Το ερώτημα που αιωρείται, τις εβδομάδες που ακολούθησαν την θριαμβευτική επάνοδο και νίκη του Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές είναι «αποτελεί απειλή για το κράτος δικαίου ο Τραμπ;»
Η απάντηση πρέπει να λάβει υπόψη της τα εξής δεδομένα:
Α) Η κατανόηση του κράτους δικαίου είναι αρκετά διαφορετική στην Ευρώπη απ’ ότι στην Αμερική. Αρκεί να υπομνησθεί το νόμιμο της οπλοκατοχής. Η έννοια του (αφηρημένου) κανόνα δικαίου και των δομών εφαρμογής του είναι, όπως θα δείξουμε στη συνέχεια, διαφορετική. Το ίδιο ισχύει και για το status των δημοσίων υπαλλήλων, εναντίον των οποίων ο Τραμπ στρέφεται με σφοδρότητα.
Β) Τη γνώση των πεπραγμένων των αρμών της εξουσίας στις ΗΠΑ, τουτέστιν τη γνώση των δολιχοδρομιών που το σύστημα στάθμισης ελέγχων και ισορροπιών (checks and balances) ακολούθησε κατά τις τελευταίες δεκαετίες. παρά τους κραδασμούς. Η αμερικανική δημοκρατία δοκιμάστηκε, στα τελευταία χρόνια, αλλά απέδειξε ότι αντέχει. Ιδού δύο παραδείγματα:
Οι πρώτες εκτελεστικές ενέργειες του Τραμπ που υλοποίησαν την υπόσχεσή του για την «αποδόμηση του διοικητικού κράτους» περιελάμβαναν ένα ευρύ φάσμα αντιρυθμιστικών δράσεων και έναν προϋπολογισμό που πρότεινε την περικοπή της χρηματοδότησης πολλών οργανισμών.
Το ελεγχόμενο από τους Ρεπουμπλικάνους Κογκρέσο κατήργησε με προθυμία πολυάριθμους κανονισμούς που εκδόθηκαν στα τέλη της διοίκησης Ομπάμα. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν καταργήσεις νόμων προστατευτικών του περιβάλλοντος (βλ. κατάργηση του Clean Air Act) και της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων. Αναφέρεται από πολλούς ότι αυτή ήταν μια από τις μεγαλύτερες επιθέσεις κατά του πλέγματος προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων και υπέρ μιας ευνοϊκής μεταχείρισης των βιομηχάνων.
Να σημειώσουμε, όμως, ότι στις 21 Νοεμβρίου 2017, το τμήμα 9(α) του εκτελεστικού διατάγματος κηρύχθηκε αντισυνταγματικό από τον δικαστή William Orrick III, ο οποίος εξέδωσε μόνιμη διαταγή κατά της εφαρμογής του.Το εκτελεστικό διάταγμα ανακλήθηκε από τον πρόεδρο Joe Biden στις 20 Ιανουαρίου 2021.
Ο Ντόναλντ Τραμπ στις 25 Ιανουαρίου 2017 εξέδωσε το Εκτελεστικό Διάταγμα 13768 με τίτλο « Ενίσχυση της δημόσιας ασφάλειας στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών». Το διάταγμα αναφερόταν στις «δικαιοδοσίες ασύλου», και αφορούσαν τους Δήμους, τις πόλεις που αρνούνταν να συμμορφωθούν με τα μέτρα επιβολής της μετανάστευσης. Αυτές δεν ήταν, πλέον, «επιλέξιμες για να λάβουν ομοσπονδιακές επιχορηγήσεις, εκτός εάν αυτό κρινόταν απαραίτητο για σκοπούς επιβολής του νόμου» από τον Γενικό Εισαγγελέα των ΗΠΑ ή τον Υπουργό Εσωτερικής Ασφάλειας.
