Οι αναλύσεις και τα ρεπορτάζ που διαβάζω στον ξένο τύπο και αμφισβητούν τις προοπτικές επιτυχίας της νέας δανειακής σύμβασης διαφέρουν σε επιχειρήματα αλλά όλες ανεξαιρέτως συμφωνούν σε ένα: η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να εφαρμόσει τα μέτρα που της ζητούν οι δανειοδότες της.
Όχι επειδή είναι εκ φύσεως ανεφάρμοστα αλλά επειδή οι κυβερνήσεις δεν θα τα εφαρμόσουν, έστω και αν τα ψηφίσουν στη Βουλή – όπως συνεχώς συμβαίνει δύο χρόνια τώρα. Αλλά και αν προσπαθήσουν να τα εφαρμόσουν, θα συναντήσουν τέτοια αντίδραση από τους θιγόμενους που θα αναγκαστούν να κάνουν πίσω – όπως συνέβη πολλές φορές δύο χρόνια τώρα. Και, προσθέτουν οι αναλυτές και δημοσιογράφοι, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και οι ψηφοφόροι τους έχουν κουραστεί με την Ελλάδα και τους Έλληνες, θεωρούν ότι τους έχουν προσφέρει πολλά, δεν κατανοούν τις αντιδράσεις τους, ιδιαίτερα όταν τις συγκρίνουν με όσα συμβαίνουν στις επίσης υποβοηθούμενες Ιρλανδία και Πορτογαλία, – άρα αν οι οικονομικοί στόχοι δεν επιτευχθούν δεν θα ξανασυζητήσουν, δεν θα ανοίξουν τα κρατικά χρηματοκιβώτια. Για τον επιπλέον λόγο ότι τώρα αισθάνονται ότι μπορούν να αντέξουν τη χρεοκοπία της χώρας μας και την έξοδό της από το ευρώ, θα τους δημιουργήσει πολύ μικρότερα προβλήματα σε σχέση με πριν δύο χρόνια.
Επαληθεύεται λοιπόν ως προφητεία η προ εικοσαπενταετίας ρήση του τότε προέδρου της Δημοκρατίας κ. Σαρτζετάκη ότι «είμαστε έθνος ανάδελφον» – καταφέραμε να γίνουμε τέτοιο έθνος. Γιατί επί δύο χρόνια τώρα οι εταίροι μας στην Ένωση μας συμπαραστάθηκαν ακριβώς σαν αδέλφια. Δεν είναι πάντα ειδυλλιακές οι σχέσεις μεταξύ αδελφιών: διεκδικούν καθένα μεγαλύτερο μερίδιο από την προσοχή και την αγάπη των γονιών, τσακώνονται για τα γλυκά, διεκδικούν καθένα μεγαλύτερο χαρτζιλίκι επικαλούμενο την ηλικία του ή το φύλο του, διαφωνούν για τις ποδοσφαιρικές ομάδες ή τα συγκροτήματα ή τα κόμματα, μπορεί να συγκρουστούν και για περιουσιακά θέματα, για μερίδια κληρονομιάς – αλλά αυτές είναι «αντιθέσεις στο εσωτερικό του λαού», που έλεγε και ο πρόεδρος Μάο, δευτερεύουσες αντιθέσεις. Την κρίσιμη στιγμή, όταν έχουν να αντιμετωπίσουν εκτός οικογένειας αντίπαλο, αυτά μπαίνουν στην άκρη και εμφανίζονται η αγάπη, ως αλληλεγγύη και υποστήριξη.
Κάπως έτσι κυλούν τα πράγματα δύο χρόνια τώρα: συγκρουστήκαμε επανειλημμένα με την τρόικα αλλά την κρίσιμη στιγμή, λίγο πριν την χρεοκοπία, η δόση εκταμιευόταν, η καταστροφή απομακρυνόταν. Όμως εξαντλήθηκαν και οι πόροι και η υπομονή των Ευρωπαίων, ο άσωτος υιός μια φορά συγχωρείται, αν κάθε τρεις και λίγο κάνει το ίδιο, κανείς δεν τον συγχωρεί πια.
