Αυτές οι επιλογές, έχουν όνομα. Επιζητούσαν την Δικαιοσύνη και την Ελευθερία.
Απέναντι σ’ αυτές τις δύο φυσικές τάσεις του ανθρώπου, είναι παρούσες και οι αντίρροπες, επίσης φυσικές τάσεις: Να εμποδίσουν την δικαιοσύνη και να στερήσουν την ελευθερία των συνανθρώπων.
Πρόκειται για την περιεχόμενη αντιπαλότητα, σε κάθε φυσικό μέγεθος. Δεν επιδέχεται άλλη ερμηνεία. Δεν μπορούμε να εκλάβουμε πχ την κεντρομόλο ως φυσική δύναμη και την φυγόκεντρο ως αφύσικη. Η τάση να επιτύχει την δικαιοσύνη μέσω ισονομίας, μαζί και την ελευθερία που προϋποθέτει ως όριο την ελευθερία του άλλου, ενυπάρχει στον άνθρωπο, όσο και η τάση να τα στερήσει αυτά από τους πολλούς. Κοινός σκοπός είναι το μέγιστο ατομικό όφελος. Από τη μια το διεκδικεί μέσα από το όφελος του συνόλου κι από την άλλη σε βάρος του.
Η θεσμοθέτηση της ισονομίας μέσω μιάς ανεξάρτητης δικαστικής εξουσίας μαζί με την κατοχύρωση της ελευθερίας με όριο την ελευθερία των άλλων, ορίζουν το πλαίσιο της δημοκρατίας.
Το υλικό όφελος, η ασφαλής και άνετη διαβίωση, είναι ο ένας ισχυρός λόγος που η φύση οδηγεί τον άνθρωπο στην δημοκρατία
Εκτός όμως των υλικών αγαθών που είναι προαπαιτούμενα, αλλά όχι καθοριστικά στην αφθονία τους, ο άνθρωπος έχει ανάγκη την ψυχική ισορροπία του την οποία υποστηρίζουν, άυλα, πνευματικά αγαθά. Ελκόταν ανέκαθεν από όλες τις μορφές τέχνης, επεδίωκε την γνώση σε όλα τα επίπεδα, παρηγορούσε το μυστήριο της ζωής του δημιουργώντας θρησκείες, ανακάλυπτε παιχνίδια που τον συνάρπαζαν, θαύμαζε το ωραίο που μπορεί να ήταν ένα τοπίο, ένα πρόσωπο, ή το εξαιρετικό πνεύμα ενός συνανθρώπου, διασκέδαζε, χόρευε, φιλοσοφούσε, και γενικά επεδίωκε όσα εκδηλώνονται σαν ανάγκες ψυχικής ευχαρίστησης και ισορροπίας. Σ’ αυτά πρέπει να προσθέσουμε και την πρόθεσή του να έχει το δικαίωμα επιλογής όσων ο ίδιος επιθυμεί να συναναστρέφεται, με κορυφαία την ανάγκη του να επιλέγει τον ερωτικό του σύντροφο.
Κυρίαρχη ανάγκη όμως, πάνω απ’ όλα, ήταν και είναι η εξής:
Να έχει την αποδοχή και την αναγνώριση από τους συνανθρώπους του. Να είναι «κάποιος» ανάμεσα στους άλλους. Αυτή η φυσική ροπή του που φτάνει ως την ματαιοδοξία είναι ένας ακλόνητος προσανατολισμός. Δεν μπορεί να αγνοηθεί ή να παραμεριστεί από τον άνθρωπο, παρά μόνο ενώπιον της επιβίωσής του – αν και όχι πάντα.
Ο κατώτερος, ο προσβεβλημένος, ο παρακατιανός, ο ασήμαντος, υποφέρει και δυστυχεί. Αυτός είναι ο λόγος που η «οικουμενική διακήρυξη για τα ανθρώπινα δικαιώματα» και ο «χάρτης θεμελιωδών δικαιωμάτων» έχουν συμπεριλάβει όλα όσα αποτρέπουν κάθε είδους ταπείνωση.
