Η γενιά μου, μεγάλωσε με την υποχρέωση να μισεί κάθε τι δυτικό. Μετά και ανατολικό. Ακόμα και κινέζικο, κάποια στιγμή. Όλος ο κόσμος ήταν εχθρός. Κατά καιρούς, υπήρξαν και κάποιοι που ήταν φίλοι. Αρχικά, αποκλειστικά οι Γιουγκοσλάβοι του Τίτο και οι Σοβιετικοί του Στάλιν και για λίγα χρόνια και του Χρουστσόφ, μετά οι Κινέζοι του Μάο και μετά το 1978, κανείς! Όλοι εχθροί. Για τους Γερμανούς δε, υπήρχε διπλή ανάγνωση. Οι Γερμανοί ήταν δυο. Οι καλοί του Χόνεκερ, που μας εφοδίαζαν με μηχανήματα, κυβερνητικά και όχι μόνο αυτοκίνητα, μηχανές και βιομηχανικά προϊόντα και αυτοί της Δυτικής Γερμανίας που παρέμεναν μέχρι τέλους οι εχθροί. Αυτοί «είχαν κληρονομήσει όλα τα κακά του Χίτλερ», ενώ οι άλλοι, «οι δικοί μας», είχαν προσχωρήσει «οικειοθελώς» στο κομμουνιστικό μπλοκ. Δυο δυτικοί Γερμανοί ήταν καλοί, μόνο ο Μαρξ και ο Έγκελς αλλά πουθενά δεν γραφόταν ότι ήταν Γερμανοί. Αρκούσε η φωτογραφία τους στην γνωστή τετράδα μαζί με Λένιν και Στάλιν και μετά λατρεία.
Από νήπια μάθαμε ότι υπάρχουν οι καλοί, που… εννοείται ότι ήμασταν εμείς που είχαμε δικτατορία του προλεταριάτου, και οι κακοί που είχαν αυτοκίνητα, δικά τους σπίτια, δικηγόρους, πολλά πολιτικά κόμματα που εναλλάσσονταν στην εξουσία, αρκετές εφημερίδες και βέβαια και η νεολαία τους που έπινε κόκα κόλα και τα κορίτσια φορούσαν μίνι. Εχθροί μας ήταν Γερμανοί, Αμερικανοί, Άγγλοι, Έλληνες, Ιταλοί και όλοι οι παγκόσμιοι ιμπεριαλιστές. Εχθροί, όμως, και οι Γιουγκοσλάβοι, Σοβιετικοί, Κινέζοι κλπ. που «πρόδωσαν τον Στάλιν και έγιναν ρεβιζιονιστές». Πάνω-κάτω όλοι εχθροί ήταν, ακόμα και αυτοί που διάβαζαν κρυφά το Bel-Ami του Maupassant, αλλά μόνιμοι ήταν οι Γερμανοί. Α, «για πάντα φίλοι» ήταν οι Κουβανοί του Κάστρο και οι Κόκκινοι Χμερ του Πολ Ποτ.
Μετά το ’90 νόμιζα πως είχα γλιτώσει από τους εχθρούς αλλά πλέον αναρωτιέμαι αν είμαι τόσο άτυχος που πρέπει να ζω ξανά σε μια χώρα που έχει τόσους εχθρούς αλλά και τον μόνιμο εχθρό της, την Γερμανία. Και αν για τον δικτάτορα, Ενβέρ Χότζα, οι Δυτικοί Γερμανοί ήταν «όλοι Χίτλερ», για μερικούς δημοκράτες είναι «Χίτλερ με μορφή Μέρκελ ή Σόιμπλε». Και αν οι δημοσιογράφοι του Ενβέρ Χότζα – αυτοί που ήταν, τέλος πάντων- δεν έκριναν ποτέ τους εχθρούς τους από κάποια αναπηρία τους ή κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό και τους ονόμαζαν «εχθροί του κομουνισμού», εμείς πράττουμε αλλιώς. Οι δικοί μας εχθροί, εκτός από «εχθροί» έχουν και άλλα χαρακτηριστικά. Είναι «σακάτηδες» και «καροτσάκιδες», που ενώ είναι παγκοσμίως γνωστό ότι έμειναν ανάπηροι από απόπειρα δολοφονίας εναντίον τους σε πολιτική συγκέντρωση, μπορούμε να ισχυριστούμε άφοβα ότι «τον μαχαίρωσε η φιλενάδα του» και να είναι όλα εντάξει. Ετσι; Διότι υπάρχει μια ποιοτική διαφορά και στην εχθρότητα. Άλλο να σε εχθρεύεται ένα απολυταρχικό καθεστώς, και άλλο γνωστοί δημοσιογράφοι δημοκρατικού συστήματος.
Ως εκ τούτου, είμαι με τον Σόιμπλε. Βαρέθηκα να βλέπω παντού εχθρούς. Βαρέθηκα να ακούω ότι για την πολιτική ανικανότητα φταίνε τα κιλά του τάδε, τα γυαλιά μυωπίας του άλλου, ή το καρότσι ενός τρίτου.