Είμαστε ό,τι διαβάζουμε

Γιώργος Σιακαντάρης 30 Δεκ 2013

Τις τελευταίες μέρες του χρόνου ρίχνω πάντα μια ματιά σε κάθε βιβλίο που έχω στη βιβλιοθήκη μου. Τα βλέπω, τα αγγίζω, τα θαυμάζω, τα ζηλεύω, αυτά και τους συγγραφείς τους, τα ξεσκονίζω, τους αλλάζω θέση, τα ξαναθυμάμαι, απορώ πού τα είχα, μα πιο πολύ τους μιλώ και μου μιλούν. Πολλά απ’ αυτά έχουν μεγάλα παράπονα από μένα, μερικά τα έχω ξεχάσει, άλλα τα διάβασα επιπόλαια, πάρα πολλά (ευτυχώς όχι τα περισσότερα) δεν τα έχω διαβάσει. Τους υπόσχομαι όμως πως όσο ζω πάντοτε μπορούν να γνωρίζουν ότι τα αγαπώ όλα. Όχι εξίσου, αλλά σίγουρα όλα έχουν μεγαλύτερο ή μικρότερο μερτικό στη ζωή μου. Σκέπτομαι αν μπορούσαν την παραμονή της πρωτοχρονιάς να κατέβαιναν από τα ράφια ο Βολταίρος, ο Ρουσώ, ο Μαρξ, ο Σαίξπηρ, ο Ντίκενς, ο Ντοστογιέφσκι, ο Μέλβιλ, αλλά και οι σύγχρονοι λογοτέχνες, ποιητές και φιλόσοφοι, τι ωραία συζήτηση θα μπορούσε να γίνει. Μέχρι και για το ποδόσφαιρο θα συζητούσαμε. Αλλά δεν πειράζει, έτσι και αλλιώς είναι πάντα εκεί και συζητούμε συνεχώς.

Η ανάγνωση ενός βιβλίου είναι ύψιστη πράξη ανθρωπιάς. Με αυτήν ο άνθρωπος εξανθρωπίζεται, καταλαβαίνει τον άλλον, ζει με τον άλλο και στον κόσμο του άλλου, μαθαίνει να τον ανέχεται. Μαθαίνει ακόμη και στην πιο βαθειά κρίση να μη γίνεται χρυσαυγίτης. Γίνεται άνθρωπος. Μαθαίνει αυτό που η ανάγνωση στην ουμανιστική περίοδο δίδαξε στους ανθρώπους, ότι η ουσία του ανθρώπου είναι οι γνώσεις του. Τότε το βιβλίο, με τη βοήθεια και του Γουτεμβέργιου, από κάτι που εξέφραζε τις εξουσίες, άρχισε να γίνεται κάτι που κινείται προς τους ανθρώπους των ελίτ. Στη συνέχεια η Μεταρρύθμιση, η Αντιμεταρρύθμιση είναι και ένας κινούμενος «βιβλικός κόσμος». Και βεβαίως μετά ήρθε ο Διαφωτισμός για να κάνει το βιβλίο εντελώς οικείο στα αστικά στρώματα.

Για να φθάσουμε έτσι στη μαζικοποίηση της ανάγνωσης κατά τα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου. Σίγουρα είναι δύσκολο να ειπωθεί με σιγουριά, αν η είσοδος των λαϊκών μαζών στην πολιτική ζωή, η μαζική κοινωνία και η δημοκρατία έφεραν στο προσκήνιο το φαινόμενο του εκδημοκρατισμού της ανάγνωσης (τότε ήσαν τα «λαϊκά αναγνώσματα», σήμερα είναι τα μπεστ σέλερ και το ηλεκτρονικό βιβλίο ) ή αντιθέτως οι «λαϊκοί αναγνώστες» έφεραν τη μαζική δημοκρατία. Μάλλον, όπως περιγράφεται στο βιβλίο η Ιστορία της Ανάγνωσης στον Δυτικό Κόσμο (εκδόσεις Μεταίχμιο), έγιναν και τα δυο μαζί. Εξάλλου οι θεωρίες της κότας και του αυγού δεν συνάδουν με την πολυπλοκότητα τόσο της Δημοκρατίας, όσο και της Ανάγνωσης.

Ο Τόμας Κούπερ υποδηματοποιός και χαρτιστής (υποστηρικτής του κινήματος που αναπτύσσεται στην Αγγλία το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα υπέρ της Χάρτας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) έγραφε στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο Η ζωή του Τόμας Κούπερ, γραμμένη από μένα (Λονδίνο 1872, σελ 57), «πίστευα ότι ήταν δυνατόν μέχρι τα εικοσιτέσσερα χρόνια μου να μάθω λατινικά, ελληνικά, εβραϊκά και γαλλικά, να καλύψω τον Ευκλείδη και τα στοιχειώδη της άλγεβρας, να αποστηθίσω ολόκληρο τον Χαμένο Παράδεισο και επτά από τα καλύτερα έργα του Σαίξπηρ, να διαβάσω ένα μεγάλο, βασικό μέρος της ιστορίας και της θεολογίας, καθώς και να εξοικειωθώ με τη σύγχρονη λογοτεχνία. Απέτυχα οικτρά, αλλά στο δρόμο κέρδισα μεγάλη χαρά».

Όσοι λοιπόν κοιτούν τα βιβλία τους και μελαγχολούν, επειδή όπως φαίνεται ποτέ δεν θα προλάβουν να τα διαβάσουν όλα, όσοι στεναχωριούνται που δεν έχουν άλλο χώρο για να τα βάλουν στη βιβλιοθήκη τους, ας μη στεναχωρούνται, γιατί αν πράγματι αγαπούν το βιβλίο τότε πάντοτε θα είναι νικητές, αφού γνωρίζουν τη χαρά της αναγνωστικής απόλαυσης. Θα μπορούν αυτοί πάντα να λένε, αυτό που είπε η επτάχρονη Σαρλότ Ελίζαμπεθ Μπράουν, κόρη ενός φτωχού ιερέα, όταν τόσο μικρή διάβασε τον Έμπορο της Βενετίας, «ήπια ένα μεθυστικό κρασί που με ζάλισε για πολλά χρόνια». Η ανάγνωση ενός καλού βιβλίου είναι υπέρτατη χαρά, είναι τελείωση της ανθρώπινης ιδιότητας, η οποία δεν είναι άλλη από την αυτόνομη γνώση και κριτική σκέψη.

Εύχομαι στους αναγνώστες των καλών βιβλίων Καλή Πρωτοχρονιά με τις οικογένειες και τους φίλους, αλλά πρωτίστως τους εύχομαι να παραμείνουν αναγνώστες, γιατί τότε θα παραμείνουν και άνθρωποι