Εντάχθηκα στη Δημοκρατική Αριστερά από την ίδρυσή της και μετά από δεκαετίες αποχής από κάθε οργανωμένη κομματική δραστηριότητα. Υπήρχε λόγος σοβαρός.
Στη χώρα είχε εγκαθιδρυθεί ένα καθεστώς άγριας ιδιοτέλειας προνομιούχων ομάδων. Σπαταλώντας δημόσιο χρήμα τύλιξε τη δημόσια ζωή σε έναν ιστό ρεμπουμπλικάνικης διαφθοράς και αναξιοκρατίας. Οι δικτυωμένοι κομματικοί κυριαρχούσαν πάνω στους απλούς πολίτες και οι καπάτσοι πάνω στους νομοταγείς. Ήταν κάτι που το ζούσαμε στη δουλειά, στις σπουδές, στις συναλλαγές, στις πόλεις μας. Ταυτόχρονα μια αλλοπρόσαλλη ή ύπουλη τραπεζική πολιτική σκορπούσε δάνεια και φτηνό χρήμα παράγοντας μαζικά ψευδαισθήσεις καταναλωτισμού και αλλαγής status ενώ την ίδια στιγμή έδενε ανυποψίαστους ή άπληστους πολίτες με σφιχτές θηλιές για την υπόλοιπη ζωή τους. Η χώρα έτρεχε ολοταχώς στο βάραθρο της χρεωκοπίας. Η κατάσταση δε σήκωνε άλλη «έντιμη ιδιώτευση». Έπρεπε να προσπαθήσουμε μέσα από μια συλλογικότητα.
Η συλλογικότητα της ΔΗΜΑΡ γεννήθηκε μέσα στην κρίση. Εμφανίστηκε ως φορέας ενός πολιτικού, ανθρώπινου και ηθικού κυρίως κεφαλαίου που θα εξευγένιζε την ελληνική πολιτική σκηνή με αυτοκριτικό λόγο και μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Αρκετοί νιώσαμε πως εκφράζει τις ελπίδες ενός μέρους της ελληνικής μεσαίας τάξης που ζητούσε να υπερβεί την πολιτική του μειονεξία και προσδοκούσε «να γίνωμεν επιτέλους φράγκικο». Να αγγίξουμε δηλαδή το όραμα πολλών δεκαετιών του ελληνικού εκσυγχρονισμού: τα δυτικά πρότυπα οργάνωσης κοινωνίας και οικονομίας.
Στα χρόνια που ακολούθησαν πολλά θα μπορούσαμε να καταλογίσουμε στην επίσημη ΔΗΜΑΡ. Πολιτική ατολμία, στραμπουληγμένη γλώσσα (αυτά τα παράξενα κεκεδίστικα που φανέρωναν σύγχυση και τρομάρα), φοβία για ρήξη με το κατεστημένο των προνομίων, πολιτική ίσων αποστάσεων – με το ζόρι και με το υποδεκάμετρο – μην τυχόν και λερωθούμε, ρηχός μεταρρυθμισμός, βυζαντινισμός, παλαιοαριστερά σύνδρομα κλπ.κλπ.
Υπάρχει όμως ένα γεγονός για τα οποίο είμαι και θα είμαι περήφανος που συμμετείχα στη ΔΗΜΑΡ. Είναι η συμμετοχή του κόμματος στην τρικομματική κυβέρνηση για τη διάσωση της χώρας.
Με την απόφαση αυτή η ανανεωτική αριστερά αλλά και χιλιάδες δημοκρατικοί πολίτες με την ψήφο τους ζητούσαν ενεργό συμμετοχή και αναλάμβαναν ευθύνες στη διακυβέρνηση και διοίκηση της χώρας. Σήκωναν τα μανίκια και ανέβαιναν στο πιλοτήριο του κυβερνήτη.
