Κάθε φορά που βλέπω στον διεθνή Τύπο μουσουλμάνες δημοσιογράφους και πανεπιστημιακούς να υπογράφουν άρθρα ή να δίνουν συνεντεύξεις προκειμένου να υποστηρίξουν το ‘δικαίωμα’ των μουσουλμάνων γυναικών σ το μπουρκίνι, θλίβομαι.
Συνειδητοποιώ ότι ίσως ο μόνος τρόπος ύπαρξης αυτών των γυναικών στη δημόσια σφαίρα είναι να υποστηρίζουν τους επιβεβλημένους από μία βαθιά φαλλοκρατική κουλτούρα ενδυματολογικούς κανόνες, αλλιώς οι φωνές τους θα σιωπήσουν για πάντα. Ωστόσο, δεν μπορώ να παραβλέψω ότι με την στάση τους συμβάλουν στην καταπίεση και τη φίμωση εκατομμυρίων γυναικών που δεν έχουν την ευκαιρία να αντιδράσουν με κανέναν άλλο τρόπο. Η δική τους ευημερία, ως προβεβλημένων αρθρογράφων, στηρίζεται στον αποκλεισμό από τη δημόσια σφαίρα των υπόλοιπων μουσουλμάνων γυναικών που, με τα κείμενά τους, υποτίθεται ότι εκπροσωπούν.
Ένα επιχείρημα υπέρ της διατήρησης της μπούρκας και του μπουρκίνι που διατυπώνεται συχνά σε τέτοιου είδους άρθρα είναι το δικαίωμα των μουσουλμάνων γυναικών στην διαφορετικότητα. Διαφορετικότητα όμως χωρίς την ελευθερία της επιλογής, δεν νοείται. Οι αθλήτριες με την μπούρκα και οι γυναίκες που κολυμπούν φορώντας μπουρκίνι στις παραλίες των γαλλικών παραθεριστικών θέρετρων, μπορεί να μοιάζουν ικανοποιημένες και πρόθυμες να υποστηρίξουν τις ενδυματολογικές επιλογές που τους έχουν επιβληθεί, αλλά κατά την γνώμη μου -όπως έχω υποστηρίξει και σε άλλα κείμενά μου- δεν βιώνουν παρά ένα Κοινωνικό Σύνδρομο της Στοκχόλμης.
Μαθαίνοντας από την παιδική τους ηλικία να αστυνομεύουν και να περιορίζουν τον ίδιο τους τον εαυτό και να αξιολογούν τις κινήσεις και τις επιθυμίες τους σύμφωνα με τα κριτήρια των άλλων, σκύβοντας το κεφάλι στην τεχνητή ιεράρχηση μιας ακραία σεξιστικής κουλτούρας, έχοντας εσωτερικεύσει μίσος και απέχθεια για το γυναικείο σώμα, κάνουν αυτό ακριβώς που είναι αναμενόμενο από αυτές: υποστηρίζουν την υποταγή τους με σεξιστικά επιχειρήματα. Ισχυρίζονται, για παράδειγμα, ότι είναι προτιμότερο να βλέπει κανείς στις παραλίες γυναίκες με ολόσωμα μπουρκίνι, παρά γυναικεία σώματα της μέσης ή τρίτης ηλικίας.
Όταν οι άνθρωποι που αγαπάς και εμπιστεύεσαι – οι γονείς, οι συγγενείς, οι δάσκαλοι – σε πιέζουν, ασκώντας σου ακόμα και σωματική βία, ώστε να συμπεριφέρεσαι με έναν συγκεκριμένο τρόπο, αλλά ταυτόχρονα σου δείχνουν ενδιαφέρον και αγάπη, μαθαίνεις να υποτάσεις την θέληση και τις επιθυμίες σου σε αυτό που ζητούν, πείθοντας συχνά τον εαυτό σου ότι οι πράξεις σου είναι αποτέλεσμα έλλογης σκέψης κι ελεύθερων επιλογών.
Ποια πρέπει όμως να είναι η στάση της Ευρώπης απέναντι σε αυτό το φαινόμενο; Καταρχάς, θα πρέπει να συνεχίσει να προσφέρει βήμα και να δημιουργεί συνθήκες διαλόγου με μουσουλμάνες και μουσουλμάνους αρθρογράφους όσο κι αν διαφωνεί με τις πεποιθήσεις ή τον τρόπο ζωής τους. Μέσα από τον ανοιχτό διάλογο θα πρέπει να συνεχίσει να διερευνά τις επιπτώσεις του επιβεβλημένου ενδυματολογικού κώδικα που ακολουθούν οι μουσουλμάνες στις κοινωνίες μας και την πιθανή στροφή στον συντηρητισμό και τα πουριτανικά ήθη όσον αφορά την θέση της γυναίκας.
Ο στόχος λοιπόν δεν είναι μόνο η επικράτηση ασφάλειας στις ευρωπαϊκές πόλεις, αλλά και η αντιπαράθεση της φωνής της λογικής απέναντι σε όσους μισογύνηδες υποστηρίζουν ότι η επιλογή του μπουρκίνι είναι η μόνη που αρμόζει στις γυναίκες, ενάντια σε όσους ισχυρίζονται πως η ελεύθερη διάθεση του γυναικείου κορμιού από τις ίδιες τις γυναίκες δημιουργεί προβλήματα.
Η αντίληψη ότι οι γυναίκες έχουν ανάγκη την αστυνόμευση των αντρών και την φυλάκιση σε ενδύματα που κρύβουν, παραμορφώνουν, ή εγκλωβίζουν το γυναικείο σώμα και συρρικνώνουν το γυναικείο πνεύμα πρέπει να καταρρεύσει ολοκληρωτικά από όποια θρησκεία ή δόγμα κι αν προέρχεται. Η εκμετάλλευση του γυναικείου σώματος δεν καταπολεμάται με τον περιορισμό της γυναίκας, αλλά με την πληροφόρηση, τη δημιουργία περισσότερων ευκαιριών για τις μη-προνομιούχες γυναίκες, και την ουσιαστική ελευθερία της έκφρασης.