Σχεδόν, αμέσως μετά την έκδοσή του, ασκήθηκαν νομικές προσφυγές κατά του διατάγματος από το Σαν Φρανσίσκο (με την υποστήριξη της Πολιτείας της Καλιφόρνια) και από πολλές άλλες πόλεις και κομητείες. Στα τέλη Απριλίου 2017, ομοσπονδιακό δικαστήριο εξέδωσε προσωρινή διαταγή που ανέστειλε σε εθνικό επίπεδο την εφαρμογή του εκτελεστικού διατάγματος, κρίνοντας ότι οι δήμοι και οι πόλεις ήταν πιθανό να δικαιωθούν επί της ουσίας της προσφυγής τους.
Γ) Η γιγάντωση της παγκοσμιοποίησης και η υπερσυγκέντρωση εξουσίας στα ΜΜΕ και τα ΜΚΔ. O Tράμπ δεν χρησιμοποίησε, απλώς, τα ΜΜΕ αλλά δημιούργησε δικά του με πρωταρχικό σκοπό να λειτουργήσει μέσα απ’ αυτά ένα παράλληλο σύστημα οικονομικής και πολιτικής ισχύος. Όσοι παρακολουθούν στενότερα τις εξελίξεις στα κρυπτονομίσματα θα γνωρίζουν ότι ο Ντόναλντ Τραμπ υποσχέθηκε να απολύσει, την πρώτη ημέρα της διακυβέρνησής του, τον πρόεδρο της αμερικανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Γκάρι Γκένσλερ, ο οποίος παραμένει σκεπτικός έναντι της αγοράς των κρυπτονομισμάτων.
Με βάση τα προηγούμενα μπορούμε να ανιχνεύσουμε ορισμένες απαντήσεις στο ερώτημά μας.
Α) Διωγμοί δημοσίων υπαλλήλων και απολύσεις
Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την κατάργηση των δικλείδων ασφαλείας που παρείχε σε εργαζόμενους και θεσμούς διακυβέρνησης το διοικητικό κράτος.
Ο Πρόεδρος Τραμπ έχει υποστηρίξει ότι οι ομοσπονδιακοί υπάλληλοι «καταστρέφουν αυτή τη χώρα» ότι είναι «απατεώνες και ανέντιμοι άνθρωποι», και ότι «θα λογοδοτήσουν». Πολλοί συνδικαλιστές, εκφράζουν τον φόβο για εκκαθαρίσεις χιλιάδων ομοσπονδιακών υπαλλήλων με τη χρήση αμφιλεγόμενων μεθόδων για την αναμόρφωση της γραφειοκρατίας. Εκφράζονται, επίσης, φόβοι για την έξαρση της διαφθοράς, μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων και μαζική κατάργηση κυβερνητικών υπηρεσιών πιθανολογούνται με την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο.
Ο Τραμπ έχει δηλώσει την υποστήριξή του για την αναβίωση του εκτελεστικού διατάγματος «Schedule F» που εξέδωσε τις τελευταίες ημέρες της προηγούμενης διακυβέρνησής του, βάσει του οποίου τμήματα του ομοσπονδιακού εργατικού δυναμικού θα μπορούσαν να απογυμνωθούν από την προστασία της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων και να επαναπροσδιοριστούν ως μετακλητοί .
Οι υποστηρικτές της πολιτικής του υποστήριζουν ότι έχουν εντοπίσει 50.000 ομοσπονδιακούς υπαλλήλους που τους θεωρούν ότι καλύπτουν πολιτικές θέσεις κι, αφού αυτοί απολυθούν, οι θέσεις τους θα καλυφθούν από αρεστούς στον Πρόεδρο υπαλλήλους, κάτι σαν αυτό που, στην δική μας περίπτωση, αποκαλούμε μετακλητούς. Κάτι τέτοιο θα γύριζε την Αμερική πολλά χρόνια πίσω κι από μνημειώδεις κατακτήσεις, όπως είναι η Pendleton Act, ο νόμος του 1883 που επέβαλε την αξιοκρατία στις ΗΠΑ και κατήργησε το σύστημα των λαφύρων («Ο νικητής τα παίρνει όλα»).
Το επιχείρημα του Τραμπ δεν ευσταθεί, αφού αυτές οι θέσεις αποτελούν ανώτερες διοικητικές θέσεις σε νευραλγικές υπηρεσίες, οι κάτοχοι των οποίων δεν υπήρξαν φιλικοί προς τον Τραμπ κατά την περίοδο των δικαστικών διαμαχών που είχε στο παρελθόν. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται ελεγκτικοί μηχανισμοί όπως η Επιτροπή Kεφαλαιοαγoράς και μηχανισμοί ασφαλείας όπως το FBI.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης διακυβέρνησής του, ο Τραμπ ψαλίδισε τα εργασιακά δικαιώματα των υπαλλήλων, μείωσε το χρονικό πλαίσιο για συλλογικές διαπραγματεύσεις, έδωσε εντολή στις υπηρεσίες να μην διαπραγματεύονται για ορισμένα θέματα, περιόρισε τον επίσημο χρόνο εργασίας που μπορεί να αφιερώνουν οι ομοσπονδιακοί υπαλληλοι σε συνδικαλιστικές υποθέσεις και μείωσε ορισμένες εγγυήσεις που αφορούσαν την δικαστική προστασία τους.
Β) Παρεμβάσεις στη λειτουργία του Συνταγματικού Δικαστηρίου
Το Συνταγματικό Δικαστήριο στις ΗΠΑ έχει ιδιαίτερη κοινωνική βαρύτητα αφού αποφαίνεται περί της συνταγματικότητας κρίσιμων κοινωνικών θεμάτων (πχ η φυλετική δικαιοσύνη, η θρησκευτική ελευθερία και οι αμβλώσεις). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την πολιτικοποίηση του.
Ο διορισμός των δικαστών γίνεται με βάση τις επιλογές του εκλεγμένου Προέδρου και των βουλευτών του Κογκρέσου και όχι με βάση την επαγγελματική κατάρτιση ή εξέλιξή τους.
O Trump ελέγχει σήμερα 5 από τους 9 δικαστές του Δικαστηρίου, μεταξύ αυτών τον Μπρετ Κάβανο και την Εϊμι Μπάρετ που είναι γνωστή για τις συντηρητικές απόψεις της για το Obamacare, τις αμβλώσεις, τα δικαιώματα των LGBTQ+ και το περιβάλλον. Η συντηρητική στροφή του Δικαστηρίου οδήγησε στην ανατροπή μιας σειράς φιλελεύθερων και προοδευτικών αποφάσεων και το Δικαστήριο έγινε ο μεγαλύτερος υποστηρικτής της «πλουτοκρατίας και της διαπλοκής», όπως έγραψε η εφημερίδα Guardian.
Δ) Ο Τραμπ και η συγκρότηση της κυβέρνησης
Δεν υπάρχουν σαφείς κανόνες για την οργάνωση της κυβέρνησης και την διαδικασία παραγωγής του κυβερνητικού έργου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία διαρκών τριβών μεταξύ των τμημάτων της κυβέρνησης (διάβαζε, υπουργείων και υπηρεσιών). Έχει λεχθεί ότι η απουσία κανόνων- πέραν εκείνων που θέτει το Κογκρέσο- στη λειτουργία της κυβέρνησης είναι «η τρύπα του αμερικανικού Συντάγματος».
Ο Τραμπ παρακάμπτει το θεσμικό κενό και αντί για την κάλυψή του εμφανίζει ένα αμφιλεγόμενο πρόσπωπο τον Elon Mask στον οποίο ανακοίνωσε ότι θα αναθέσει τον συντονισμό του κυβερνητικού έργου.
Μέχρι τώρα όσα έχουν ακουστεί είναι τετριμμένα. Προέρχονται από μια δεξαμενή προτάσεων και ιδεών του New Public Management που συζητούνται σε διάφορες παραλλαγές τα τελευταία 50 χρόνια. Από το «to run the state like a business» μέχρι το «Lean State» έχουν δοκιμαστεί με διαφορετικό βαθμό επιτυχίας μοντέλα διοίκησης για τη στήριξη της επιχειρηματικότητας τα οποία όμως δεν προκρίνουν την κατεδάφιση του δημόσιου τομέα.
Μια άλλη επιλογή του Τραμπ που έχει προκαλέσει πολλά σχόλια είναι η επιλογή του Ματ Γκετς για τη θέση του υπουργού Δικαιοσύνης. Ο Γκετς συγκαταλέγεται μεταξύ των πολιτικών που υπερασπίζονται την εισβολή στο Καπιτώλιο και αγωνίστηκε για να αποτρέψει τη βράβευση των αστυνομικών που τραυματίστηκαν τον Ιανουάριο του 2021 μαχόμενοι εναντίον των πραξικοπηματιών. Κατηγορήθηκε πως πλήρωσε για να κάνει σεξ με ανήλικο, που φέρεται να είχε στην κατοχή του παράνομες ναρκωτικές ουσίες. Υπάρχουν, επίσης φήμες ότι περιβάλλεται από αρνητές του Ολοκαυτώματος, νεοναζί και εγκληματίες πολέμου.
Πιο πολύ σημαντικό, πάντως, από την επιλογή των προσώπων που θα στελεχώσουν την κυβέρνηση είναι μια πολύ πρόσφατη είδηση ότι ρεπουμπλικανοί βουλευτές και γερουσιαστές αντιδρούν σε σκέψεις που αποδόθηκαν στον Ντόναλντ Τραμπ να παρακάμψει την «κάθε άλλο παρά εθιμοτυπική ακρόαση και συναίνεση που πρέπει να δώσουν για την επιλογή υπουργών, γραμματέων και διοικητών». (The Hill, 11/12/2024).
Ε) Ο Τραμπ και οι ένοπλες δυνάμεις
Ο Τραμπ ακολουθεί την ίδια διχαστική στρατηγική και στις ένοπλες δυνάμεις. Ως, κατά το Σύνταγμα, «αρχιστράτηγος», με ευρύτατες διοικητικές αρμοδιότητες, δηλώνει ότι θα καθαρίσει τον «woke» στρατό και καταρτίζει μαύρες λίστες με αξιωματικούς που θα απολύσει. Στο στόχαστρο βρίσκονται αξιωματικοί που συνδέονται με τον στρατηγό Μιλέι, αρχηγό του Γενικού Επιτελείου η με την χαοτική απομάκρυνση από το Αφγανιστάν.
Αν οι πληροφορίες επιβεβαιωθούν θα πρόκειται για άνευ προηγουμένου αναδιάρθρωση του Πενταγώνου.
Η συζήτηση δεν πρέπει, ωστόσο, να περιοριστεί στις επιλογές των προσώπων και το ταμπεραμέντο του Τραμπ αλλά πρέπει να υπεισέλθει στα βαθύτερα προβλήματα που οδήγησαν στην ανάδειξη ενός εχθρού της αμερικανικής δημοκρατίας στην εξουσία.
ΣΤ) Ο Προεδρισμός
Υπάρχει, εδώ και χρόνια, μια διολίσθηση στον «προεδρισμό» που αποστερεί το Κογκρέσο και τη Γερουσία από ουσιαστικές αρμοδιότητες ελέγχου.
Αυτό έγινε μέσω της βαθμιαίας διεύρυνσης της εξουσίας του Προέδρου να λαμβάνει αποφάσεις που, κατά το Σύνταγμα, πρέπει να λαμβάνουν άλλα επίπεδα της εκτελεστικής λειτουργίας, όπως είναι οι μάνατζερς οργανισμών και επιχειρήσεων (regulations).
Στις αρχές της δεκαετίας του '70, το Kογκρέσο ενέκρινε μια σειρά φιλόδοξων προγραμμάτων που αφορούσαν θέματα υγείας, ασφάλειας και προστασίας του περιβάλλοντος, ως αντίδραση στις ανησυχίες που διατυπώνονταν από τους πολίτες.
Σύμφωνα με την πρακτική που, επί χρόνια επικρατούσε, οι μεν νόμοι είναι, κατ’ ουσία, πλαίσια εντός των οποίων θα πρέπει να συγκεκριμενοποιηθούν οι ad hoc αποφάσεις για κάθε πεδίο και δομή πολιτικής. Οι νόμοι δίνουν εντολή σε υπηρεσίες με κανονιστική αρμοδιότητα να εκδώσουν συγκεκριμένες αποφάσεις για τα θέματα που πραγματεύονται εντός των παραμέτρων που αυτοί έθεταν.
Για παράδειγμα, εκδότης της νομοθεσίας για τα λεπτομερή χαρακτηριστικά των φρένων των αυτοκινήτων που απαιτούνται για την ασφαλή οδήγηση ήταν η Εθνική Διοίκηση Ασφάλειας Οδικής Κυκλοφορίας (National Highway Traffic Safety Administration) (NHTSA) και όχι το Κογκρέσο. Ομοίως, η Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος (EPA), και όχι το Κογκρέσο, καθόρισε τα πρότυπα για τον έλεγχο της ρύπανσης και η Υπηρεσία Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία (OSHA), και όχι το Κογκρέσο, τις απαράδεκτα επικίνδυνες δραστηριότητες στον χώρο εργασίας.
Η θέσπιση κανόνων με σημαντικές συνέπειες για την αμερικανική βιομηχανία διέγειρε το ενδιαφέρον των Προέδρων που άρχισαν να παρεμβαίνουν στη διαδικασία εκδοσής τους.
Και είναι ο Ρόναλντ Ρέιγκαν ο πρώτος Πρόεδρος που, το 1980, εξέδωσε εκτελεστικό διάταγμα για την ίδρυση του Γραφείου Πληροφοριών και Ρυθμιστικών Υποθέσεων (OIRA), μιας υπηρεσίας του Λευκού Οίκου που αποτελούσε τμήμα του Γραφείου Διαχείρισης και Προϋπολογισμού (OMB) που εποπτεύεται από τον Πρόεδρο. Το διάταγμα επέβαλε σ’ όλες τις εκτελεστικές υπηρεσίες, να αναλύουν το κόστος και τα οφέλη των ρυθμιστικών κανόνων και να επιλέγουν εναλλακτικές λύσεις που προκαλούνται από τη θέσπισή τους καθώς και να κοινοποιούν τα οφέλη σε σχέση με το κόστος που επιβάλλεται στους διοικούμενους.
Οι συντηρητικοί επικεντρώθηκαν στην κατάργηση πολλών διατάξεων που θεωρήθηκαν ότι τροφοδοτούν τη γραφειοκρατία εις βάρος των επιχειρήσεων, παραμελώντας τις αρνητικές επιπτώσεις των δραστηριοτήτων τους στο περιβάλλον, την κοινωνική συνοχή η την ισότητα στα φύλα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι την πολιτική του James Watt, υπουργού περιβάλλοντος του Ρέηγκαν ακολούθησε και ο υπουργός Ryan Zinke της πρώτης κυβέρνησης Trump. Ο Zinke, πέραν των σκανδάλων για οικονομικές συναλλαγές και διασυνδέσεις με ισχυρούς παίχτες στη βιομηχανία της ενέργειας, ακύρωσε τις ρυθμίσεις που αφορούσαν τις γεωτρήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου καθώς και τις εξορύξεις με παράλληλη προστασία της άγριας ζωής που είχε θεσπίσει ο πρόεδρος Ομπάμα.
Σημειώνουμε, όμως, ότι κατά την εφαρμογή της κανονιστικής μεταρρύθμισης την περίοδο της διοίκησης Ρήγκαν, τα έγγραφα της Ανάλυσης Επιπτώσεων στόχευαν στην πληρέστερη ανάλυσή τους χωρίς, όμως, να αποσπούν τον έλεγχο και την ευθύνη για τη λήψη αποφάσεων από τους διοικητές των υπηρεσιών.
Αυτό, όμως, άλλαξε κατά τη διακυβέρνηση του Δημοκρατικού προέδρου Κλίντον. Οι αναθεωρήσεις του στο εκτελεστικό διάταγμα του Ρήγκαν, το EO 12866, οδήγησαν στη δημιουργία μιας επιπλέον γραφειοκρατικής δομής, όπου κάθε εκτελεστική υπηρεσία θα πρέπει να δημιουργήσει μια θέση στην εσωτερική του ιεραρχία με αρμοδιότητα την εποπτεία της εφαρμογής της κανονιστικής μεταρρύθμισης και τη διασφάλιση του συντονισμού της με την OIRA.