Ουδέποτε παρουσιάζεται στην ιστορία κάποια καθαρή πρόθεση του ανθρώπου να είναι παρακατιανός και αποσυνάγωγος, πες για συντομία υποταγμένος, παρά μόνο αν πρόκειται να ανταλλάξει την υποταγή του - σε όποιο βαθμό - με το πολυτιμότερο που είναι η επιβίωσή του. Οι θρύλοι, η μυθιστορία, η ποίηση, και κυρίως η ιστορία, σε ένα μεγάλο μέρος τους, περιστρέφονται γύρω από γεγονότα που αποτυπώνουν την αγωνία και τον αγώνα του ανθρώπου να ζήσει ελεύθερος και με δικαιοσύνη στις σχέσεις του με τους άλλους, όσο και να διακριθεί ανάμεσά τους. Σχετικά με την χειρότερη υποταγή, την σκλαβιά, ένα ξεχωριστό παράδειγμα μας δίνουν η αρχαία Αθήνα και η Σπάρτη που, σε κρίσιμες ώρες για την Πόλη τους, κάλεσαν δούλους και είλωτες, αντίστοιχα, να πολεμήσουν στο πλευρό τους, να ρισκάρουν την ζωή τους, με αντάλλαγμα την ελευθερία τους. Η συμμετοχή ήταν αθρόα.
Άρα, την ελευθερία και την δικαιοσύνη δεν την διεκδίκησε ο άνθρωπος μόνο για να παράγει και να διανέμει υλικά αγαθά. Αυτό θα συνέβαινε ίσως σε μια κοινωνία εξελιγμένων μυρμηγκιών. Είναι προφανής η φυσική τάση του να ενυπάρχει στο περιβάλλον του απολαμβάνοντας ελεύθερα και τα πνευματικά αγαθά, με κορυφαίο, να είναι αποδεχτός και σημαντικός.
Το προφανές είναι πως κι εδώ επαναλαμβάνεται το ίδιο μοτίβο:
Την αποδοχή μπορεί να την κερδίσει από τον φόβο των άλλων, μέσω κάποιας εξουσίας που έχει πάνω τους, ή από σεβασμό για την αξία που του αναγνωρίζουν. Η πάλη ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο αντίπαλες έξεις, είναι ένα επίσης φυσικό δίπολο. Ο κάθε πόλος δικαιολογεί την ύπαρξη και την δράση του άλλου. Και οι δυνάμεις αυτές δεν είναι ίσες και στατικές αλλά και δεν μπορούν να εξουδετερώσουν απόλυτα η μία την άλλη. Οι και οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που εξελίσσονται και αλλάζουν ανά εποχή, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την σχετική - και μόνο - επικράτηση κάποιας από τις δύο.
Πριν την βιομηχανική επανάσταση και την ραγδαία ανάπτυξη, ήταν περιορισμένες οι πολιτειακές καταχτήσεις, με μεγαλύτερη, το πέρασμα από την δουλεία στην δουλοπαροικία. Η προτεραιότητα της επιβίωσης διευκόλυνε την βίαιη επιβολή των λίγων στους πολλούς, τον δρόμο της ανάδειξης του ατόμου από τον φόβο που προκαλούσε στους άλλους.
Έκτοτε, όταν κατέχτησε ένα επίπεδο διαβίωσης που έφερε και την μεγαλύτερη, έως μαζική, μόρφωση, άνοιξε τον δρόμο για την δημοκρατία στα πλαίσια της οποίας έχει την δυνατότητα ο καθένας ατομικά να αναγνωρίζεται από την προσφορά του και να κάνει σημαντική την ύπαρξή του μέσα από τον σεβασμό των άλλων και όχι μέσα από τον φόβο που φέρνει ο εξαναγκασμός.
