Οι εκλογές πέρασαν, τα προβλήματα αρχίζουν. Έτσι γίνεται πάντα, έτσι έγινε και στην κρίση –στις πρώτες εκλογές, που ανέδειξαν πρόβλημα κυβερνησιμότητας, και στις δεύτερες, που απαιτούν εξαιρετικά δύσκολες κυβερνητικές αποφάσεις. Η διαφορά της κρίσης είναι ότι δεν αφήνει λεπτό για χάσιμο. Όλα τα μάτια, στο εξωτερικό και το εσωτερικό, είναι στραμμένα σε αυτή τη νέα και από πολλές απόψεις πρωτόγνωρη κυβέρνηση. Περιμένοντας εντελώς διαφορετικά πράγματα.
Στο εσωτερικό, δύο είναι τα δεδομένα και άλλα τόσα τα ανοιχτά στοιχήματα. Δεδομένο πρώτο: με το χρόνο που χάθηκε λόγω της μακράς εκλογικής περιόδου και το χρόνο που χρειάζεται για το ξεδίπλωμα των κυβερνητικών πρωτοβουλιών (όσο γρήγορη και αποφασισμένη και να είναι η νέα κυβέρνηση, κάτι που μένει να φανεί), αποκλείεται για το 2012 να επιτευχθούν οι στόχοι που είχαν τεθεί στην αρχή του έτους. Δεδομένο δεύτερο: ακριβώς λόγω αυτής της πάγκοινα αποδεκτής αντίληψης, αλλά και της νέας φάσης της «ευρωπαϊκής απάντησης» στην κρίση (μια απάντηση που ακόμα παραμένει, δυστυχώς, γεμάτη ερωτήματα), είναι σχεδόν βέβαιο -και πάντως εξαρτάται από τους χειρισμούς της νέας κυβέρνησης- ότι το «ελληνικό πρόγραμμα» θα αναπροσαρμοσθεί, με σχετικές «παραχωρήσεις» από τους δανειστές, αλλά πάντα με σκληρά για τους πολίτες μέτρα. «Χαρτογράφηση» είναι η κρίσιμη έννοια και λέξη: απόφαση για το προς τα πού θα πάει η νέα κυβέρνηση, μέσα στα στενά περιθώρια που διαθέτει, τι -λογικές και τολμηρές συγχρόνως- αλλαγές θα προτείνει και πώς θα τις στηρίξει, πού θα ρίξει το βάρος, ποιες προτεραιότητες θα αναδείξει. Το ευρωπαϊκό αυτί δεν είναι κουφό, αλλά τα γεμάτα βαριά τευτονική μουσική ακουστικά δεν θα μείνουν ξεκρέμαστα για πολύ.
Από το εξωτερικό, η αναμονή από τη νέα κυβέρνηση είναι πολλαπλή και ελαφρώς αντιφατική. Όπως έδειξε η αντίδραση των Αγορών την επαύριο των εκλογών, η ανακούφιση από το αποτέλεσμα δεν άλλαξε δραστικά την εικόνα. Για έναν απλό λόγο: το αποτέλεσμα αυτό, δίνοντας μια παράταση χρόνου και μια τελευταία ευκαιρία στην Ελλάδα, έφερε αμέσως στο προσκήνιο τα βαθύτερα και πιο δυσεπίλυτα προβλήματα της Ευρωζώνης, που έχουν ισπανικό όνομα, ιταλικό επώνυμο και κοινοτικούς γονείς. Από την Ελλάδα δεν ζητείται πλέον μόνο να «σωθεί» (αυτό, για τη μεγάλη εικόνα, έχει όλο και μικρότερη σημασία), αλλά και να παρασύρει θετικά τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Είναι κάπως παράλογο, αλλά είναι και η μόνη ελπίδα: γιατί μόνο αν η Ευρώπη αντιληφθεί, κι αυτή χωρίς χρονοτριβή, ότι μεγαλύτερη συμβολή της στη σωτηρία της Ελλάδας σημαίνει διατήρηση των πιθανοτήτων σωτηρίας της Ευρωζώνης, μπορεί να γίνουν τα πολιτικά βήματα που ίσως ηρεμήσουν κάπως τις Αγορές: τραπεζική ένωση, πραγματική οικονομική διακυβέρνηση, ριζική διαφοροποίηση του ελέγχου και των ρυθμίσεων στον χρηματιστικό τομέα.
Απέναντι σε αυτές όλες τις προκλήσεις, υπάρχουν δύο διαφορετικοί τρόποι αντίδρασης: το ξόρκισμα το προβλημάτων, το θάψιμό τους κάτω από το χαλί των γενικόλογων προτάσεων και εξαγγελιών, η συνέχιση των μικρών βημάτων και των μεγάλων προσευχών. Και οι πολλαπλές ρήξεις μέσα στη σταθερότητα -όσο είναι ακόμη δυνατή- και προς τη σταθερότητα –ενός άλλου, φυσικά, κόσμου. Είναι προφανές ποιος είναι ο σωστός ενόψει των περιστάσεων δρόμος. Λιγότερο βέβαιο είναι αν υπάρχει το θάρρος -εντός, εκτός, αλλά ασφαλώς όχι επί τα αυτά- να ακολουθηθεί.