Πριν από λίγες ημέρες μια βουλευτής, η κ. Γιαταγάνα, υποστήριξε πως σε «προδότες» όπως ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου ταιριάζει η ποινή του θανάτου! Υποσχέθηκε μάλιστα να υποβάλει πρόταση νόμου που να προβλέπει αυτή την ποινή. Το κοντέρ της μισαλλοδοξίας χτύπησε «κόκκινο». Η κ. Γιαταγάνα είπε ακόμα ότι θα ήθελε να είναι υποψήφια με τον ΣΥΡΙΖΑ!
Δεν μπορώ να φανταστώ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα διέπραττε τέτοιο ατόπημα. Αντιθέτως πιο πιθανό φαίνεται να είναι το ενδεχόμενο να περιλάβει στα ψηφοδέλτιά του την κ. Ραχήλ Μακρή. Για πολλούς, βέβαια, η κ. Μακρή δεν έχει πολύ διαφορετικό προφίλ από την κ. Γιαταγάνα. Και το πραγματικά παράδοξο είναι πώς μπορεί ακραιφνείς δεξιοί να πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να περιληφθούν στα ψηφοδέλτια της παραδοσιακής Αριστεράς. Εξίσου παράδοξο όμως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να συζητά συνεργασία με τους ΑΝΕΛ – ως κόμμα ή ως μεμονωμένες υποψηφιότητες.
Φυσικά υπάρχει η εύκολη δικαιολογία της ανάγκης. Οπως είπε και ο κ. Βούτσης, ο κ. Καμμένος είναι ένας «συνεπής» αντιμνημονιακός, γεγονός που τον κάνει εν δυνάμει σύμμαχο. Κατά τα άλλα ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ υποστήριξε ότι με τους ΑΝΕΛ δεν είναι συγγενείς δυνάμεις. Είναι όμως έτσι; Τι είναι αυτό που κάνει τόσο ελκυστικό τον ΣΥΡΙΖΑ στα μάτια βουλευτών των ΑΝΕΛ; Μόνο η αντίθεση στο Μνημόνιο και η προοπτική της βουλευτικής έδρας; Ή μήπως υπάρχει κάτι πιο σοβαρό που ενώνει την κ. Μακρή με την κ. Κωνσταντοπούλου – πέρα από την καγκελόπορτα της ΝΕΡΙΤ;
Στην παράδοση της Αριστεράς συνυπήρχαν από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης δύο διακριτά ρεύματα. Στο πρώτο κυριαρχούσαν οι κληρονόμοι του Διαφωτισμού, πολιτικοί που αποζητούσαν τον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας με βάση έναν ρασιοναλιστικό πραγματισμό, έτοιμοι να συμβιβαστούν προκειμένου να πετύχουν ένα θετικό αποτέλεσμα. Στο δεύτερο, το οιονεί ρομαντικό ρεύμα, η πολιτική γινόταν κατανοητή σχεδόν αποκλειστικά με όρους ηθικής.
Στόχος δεν ήταν απλώς η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των πολιτών, αλλά η δικαιοσύνη που αποτελούσε πατριωτικό καθήκον. Οσοι ήταν μαζί μας ήταν πατριώτες και όσοι ήταν αντίθετοι ήταν κατ’ ανάγκην προδότες. Το πρώτο ρεύμα απευθυνόταν στη λογική, το δεύτερο στο συναίσθημα. Συνήθως επικρατούσε το δεύτερο για να εξοντώσει τους οπαδούς του πρώτου και στη συνέχεια να επιδοθεί σε μια ανηλεή αλληλοεξόντωση. Γιατί βέβαια οι όροι πατριώτης, προδότης, ακόμα και δικαιοσύνη, σηκώνουν πολύ νερό. Κι οι σημερινοί πατριώτες εύκολα γίνονται οι αυριανοί προδότες.
Τηρουμένων των αναλογιών τα δύο ρεύματα μπορεί να τα διακρίνει κανείς σήμερα και στον ΣΥΡΙΖΑ. Η Αριστερά θεωρεί εαυτήν κατεξοχήν κληρονόμο του Διαφωτισμού. Και ως τέτοια δεν έχει την παραμικρή συγγένεια με τον μικρόνοο εθνικισμό των ΑΝΕΛ. Για την ακρίβεια είναι πολιτικά και πολιτισμικά στα αντίθετα άκρα. Την ίδια στιγμή όμως στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν υιοθετήσει έναν πολιτικό λόγο που απευθύνεται κατεξοχήν στο συναίσθημα, υιοθετώντας τις ίδιες ακριβώς πολιτικές κατηγορίες που χρησιμοποιεί ο κ. Π. Καμμένος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η τελευταία ομιλία του κ. Τσίπρα. Ολόκληρα αποσπάσματα θα μπορούσε να τα είχε διατυπώσει αυτολεξεί ο αρχηγός των ΑΝΕΛ. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, αν και απέφυγε προηγούμενες ακρότητες -κυβέρνηση Τσολάκογλου, μερκελιστές κ.λπ.- κινήθηκε σχεδόν αποκλειστικά στον τομέα της ηθικής. Μίλησε για «εθνική ταπείνωση», αμφισβήτησε το «ηθικό δικαίωμα» της κυβέρνησης να ζητά συναίνεση και φυσικά αναφέρθηκε στα «τερατώδη ψέματα» εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα πιο ενδεικτική ωστόσο ήταν η υιοθέτηση της θεωρίας της συνωμοσίας του κ. Καμμένου. Ετσι αναρωτήθηκε γιατί η ΕΛΣΤΑΤ διόγκωσε το έλλειμμα ώστε να μπούμε στο μάτι του κυκλώνα – κι ας γνωρίζει ότι το έλλειμμα ανακοινώθηκε πολύ αργότερα από την ένταξή μας στο Μνημόνιο. Και βέβαια επανέλαβε τις αστειότητες περί μυστικής συμφωνίας με το ΔΝΤ πριν από τις εκλογές του 2009, ενώ φρόντισε να προειδοποιήσει την κυβέρνηση, δίκην γενικού εισαγγελέως, να μην τολμήσουν να αφαιρέσουν την αλληλογραφία με την τρόικα, διότι προφανώς ποιος ξέρει τι ανομίες κρύβονται εκεί μέσα.
Το πρόβλημα με την πολιτική του θυμού -το έχουμε δει επανειλημμένα στην Ελλάδα στο παρελθόν- είναι ότι εγκλωβίζει τους εμπνευστές της και οδηγεί σε ανορθολογικές λύσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει παγιδευτεί στη ρητορεία του και η ρήξη με την Ευρώπη, αν εκλεγεί, μοιάζει αναπόφευκτη. Γι’ αυτό τον λόγο άλλωστε επιστρέφει ως μπούμερανγκ.