Η διαχείριση της κρίσης αποκτούσε ευρύτερη πολιτική και εθνική βάση. Ένα μικρό στο δέμας δημοκρατικό κόμμα με ευρωπαϊκό προσανατολισμό έφερνε τις δικές του προτάσεις στο τραπέζι και θα έδινε με μαχητικό και αξιόπιστο τρόπο αυτό που ο Μανιτάκης χαρακτήρισε ως «φοβερή μάχη της διαπραγμάτευσης με την Τρόικα». Ο ελληνικός λαός αντιλαμβανόταν εδώ και καιρό πως όσο υστερόβουλοι και αν είναι ορισμένοι από τους εταίρους ο δικομματισμός προσπαθούσε να τους αντιμετωπίσει με κουτοπονηριές και αυτό ντρόπιαζε τη χώρα. Στην εσωτερική πολιτική ζωή ο λαϊκισμός μαύρος, κόκκινος ή γαλάζιος αποκτούσε έναν σοβαρό κυβερνητικό αντίπαλο που δεν μπορούσε εύκολα να τον διαβάλλει.
Στη δημόσια διοίκηση μια ομάδα έντιμων ανθρώπων με «καθαρό μητρώο» και σεβασμό στο δημόσιο χρήμα έμπαινε στο Λαβύρινθο της ρεμούλας και της διαπλοκής. Έπαιρναν κλειδιά δημόσιων υπηρεσιών, άνοιγαν σκονισμένα και ανενημέρωτα κιτάπια, έριχναν φως σε αμαρτωλά χρηματοκιβώτια, έλεγχαν λίστες «κολλητών». Θα συμμετείχαν σε διαπραγματεύσεις, θα είχαν άμεσο λόγο για νομοσχέδια, αποφάσεις και εγκυκλίους διοικήσεων, θα υπεράσπιζαν τα δικαιώματα του απλού και «χωρίς «μπάρμπα» πολίτη στην εκπαίδευση, στην υγεία, στην ασφάλιση. Θα μάθαιναν, θα εκπαιδεύονταν να σέρνουν το κάρο της ελληνικής δημόσιας διοίκησης. Οι αξίες της τάξης, της οργάνωσης του επαγγελματισμού, αξίες τόσο συκοφαντημένες από τον αριστερό λαϊκισμό, θα έβρισκαν τους δικούς τους υπερασπιστές. Ο Μινώταυρος του παλαιοκομματικού δικομματισμού και των επαγγελματικών φατριών δεν ήταν πια μόνος του.
Στο επίπεδο του συμβολισμού, στο απέραντο χρηματιστήριο συναισθημάτων που λέγεται πολιτική, ζωή φύσηξε φρέσκος αέρας. Η ομίχλη των παραισθήσεων της αριστερού μεσιανισμού για την δική της Εδέμ, όπου μόνο εκεί αυτή ήταν ικανή να κυβερνήσει, διαλυόταν. Η αποχή, η άρνηση συμμετοχής, η διαρκής αντιπολιτευτική κλάψα και υστερία εγκαταλείπονταν. Οι ευγενέστερες παρακαταθήκες και μορφές της ελληνικής αριστεράς από τον Ηλιού μέχρι τον Κύρκο και τον Παπαγιαννάκη παράστεκαν τώρα στο νηφάλιο Κουβέλη. Ο συμβιβασμός, η συναίνεση, η σύνεση και το καταλάγιασμα των παθών κέρδιζαν έδαφος σε μια κοινωνία όπου η έξαψη και ο διχασμός έχουν παραδοσιακά τον πρώτο λόγο.
Και ξαφνικά όλα θρύψαλα. Μέσα από τα γραφεία της Αγίου Κωσταντίνου μια φωνή ακούγεται «Εγκαταλείψατε το πλοίο».
Γιατί ; Μάλλον θα σκέφτηκαν πως οι έντιμοι πρέπει να φεύγουν πρώτοι. Ή μάλλον θα σκέφτηκαν, «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ», πως η πατρίδα έχει χιλιάδες ανιδιοτελείς που θέλουν να τους αντικαταστήσουν στην πρώτη γραμμή.