Κανείς σοβαρός παρατηρητής δεν αμφιβάλλει ότι η πολιτική που μας επιβλήθηκε από την ΕΕ σε αντάλλαγμα της στήριξης της δημοσιονομικής σταθεροποίησης, είναι στην ουσία του ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της Ελληνικής οικονομίας και δημόσιας διοίκησης, για να αντιστοιχιστεί με τα μέσα λειτουργικά χαρακτηριστικά της Ευρώπης. Προφανώς, το συγκεκριμένο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού έχει ορισμένα συντηρητικά ιδεολογικά χαρακτηριστικά, για τα οποία χωράει πολλή συζήτηση. Αλλά αυτό δεν είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του. Η βασική στόχευσή του είναι να μετακινήσει την ελληνική οικονομία, από τον λαϊκιστικό κρατισμό (σοβιετικό καπιταλισμό, το ονόμασαν ορισμένοι), σε μια σύγχρονη οικονομία της αγοράς. Καθώς επίσης, να αναμορφώσει τη δημόσια διοίκηση, ώστε να εξυπηρετεί ένα πραγματικό κράτος δικαίου, με ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά κοινωνικής αλληλεγγύης. Τα επώδυνα μέτρα που τα «μνημόνια» προβλέπουν, θα μπορούσε να θεωρηθούν και ως θυσίες που απαιτούνται για να γεφυρωθεί η αμεσότητα των αναγκών με τις μεσομακροπρόθεσμες στοχεύσεις της εκσυγχρονιστικής πολιτικής. Υπό την έννοια αυτή, δικαιολογούνται ως μεταβατικά και προσωρινά. Επιβάλλουν εσωτερική υποτίμηση ως ενδιάμεση κατάσταση, προκειμένου η ελληνική οικονομία να προχωρήσει, στο χρόνο που απαιτείται, σε μια «αξιοπρεπέστερη» αποκατάσταση της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της.
Το σχέδιο αυτό τέθηκε ως πρόκριμα στις πρόσφατες εκλογές και απορρίφθη¬κε από το εκλογικό σώμα με μεγάλη πλειοψηφία. Αυτό θα έπρεπε να είναι αναμενόμενο και να μη εκπλήξει κανένα. Λειτούργησε η αρχή «κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει…» που είναι η βασική συμπεριφορική έκφραση οποιουδήποτε κοινωνικού σώματος έχει εκπαιδευτεί επί δεκαετίες στην πρακτική του λαϊκισμού και της πελατειακής πολιτικής. Μέχρις εδώ, τα πράγματα είναι σαφή. Το ζήτημα είναι, τι μπορούμε να προβλέψουμε για τη συνέχεια. Σε αυτή την άσκηση θα επιδοθώ στις επόμενες παραγράφους, καθοδηγημένος από τη σκέψη ότι οι δύο πρωταγωνιστές του εξευρωπαϊσμού της χώρας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Κώστας Σημίτης, είναι πολύ πιθανό να αποδειχτούν πολύ σοφότεροι και προβλεπτικοί από ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Δεν μπορώ να ξέρω -επειδή δεν έχω σχετικά στοιχεία- κατά πόσο οι δύο αυτοί σημαντικοί πολιτικοί ηγέτες είχαν πλήρη συνείδηση όχι μόνο των αμέσων αποτελεσμάτων της εξευρωπαϊστικής πολιτικής τους, αλλά και των νομοτελειών που η πολιτική τους έθετε σε ενέργεια. Ειδικά για την περίπτωση του Σημίτη, διερωτώμαι μήπως είχε υπολογίσει ποτέ, ότι η είσοδός μας στην Ευρωζώνη θα καθιστούσε τον εκσυγχρονισμό της χώρας αναπόφευκτο και όχι απλώς εφικτό. Ας βάλουμε τώρα σε μια σειρά τις σκέψεις μας.