Φυσικά, ούτε πριν, ούτε μετά τις δύο εποχές που διαχωρίσαμε κάπως σχηματικά, δεν έλειψε καμία από τις δύο τάσεις της ανθρώπινης φύσης.
Σε παρένθεση και εν τάχει, για να μην πιάσουμε στο παρόν τον καυγά με τους δογματικούς μαρξιστές, να πούμε ότι δεν συμμεριζόμαστε την άποψη πως η δημοκρατία υπηρετεί τα συμφέροντα μια τάξης σε βάρος των άλλων. Το γεγονός ότι η αστική τάξη υπήρξε και είναι πολιτικά ισχυρότερη, δεν σημαίνει καθόλου πως μόνο τα δικά της συμφέροντα υπηρέτησε και υπηρετεί. Από την αρχή, αλλά πολύ περισσότερο στην εξέλιξή της, αποδείχτηκε ισχυρή και αποφασιστική η συμμετοχή όλων των τάξεων και στρωμάτων στην εκπροσώπηση και στη λήψη αποφάσεων υπέρ τους. Αυτά, για να διασαφηνίσουμε πως η δημοκρατία αφορά το σύνολο των πολιτών και όχι μόνο μία τάξη.
Στο δια ταύτα του θέματός μας, η θεσμική ισονομία που κατοχυρώνει την ανεξάρτητη δικαιοσύνη και την ελευθερία με όριο τον σεβασμό της ελευθερίας του άλλου, δηλαδή η δημοκρατία, είναι φανερό πως κερδίζει έδαφος. Όχι εύκολα, όχι χωρίς αγώνες, όχι με εξουδετερωμένο τον άλλο πόλο που την επιβουλεύεται, αλλά στο πέρασμα του χρόνου, αυτός ο πόλος έλξης, αναδεικνύεται ως προτεραιότητα της ανθρώπινης φύσης. Οι δημοκρατίες αυξάνονται σε βάρος κάθε απολυταρχικής διακυβέρνησης. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να προβλέπει την πτώση της, ενώ αντιθέτως, ακόμη και σε σκληρά απολυταρχικά καθεστώτα, εκδηλώνεται με θυσίες η πρόθεση των λαών να διεκδικούν δικαιώματα που μόνο η δημοκρατία εγγυάται. Όλα δείχνουν την μελλοντική επικράτησή της σε ολόκληρο τον πλανήτη, ακριβώς επειδή η φύση του ανθρώπου τον οδηγεί στην δικαιοσύνη και την ελευθερία που ασφαλώς αφορά τους πολλούς, έναντι της απολυταρχικής εξουσίας που προσδίδει όφελος σε λίγους. Επειδή αποβαίνει ωφέλιμη και για τα υλικά και για τα πνευματικά αγαθά που έχει ανάγκη ο άνθρωπος
Είναι απαραίτητο ωστόσο, σ’ αυτό το σημείο, να κρεμάσουμε ένα ερώτημα ακόμη, προκειμένου να μην υπάρχει κάποιο κενό στον ισχυρισμό μας.
Η διπλή φύση του ανθρώπου, οι αντίθετοι πόλοι που τροφοδοτούν την συμπεριφορά του είδους μας, την ύπαρξή μας εν κατακλείδι, θα εξαφανιστεί με την ολοκληρωτική νίκη της δημοκρατίας; Θα εξαφανιστεί δηλαδή ο δεύτερος πόλος;
Η απάντησή μας είναι όχι.
Θα συνεχιστεί με διαφορετικές διαστάσεις. Ήδη στις δημοκρατίες παίρνει διάφορες νέες μορφές. Παράδειγμα η μάχη για την σωτηρία του πλανήτη, στην οποία συμμετέχουν πάλι οι δύο ροπές μας, όσο και η διαρκής διεκδίκηση μεγαλύτερου μερίδιου αγαθών, όσο και η διεύρυνση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αν και νομίζουμε πως έχουμε ήδη απαντήσει στο θέμα μας, θα σταθούμε για λίγο στο τελευταίο απόσπασμα που αναρτήσαμε από το άρθρο του Κώστα Κούρκουλου «Η «δυστυχία» στη δημοκρατία.»