Ουσιαστικά ένας οργανισμός δεν μπορεί να εκδίδει μια κανονιστική απόφαση, δίχως τη συμφωνία της OIRA. Ενώ, φαινομενικά, δεν θίγεται η κυριότητα της διοικητικής υπηρεσίας να μπορεί να εκδώσει και να εφαρμόσει την κανονιστική ρύθμιση, η υποχρέωση συμφωνίας με μια προεδρική υπηρεσία έβαλε τον Πρόεδρο «από την πίσω πόρτα».
Το επόμενο βήμα του Προέδρου Μπους ολοκλήρωσε τον προεδρικό έλεγχο στη διαδικασία λήψης απόφασης, παρακάμπτοντας το Κογκρέσο. Με δικό του διάταγμα μετέτρεψε τον υπάλληλο του οργανισμού που ήταν υπεύθυνος για τον συντονισμό με την OIRA σε προεδρικό υπάλληλο. Αυτός είναι, πλέον, κάποιος που διορίζει ο ίδιος ο Πρόεδρος στον οποίο, μάλιστα, δόθηκε δικαίωμα βέτο στις αποφάσεις του οργανισμού.
Ειρήσθω, εν παρόδω, ότι η πρακτική αυτή αντί να στιγματίζεται βρήκε πολλούς υπερασπιστές μεταξύ των ακαδημαϊκών. Στο Harvard Law Review δημοσιεύτηκαν, στα προγούμενα 5 χρόνια πολλά άρθρα υπέρ του προεδρισμού από επιφανείς ακαδημαϊκούς και δικαστές, όπως η Gillian Metzger και η Elena Kagan.
Ο δρόμος για ακόμη μεγαλύτερο προεδρικό έλεγχο έχει ανοίξει.
Η πρόβλεψη
Δεν γνωρίζω εάν αποδίδει την πραγματικότητα ή είναι μια επιθυμία του Τομ Φίτον, επικεφαλής της συντηρητικής οργάνωσης Judicial Watch, μιας από τις πάμπολλες που υπάρχουν στις ΗΠΑ και διακηρύσσουν ότι μάχονται για την ακεραιότητα και την πάταξη της διαφθοράς σε όλα τα επίπεδα διοίκησης, η δήλωση που ανέβηκε στην πλατφόρμα Truth Social του εκλεγμένου προέδρου, ότι «Ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε σήμερα ότι θέλει να κηρύξει κατάσταση εθνικής ανάγκης προκειμένου να εφαρμόσει το σχέδιό του των μαζικών απελάσεων μεταναστών και επιβεβαίωσε ότι σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τις ένοπλες δυνάμεις προς αυτήν την κατεύθυνση».
Λέγεται από πολλούς Ευρωπαίους ότι οι Αμερικανοί δεν έχουν βιώσει δημοκρατικές εκτροπές, χούντες και φασισμό όπως εμείς. Υπαινίσσονται ότι πολλοί από τους τραμπιστές δεν έχουν συνείδηση των επιπτώσεων των λόγων τους και μάλλον δεν μπορούν- η, ακριβώς, γι αυτό, μπορούν;- να συνοδευτούν από μια πραγματική εκτροπή λόγω άγνοιας κινδύνου.
Προσωπικά, δεν θεωρώ ότι η επικινδυνότητα των προσώπων είναι αρκετή για να επέλθουν καταστροφικά αποτελέσματα στην διακυβέρνηση. Πιστεύω ότι τα θεσμικά κενά και οι αντιμεταρρύθμιση που ακύρωσε τις θεμελιώδεις αρχές επί των οποίων στηρίχθηκε η αμερικανική δημοκρατία είναι πολύ περισσότερο επικίνδυνη.
Με τον Τραμπ, πάντως, η Αμερική δοκιμάζει τα όριά της. Πιστεύω, όμως, ότι θα τα καταφέρει και θα βγει νικήτρια από την αναμέτρηση αυτή.