Στα δύο χρόνια που πέρασαν από τη δημοσιονομική κατάρρευση της χώρας μας και με την οπτική αντίστοιχων κινδύνων για τις γνωστές χώρες που τελούν σήμερα υπό εποπτεία της ΕΕ και του ΔΝΤ, η μεν ΕΕ απέκτησε εσπευσμένως θεσμούς και εργαλεία που θεμελιώνουν μια εν εξελίξει κατασκευή συστήματος ευρωπαϊκής δημοσιονομικής και νομισματικής διακυβέρνησης, η δε Ελλάδα, είδε το χρέος της, από ιδιωτικό να μετατρέπεται βαθμιαία σε κρατικό (ΕΕ-sovereign), με την τελευταία δανειακή σύμβαση και το PSI. Ακόμη και τα νέα κουρεμένα ομόλογα που βρίσκονται (η θα βρεθούν) στα χέρια ιδιωτών (θεσμικών ή ατόμων), θα τελούν υπό την εγγύηση της ΕΕ, δια μέσου της δανειακής σύμβασης που προβλέπει την ομαλή καταβολή των τοκοχρεολυσίων μέχρις ότου η Ελλάδα «βγει στις αγορές». Δηλαδή, μέχρις ότου υπάρξει έξωθεν μαρτυρία ότι έπιασε το ελάχιστο απαιτούμενο του εκσυγχρονισμού, που της επιτρέπει να παίζει ως κανονικός παίχτης στη διεθνή κεφαλαιαγορά και χρηματαγορά. Με τον τρόπο αυτό, οι σχέσεις της χώρας με τους πιστωτές της, από οικονομικές (αγοραίες), μετατρέπονται σε πολιτικές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το εθνικό πολιτικό σύστημα. Αυτό είναι δύσκολο να το αντιληφθεί ο μέσος ψηφοφόρος, αλλά θα είναι απογοητευτικό να φανταστούμε ότι δεν το αντιλαμβάνονται οι πολιτικοί ηγέτες.
Στην προοπτική αυτή φαίνεται τώρα να διαφωνεί το ελληνικό εκλογικό σώμα. Έχει, άραγε, πρακτικό νόημα η διαφωνία του και αν ναι, ποιο είναι; Ας δούμε τις εναλλακτικές απαντήσεις που προσφέρονται στο ερώτημα αυτό.
Το πολιτικό παιχνίδι που βρίσκεται σε εξέλιξη αυτή την ώρα, συνοψίζεται ως εξής: Όλοι οι πολιτικοί σχηματισμοί, νικητές και ηττημένοι, υποστηρίζουν ότι «πήραν το μήνυμα» ότι ο λαός δεν θέλει τα «μνημόνια». Με εξαίρεση το ΚΚΕ, που σε όλη αυτήν την ιστορία βλέπει τα προμηνύματα του αρμαγεδώνα του καπιταλιστικού συστήματος και ευαγγελίζεται την ανάσταση του Κυρίου (του Στάλιν, δηλαδή) που θα σώσει μια και καλή την ανθρωπότητα από πάσα νόσον και δοκιμασία, όλοι οι άλλοι μιλούν είτε για κατάργηση των «μνημονίων», είτε για επαναδιαπραγμάτευσή τους. Για να γίνει σοβαρή η συζήτηση, ας εξαιρέσουμε και τους Ανεξάρτητους Έλληνες, που με την ευκαιρία ζητούν και πόλεμο με την Τουρκία και όποιους άλλους «άμα λάχει να πούμε». Το συμπέρασμα είναι, επομένως, ότι το σύνολο των σοβαρών πολιτικών σχηματισμών έχουν θέσει, ο καθένας με τον τρόπο του, ζήτημα νέας πολιτικής για το αντάλλαγμα της δημοσιονομικής υποστήριξης της Τρόικας. Σε αυτό το ζήτημα, τι μπορεί να αντιπαρατάξει η Τρόικα (γράφε ΕΕ) σήμερα;
Τρία είναι τα πιθανά σενάρια: Σύμφωνα με το πρώτο, η Τρόικα αποφασίζει να παραμείνει αμετακίνητη στα συμπεφωνημένα. Το δεύτερο σενάριο είναι, η Τρόικα να δεχτεί διαπραγμάτευση με τους δικούς της, όμως, όρους. Στο τρίτο σενάριο, η Τρόικα «τρομάζει» για τις συνέπειες μιας ελληνικής εξόδου από την Ευρωζώνη και για τούτο υποχωρεί προτροπάδην σε αιτήματα τύπου ΣΥΡΙΖΑ. Το ερώτημα τώρα είναι ποια είναι η πιθανότερη αντίδραση της ΕΕ στα τρία αυτά εξαντλητικά σενάρια.
Κατά πρώτο, η Τρόικα (ουσιαστικά η ΕΕ) δεν έχει λόγους αρχής για να μη δεχτεί κάποια αναδιαπραγμάτευση. Αυτή, έτσι κι αλλιώς γίνεται και θα γίνεται ανά τρίμηνο περίπου. Στις δανειακές συμβάσεις υπάρχουν πολλά σημεία που δεν αποκλείουν παραμετρικές προσαρμογές. Είναι τα σημεία που επιδέχονται «ισοδύναμα» κατά την έκφραση του συρμού. Ακόμη και σκληρά σημεία των συμφωνιών, όπως είναι η μείωση του εργατικού κόστους, χωρούν αναπροσαρμογή. Για παράδειγμα, αν προταθούν ισοδύναμες μεταβολές για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, δεν βλέπω να έχει λόγους η ΕΕ να τις αρνηθεί – εφόσον, βέβαια, είναι ρεαλιστικές και τεκμηριωμένες. Υπάρχουν, όμως, και προβλέψεις, που είναι ανελαστικές. Αυτές οι τελευταίες σχετίζονται οργανικά με τον γενικό σκοπό του εκσυγχρονισμού. Για παράδειγμα η αποσυντεχνιοποίηση της αγοράς εργασίας και η κατάργηση της κρατικής διατίμησης της εργασίας, προφανώς είναι μέτρα οργανικού εκσυγχρονιστικού χαρακτήρα. Είναι, λοιπόν, φανερό, ότι με μια καλόπιστη επαναδιαπραγμάτευση των δανειακών συμβάσεων (μνημονίων), πιθανόν να προκύψουν ελαφρύνσεις του βραχυχρόνιου κοινωνικού κόστους του εκσυγχρονισμού. Αυτό είναι το καλό (δεύτερο) σενάριο. Είναι το σενάριο όπου η Τρόικα δέχεται την επαναδιαπραγμάτευση με τους δικούς της όρους.