«Ενώ γεννιέσαι για να είσαι το κέντρο του κόσμου – και έτσι αισθάνεσαι μέχρι να τον εγκαταλείψεις – (η δημοκρατία) σου επιβάλλει την υποχρέωση να τον μοιράζεσαι ισότιμα με τους άλλους.»
Η προσδοκία «να είσαι το κέντρο του κόσμου» είναι μάλλον μια υπερβολική διατύπωση, αλλά έτσι αναδεικνύει ο Κώστας την βασική μας ανάγκη. Ο άνθρωπος επιθυμεί να είναι “κάποιος” ανάμεσα στους συνανθρώπους κι αυτό μπορεί να το πετύχει παίρνοντας έναν από τους δύο αντίθετους δρόμους που ήδη περιγράψαμε. Να διεκδικήσει την αναγνώριση, από τον φόβο των συνανθρώπων που καταναγκάζει, ή από τον σεβασμό τους επειδή προσφέρει και ωφελεί το σύνολο.
Η μοίρα της κάθε κοινωνίας κρίνεται από το ποσοστό των ανθρώπων που θα βάλουν το βάρος τους στην μια ή στην άλλη πλευρά. Ο ίδιος ο Κώστας είναι αφιερωμένος στην πλευρά που τιμάται με σεβασμό. Αυτό σημαίνει πως η δημοκρατία δεν «σου επιβάλλει την υποχρέωση να μοιράζεσαι ισότιμα». Στο πλαίσιο της ισονομίας, της δικαιοσύνης και της ελευθερίας που θέτει, ο καθένας παίρνει το μερίδιο που – σχετικά βεβαίως - αναλογεί στις ικανότητές του, στον κόπο του, και στο ήθος του.
Θα λέγαμε πως το εξαντλήσαμε το θέμα μας, αλλά υπάρχει κάθε λόγος να πάμε και στην πηγή της ιδέας περί αφύσικης κλίσης στην (πλήρη) δημοκρατία. Στον Καστοριάδη και στο κείμενό του «Οι ρίζες του μίσους».
Να δούμε πρώτα τον επίλογο που περιέχει αυτή την ιδέα ως συμπέρασμα.
«Η αυτονομία, δηλαδή η πλήρης δημοκρατία, και η αποδοχή του άλλου, δεν αποτελούν φυσική ανθρώπινη κλίση. Αμφότερες συναντούν τεράστια εμπόδια. Γνωρίζουμε από την ιστορία ότι ο αγώνας για τη δημοκρατία είχε μέχρι σήμερα οριακά μεγαλύτερη επιτυχία από τον αγώνα κατά του σωβινισμού, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Αλλά για όσους είναι στρατευμένοι στο μοναδικό πολιτικό πλάνο που χρήζει υπεράσπισης, το πλάνο της οικουμενικής ελευθερίας, ο μοναδικός ανοικτός δρόμος είναι η συνέχιση του αγώνα κόντρα στο ρεύμα.»
Σημειώνω την ευγενική διευκρίνιση του Κώστα πως αυτονομία ονομάζει την επίγνωση πως η θέσπιση των κανόνων είναι έργο δικό μας έναντι της ετερονομίας που ορίζει πως αντιλαμβανόμαστε την θέσπιση σαν έργο δοσμένο από αλλού. Είναι σαφές ωστόσο στο κείμενό του Καστοριάδη, πως ως περιεχόμενο της αυτονομίας ορίζει την πλήρη δημοκρατία και την αποδοχή του άλλου και συμπεραίνει πως δεν αποτελούν φυσική ανθρώπινη κλίση. Και πως αυτά είναι συνιστώσες της οικουμενικής ελευθερίας του ανθρώπου την οποία πρέπει να επιδιώξουμε «κόντρα στο ρεύμα», κόντρα στην φυσική μας κλίση.
Ποιά είναι η απόδειξη, έστω η ένδειξη, πως ο άνθρωπος δεν έχει φυσική κλίση να επιδιώκει την αυτονομία οπότε κάνει αφύσικο και τον αγώνα για οικουμενική ελευθερία;
Ότι συναντούν τεράστια εμπόδια; Μα οι φυσικές κλίσεις του ανθρώπου συναντούσαν πάντα τεράστια εμπόδια με πρώτη εκείνη της επιβίωσης.
Ότι «ο αγώνας για την δημοκρατία έχει οριακά μεγαλύτερη επιτυχία από…»; Υπάρχει ποσότητα επιτυχίας που κρίνει το φυσικό ή όχι;
Τα επιχειρήματα είναι παντελώς ανίσχυρα.
Ολοκληρώνει δε με την φράση, «…ο μοναδικός ανοικτός δρόμος είναι η συνέχιση του αγώνα κόντρα στο ρεύμα.»
Δηλαδή; Τι προτείνει στους στρατευμένους στο πλάνο της οικουμενικής ελευθερίας; Να συνεχίσουν τον αφύσικο αγώνα τους κόντρα στο φυσικό ρεύμα της απολυταρχίας, του σωβινισμού, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού, ως ήρωες αγωνιστές κατά της φύσης;
Προφανώς.
Το νόημα που βγάζει, είναι πως η φύση συνηγορεί στο κακό και οι εχθροί της φύσης, αγωνίζονται για το καλό. Όπερ – επιεικώς – άτοπο, έως δύστοπο, πάντα κατά την γνώμη μας.
Με όλο τον σεβασμό στο ανάστημά του, δεν συμμεριζόμαστε ούτως ή άλλως τις μεταμοντέρνες φιλοδοξίες που στοχεύουν να υποκαταστήσουν την δημιουργό αιτία της ύπαρξης των πάντων η οποία ορίζει τη ζωή με φυσικούς κανόνες. Πρόκειται για ύβρη. Στο συγκεκριμένο θέμα όμως, θεωρούμε πως είναι απλώς λάθος εκτίμηση της πραγματικότητας.
Ολόκληρο το κείμενο, πραγματεύεται την ενοχή τού (φυσικού) μίσους που εμποδίζει την αποδοχή του άλλου – και όχι μόνο – ώστε να καταλήξει στο συμπέρασμα του επίλογου περί της αφύσικης κλίσης για την δημοκρατία.
Μεταφέρουμε την πρώτη παράγραφο:
«Υπάρχουν δύο ψυχικές εκφράσεις του μίσους: το μίσος για τον άλλο και το μίσος για τον εαυτό μας, το οποίο συχνά δεν παρουσιάζεται ως τέτοιο. Αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι και τα δυο έχουν κοινή ρίζα, την άρνηση της ψυχικής μονάδας να δεχθεί αυτό που για την ίδια είναι ξένο. Η οντολογική αυτή διάρθρωση του ανθρώπου επιβάλλει αξεπέραστους εξαναγκασμούς σε κάθε κοινωνική οργάνωση και σε κάθε πολιτικό πλάνο. Καταδικάζει αμετάκλητα κάθε ιδέα για μία «διαφανή» κοινωνία, κάθε πολιτικό πλάνο που αποσκοπεί στην άμεση οικουμενική συμφιλίωση.»
Το μίσος για τον άλλον είναι κατανοητό. Το μίσος για τον εαυτό μας, τι ακριβώς είναι; Πώς παρουσιάζεται αφού «συχνά δεν παρουσιάζεται ως τέτοιο;» Δεν το εξηγεί, δεν το νοηματοδοτεί. Από πού προέρχεται και πώς συμμετέχει στην «οντολογική διάρθρωση του ανθρώπου» μαζί με το σκέτο μίσος για τους άλλους; Ποια είναι η «κοινή ρίζα» την οποία ονομάζει «άρνηση της ψυχικής μονάδας να δεχτεί αυτό που για την ίδια είναι ξένο»;
Ίσως έχει κάτι παραπάνω στο νου του που εμείς δεν το αντιλαμβανόμαστε. Όμως, αυτό που ενυπάρχει στο κείμενο, τα δύο μίση με την κοινή ρίζα, δεν βγάζει νόημα, παρά μόνο, ή ίσως, αν αφήσουμε μόνο του το μίσος για τους άλλους.