Αφού καταφέραμε να γίνουμε ανάδελφοι συλλογικά, κάτι που είναι αναπόφευκτο όταν κανείς πιστεύει στην ιδιαιτερότητά του και στη μοναδικότητά του (και από αυτή την άποψη, αυτοεκπληρούμενη προφητεία εκφώνησε ο Χρήστος Σαρτζετάκης), μένει να δούμε αν τουλάχιστον εντός της ελληνικής συλλογικότητας είμαστε αδέλφια ή παραμένουμε οι «αδερφοφάδες» που περιέγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης στο ομώνυμο βιβλίο του.
Για παράδειγμα, την τρόικα δεν την νοιάζει αν η όποια ελληνική κυβέρνηση αποφασίσει να πουλήσει καμιά δεκαριά ξερονήσια και με τα έσοδα καταβάλλει το επίδομα ανεργίας για 18 μήνες αντί για 12 ώσπου να αρχίσει να μειώνεται η ανεργία. Ή αν για το ίδιο διάστημα επιβάλλει ειδική εισφορά σε όσες συντάξεις είναι πάνω από 3.000 ευρώ – γιατί, ναι, υπάρχουν και τέτοιες συντάξεις. Ή αν επιβάλλει να πληρώνουν κάτι τις όσοι παίρνουν δωρεάν σχολικά βιβλία και πανεπιστημιακά συγγράμματα.
Λεφτά υπάρχουν, αλλά πρέπει αυτοί που τα έχουν να δεχθούν να τα δώσουν στους άνεργους. Θα δεχθούν, ή θα αρχίσουν οι κραυγές από όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης για «εκποίηση εθνικής περιουσίας», για «καταλήστευση των συνταξιούχων», για «κατάργηση της δωρεάν παιδείας»; Και βέβαια, όλοι θα φωνάζουν ότι φταίνε οι Γερμαναράδες – οι οποίοι αγόγγυστα δέχθηκαν να μεταφερθούν εκατοντάδες δισεκατομμύρια στην Ανατολική Γερμανία από τη Δυτική κατά την ενοποίηση των δύο Γερμανιών για να μην υπάρξουν εκεί στρατιές ανέργων και φτωχών.
Αλλά ίσως για το πρόβλημα του 1.000.000 ανέργων βρεθεί αδελφικότερη λύση αν δικαστές, εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ, ελεύθεροι επαγγελματίες, εφοριακοί, βουλευτές και άλλες προνομιούχες κατηγορίες καταφέρουν να ανατρέψουν τους σχεδιασμούς για μείωση των εισοδημάτων και των προνομίων τους και το πρόγραμμα σταθεροποίησης τιναχτεί στον αέρα, με τη συμπαράσταση των συνεπών ταξικών δυνάμεων αλλά και των κουκουλοφόρων που δεν θα χάσουν την ευκαιρία να κάψουν πάλι την Αθήνα σε επόμενες διαδηλώσεις. Τότε η χώρα θα καταρρεύσει και άλλη λύση για τους άνεργους από τη μετανάστευση δεν θα υπάρχει, όπως έγινε κατά τη δεκαετία του 1960. Έχοντας ξεφορτωθεί τους περιττούς και ενοχλητικούς, όσοι μείνουν πίσω θα είναι αδελφωμένοι και ευτυχισμένοι.
Είμαστε μόνοι μας πια, την τύχη μας την έχουμε στα χέρια μας, είμαστε εθνικά ανεξάρτητοι να αποφασίσουμε αν θέλουμε να μετριάσουμε τη δυστυχία, αν θέλουμε να μείνουμε στο ευρώ ή να τινάξουμε τη χώρα στον αέρα. Το χειρότερο είναι ότι τα δύο πρώτα απαιτούν σχεδιασμό και προσπάθεια, το τελευταίο μπορεί να γίνει και τυχαία.