Σύμφωνα με το τρίτο σενάριο, η Τρόικα τρομάζει για τις συνέπειες μια άρνησης της Ελλάδος να εφαρμόσει τα συμφωνηθέντα και να θέσει εαυτήν εκτός ευρωζώνης και αποδέχεται ασυζητητί μια κατάσταση όπως περιγράφεται από το αιτηματολόγιο του ΣΥΡΙΖΑ. Το ερώτημα που φυσιολογικά θέτει το ερώτημα αυτό, είναι κατά πόσο η ΕΕ έχει πράγματι σοβαρούς λόγους για να τρομάξει μπροστά σε απειλές αυτού του είδους. Η απάντηση είναι προφανώς, όχι, υπό τις παρούσες συνθήκες. Η αποδοχή ότι είναι δυνατόν να νομιμοποιηθεί η εγκατάσταση μέσα στην Ευρωζώνη μέλους που θα έχει κερδίσει το προνόμιο του μη εκσυγχρονισμού, είναι πέρα από κάθε φαντασία. Διότι, απλούστατα, για να επιβιώσει ένα τέτοιο μέλος, θα πρέπει η Ευρωζώνη και ολόκληρη η ΕΕ να δεσμευθεί σε αιώνια χρηματοδότηση των ελλειμμάτων που συνεπάγεται η καθυστέρηση, χωρίς ελπίδα τερματισμού αυτής της αιμορραγίας κοινοτικών πόρων. Μια τέτοια προοπτική, είναι ακριβώς ο παράγοντας που μπορεί να τινάξει στον αέρα όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Γι’ αυτό και μόνο το λόγο, η ΕΕ δεν μπορεί να δεχτεί έναν τέτοιον «εκβιασμό».
Έτσι, στην ουσία, το τρίτο σενάριο συναιρείται με το πρώτο. Δηλαδή το σενάριο όπου η Τρόικα μένει αμετακίνητη στα συμπεφωνημένα και μεταφέρει το βάρος της επόμενης κίνησης στην Ελλάδα. Τι μπορεί να απαντήσει η Ελλάδα μπροστά στην αδιαλλαξία αυτή; Και ποια θα είναι η επόμενη κίνηση που έχει στη διάθεσή της η ΕΕ;
Αν η Τρόικα επιμείνει στην τήρηση των συμφωνηθέντων, αυτό σημαίνει ότι η χώρα μας αναγκάζεται να επιλέξει ανάμεσα σε δύο εφικτές κινήσεις: Η πρώτη, μπορεί να είναι να αναπροσαρμόσει τη δημοσιονομική πολιτική της για να προσαρμοστεί στη διακοπή τής ευρωπαϊκής χρηματοδότησης. Η κίνησή της αυτή, θα οδηγήσει σε βίαιη εσωτερική υποτίμηση, με πιθανότατες τις ανεξέλεγκτες κοινωνικές αντιδράσεις. Η δεύτερη, μπορεί να είναι η εκούσια έξοδος από το ευρώ. Στην δεύτερη αυτή περίπτωση, θα έχουμε μια δραματική εσωτερική υποτίμηση, χωρίς κανένα μαξιλάρι, με τις ίδιες και μακροχρόνια χειρότερες επιπτώσεις από ό,τι θα είχε η εσωτερική υποτίμηση χωρίς έξοδο από το ευρώ. Καμία λογική ελληνική κυβέρνηση δεν θα προέκρινε τέτοιες λύσεις, παρά μόνον εάν δεν είχε συνείδηση της κατάστασης. Ας υποθέσουμε, όμως, ότι γίνεται αυτό το λάθος.