Και τι ακριβώς είναι το αίτημα της άμεσης οικουμενικής συμφιλίωσης; Το φιλοσοφικό ερώτημα είναι αν μπορεί να επέλθει η εν λόγω συμφιλίωση άμεσα; Άμεσα πότε; Σε ποιόν χρόνο; Το χρόνο που έζησε ο Καστοριάδης; τον σημερινό; την επόμενη δεκαετία; Αν υποθέσουμε καλόπιστα πως εννοεί σε εύθετο χρόνο μισού ή ενός αιώνα, τότε πρέπει να ψάξουμε από πού προκύπτει η αμετάκλητη καταδίκη, η ματαίωση της ιδέας.
Δεν βρίσκουμε κάποια απόδειξη στα λεγόμενά του. Η «οντολογική διάρθρωση του ανθρώπου» προφανώς και δεν αποτελείται μόνο από μίσος. Οι αξεπέραστοι εξαναγκασμοί και η αμετάκλητη καταδίκη, εφ’ όσον οι δημοκρατίες υπάρχουν, διευρύνονται και εξελίσσονται, το αφήνουν έκθετο ως θεώρημα. Προβάλλεται μετέωρο, ως αξίωμα, ως τυφλή προφητεία.
Για την οικονομία του άρθρου, δεν θα επεκταθούμε σε ανάλυση ολόκληρου του κειμένου. Θα ολοκληρώσουμε τον αντίλογο εν τάχει, απαντώντας επί της ουσίας στα σημεία που υποστηρίζουν το συμπέρασμα του επίλογου περί αφύσικης κλίσης στην (πλήρη) δημοκρατία.
- Το μίσος δεν έχει κατ’ ανάγκη αρνητικό πρόσημο. Δεν οδηγεί μόνο σε καταστροφές. Το μίσος για τους δικτάτορες, για τους καταχτητές, για τους άδικους γενικά, είναι ένα θεμιτό μίσος και δίνει την απαραίτητη δύναμη για την ανατροπή τους.
- Προφανώς ο άνθρωπος έχει τις επιφυλάξεις του για το ξένο και υπερασπίζεται τα ήθη της ομάδας που ανήκει. Όμως το ξένο δεν είναι ουδέτερο και η αποδοχή του κάθε ξένου δεν θα έδινε οπωσδήποτε λύση συμφιλίωσης και δη οικουμενικής. Θα καταλήγαμε σε οδυνηρές ίσες αποστάσεις ανάμεσα σε εγκληματικά καθεστώτα και σε δημοκρατίες. Κατά περίπτωση κρίνεται το αν το μίσος μάς υποβάλλει σε μια άγονη άρνηση ή σε μιά γόνιμη άμυνα απέναντι σε κάτι που θα μας βλάψει. Θα ήταν τραγικό αν αποδεχόμασταν απλώς ως διαφορετικές πχ τις «ξένες» εθνικοσοσιαλιστικές ιδέες του Χίτλερ και του Μουσολίνι ή των φονταμενταλιστών και των πάσης φύσεως εγκληματιών δικτατόρων.
Το γεγονός ότι ο άνθρωπος κατανοεί σταδιακά πως δεν κινδυνεύει από κάθε ξένο, καθώς διαπιστώνουμε πως ο δυτικός πολιτισμός έχει κάνει πρόοδο στο σεβασμό της διαφορετικότητας, δεν είναι ελάττωμα επειδή δεν έχει φτάσει ολοκληρωτικά στην «αυτονομία», αλλά προτέρημα επειδή έχει κάνει πρόοδο προς αυτόν το στόχο. Σίγουρα θεωρούμε θετικό – αν και αντιφατικό απέναντι στην δική του σκέψη –ότι και ο ίδιος παραδέχεται πως ο εκδημοκρατισμός έδωσε ισχυρή ώθηση προς αυτήν την κατεύθυνση.
- Η άποψή του, πως το ρατσιστικό μίσος είναι το πλέον καταστροφικό έναντι κάθε άλλης μορφής μισαλλοδοξίας, είναι απολύτως εύστοχη. Οι εθνικιστές ή οι θρησκευόμενοι – σε αντίστοιχους πολέμους - επιδιώκουν όντως να αφομοιώσουν τους καταχτημένους ή να τους προσηλυτίσουν, ενώ οι ρατσιστές, μόνο να εξοντώσουν τους διαφορετικούς. Η σύνδεσή του ωστόσο με «το πιο σκοτεινό, πιο άγνωστο και πιο συγκροτημένο είδος μίσους: το μίσος προς τον εαυτό μας» εξακολουθεί να είναι λογικό άλμα άνευ αιτιολόγησης.
- Σχολιάζει αυτά που είπε ο Μαρλό για τον πόλεμο στον οποίο συμμετείχε: «Είθε η νίκη σε αυτό τον πόλεμο να ανήκει σε όσους πολέμησαν χωρίς να τον αγαπούν», και κρίνει πως ο Μαρλό «εκφράζει μία ελπίδα που στην πραγματικότητα διαψεύδεται σε όλους σχεδόν τους πολέμους.» Θα συμπληρώσουμε, και επαληθεύεται σε όσους πολέμους δεν έγιναν. Ο Μαρλό είπε «σε όσους πολέμησαν χωρίς να τον αγαπούν». Δεν είπε πως πολέμησαν όλοι μ’ αυτά τα συναισθήματα. Σημασία έχει αν το φιλειρηνικό κίνημα κέρδισε έδαφος – κέρδισε αφού οι πόλεμοι έχουν λιγοστέψει – και όχι αν αποσοβήθηκε το σύνολο των πολέμων. Αυτό ενδεχομένως θα συμβεί σε βάθος χρόνου, πολλών χρόνων.
- Η ανταγωνιστική φύση του ανθρώπου δεν είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από μίσος. Πολύ σωστά παρατηρεί πως την διοχετεύει ο άνθρωπος σε ειρηνικές δραστηριότητες(«αθλητισμός, οικονομικός και πολιτικός ανταγωνισμός κλπ»), πολύ άστοχο να θεωρεί πως υπάρχει οπωσδήποτε μίσος σ’ αυτές. Όχι πως λείπει, αλλά αφορά ένα μέρος των ανθρώπων και ένα μέρος της διάθεσης κάθε ανθρώπου. Όχι όλους, και όχι ταυτισμένο με την πλήρη διάθεση του καθενός. Και ασφαλώς, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πως η ειρηνική άμιλλα, ακόμη και ο ανταγωνισμός με ένα μέτρο μίσους, δεν έχει καμιά σχέση με τον πόλεμο, κι αυτό συνεπάγεται πρόοδο, βελτίωση των ανθρώπινων σχέσεων.
Νομίζουμε πως η φυσική κλίση του ανθρώπου προς την δημοκρατία, εξηγήθηκε επαρκώς. Προς την πλήρη δημοκρατία, και μάλιστα άμεσα, είναι ένα εξωπραγματικό αίτημα - ένα στοχαστικό παράπονο - αν το εννοεί κυριολεκτικά ο Καστοριάδης. Αν πρόκειται για σχήμα λόγου και το ορίζει σε ένα ιστορικά λογικό μέγεθος χρόνου, τότε το γεγονός ότι παραδέχεται πως έχουμε ήδη διανύσει μεγάλη απόσταση προς αυτή την κατεύθυνση, είναι ακλόνητο επιχείρημα υπέρ της φυσικής έξης του ανθρώπου προς την δημοκρατία.