Πως θα αντιδρούσε η ΕΕ και στις δύο αυτές πιθανές κινήσεις της χώρας μας;
Στην πρώτη περίπτωση, δεν θα είχε σοβαρό λόγο να «σπρώξει» την Ελλάδα εκτός ευρώ. Τουλάχιστον μέχρι το 2015. Και τούτο, επειδή έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει να χρηματοδοτεί, την φορά αυτή απ’ ευθείας, τους ιδιώτες πιστωτές της Ελλάδας, χρεώνοντας το λογαριασμό στην ελληνική κυβέρνηση και μετατρέποντας έτσι το ιδιωτικό εξωτερικό χρέος σε δημόσιο ευρωπαϊκό. Με τον τρόπο αυτό, «τιμά» τις υποχρεώσεις σε ευρώ και μειώνει την επιθετικότητα των αγορών στο ευρωπαϊκό νόμισμα, ενώ παράλληλα αποκτά περισσότερους «πόντους» για να ασκήσει στον κατάλληλο χρόνο πολιτικές πιέσεις στην Ελλάδα για να την φέρει πίσω στο «σωστό δρόμο». Δηλαδή, αφήνει χρονικό περιθώριο στην Ελλάδα για να ξανασκεφτεί τα πράγματα, κάτω όμως από τη δαμόκλειο σπάθη ότι στο τέλος του χρόνου αυτού, έρχεται η ανεξέλεγκτη χρεοκοπία χωρίς ελπίδα εξωτερικής βοήθειας. Προφανώς, το πρώτο εργαλείο τέτοιων πιέσεων θα είναι η διακοπή των χρηματοδοτήσεων από τα εξισωτικά Ταμεία της ΕΕ, πράγμα που θα χειροτερέψει ακόμη περισσότερο την κατάσταση στην Ελλάδα, μέχρι να την κάνει πολιτικά αφόρητη. Το πώς θα απαντούσε σε μια τέτοια κατάσταση η χώρα μας, είναι θέμα για άλλη διερεύνηση. Πάντως δεν θα ήταν αναίμακτη μια τέτοια ανταπάντηση.
Στη δεύτερη περίπτωση, η Ελλάδα θα έχει τολμήσει μια θεαματική αυτοκτονία με το να παραμείνει, στην ουσία, εκτός διεθνούς κοινότητας και η ΕΕ θα τη μεταχειριστεί αναλόγως των συμφερόντων της και εν αγνοία των ελληνικών συμφερόντων. Δεν θα έχει κανένα λόγο να επιδείξει κοινοτική αλληλεγγύη σαν αυτή που συνεπάγεται η συμμετοχή στην Ένωση.
Πού οδηγούν αυτές οι διερευνήσεις; Μα είναι προφανές. Στο ότι η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να διακόψει το διάλογο με την ΕΕ ως μέλος της και όχι να τον ξαναρχίσει από μηδενική βάση, ως τρίτη χώρα πλέον. Και ποιο θα είναι το κέρδος της από μια τέτοια απόφαση; Απλώς η διασφάλιση της προοπτικής του εκσυγχρονισμού της.
Όλα δείχνουν, ότι ο εκσυγχρονισμός μας μάλλον γίνεται αναπόφευκτος, απλώς και μόνο επειδή έγινε η σοφή κίνηση να συμμετάσχουμε στην Ευρωζώνη. Η συμμετοχή μας, κατέστησε τη βαλκανική προοπτική -που θα ήταν η μοιραία κατάληξη της μη συμμετοχής μας- τόσο κοινωνικά δαπανηρή, ώστε μόνο πολιτικός παραλογισμός θα μπορούσε να τη φέρει σήμερα ξανά στο προσκήνιο. Αυτό θα πρέπει να το καταλάβει καλά ο κ. Τσίπρας, που μετά τις επόμενες εκλογές θα είναι αδύνατο να αρνηθεί την ευθύνη της διακυβέρνησης, ή έστω της υπεύθυνης συμμετοχής του σε αυτή. Το κόστος του «μη εκσυγχρονισμού» έχει γίνει τόσο μεγάλο, ώστε να απαγορεύει κάθε σκέψη αποφυγής του, επειδή με την ένταξη της χώρας στην Ευρωζώνη, η Ελλάδα απέκτησε ρεαλιστικά καλλίτερη επιλογή από εκείνη που θα είχε αν είχε παραμείνει εκτός ευρώ. Τότε θα μπορούσε να παρασύρεται για πολλά χρόνια από τις σειρήνες του λαϊκισμού, παραμένοντας στο περιθώριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρις ότου ερχόταν η οριστική αυτοκαταστροφή της. Θα είχε κερδίσει χρόνο ο παραλογισμός, απλώς και μόνο επειδή δεν θα είχαν περιοριστεί οι ελευθερίες επιλογής λαθών με την ένταξή της στην Ευρωζώνη. Αυτή είναι η κρυφή σοφία μια πολιτικής επιλογής, που σε μερικούς μπορεί να είχε φανεί ως παρακινδυνευμένη.
Ο Κωνσταντίνος Μ. Σοφούλης είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου