Μια ακόμη ευκαιρία ως φαίνεται χάνεται. Μια ευκαιρία να επιλύσουμε τα μείζονα ζητήματα της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης ή έστω το ένα ζήτημα, αυτό της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ (Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης), που αποδεχόμαστε ως θέμα που απαιτεί διευθέτηση μεταξύ των δύο χωρών. Στην πρόσφατη συνέντευξή του ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης είπε καθαρά ότι «δεν βλέπει προοπτική» ότι μπορεί να ανοίξει η συζήτηση για την οριοθέτηση ή την υπογραφή συνυποσχετικού παραπομπής του ζητήματος στη διεθνή δικαιοσύνη ( ΔΔΧ). Έτσι η αναζήτηση του «κοινού εδάφους» για την αντιμετώπιση/διευθέτηση του ζητήματος αυτού εγκαταλείπεται. Και εγκαταλείπεται με κύρια ευθύνη της ελληνικής πλευράς. Είναι προφανές ότι εσωτερικοί πολιτικοί ή μάλλον κομματικοί λόγοι επέβαλαν την εγκατάλειψη της προσπάθειας. Οι απόψεις που εξέφρασαν οι πρώην πρωθυπουργοί Κ. Καραμανλής και Αντ. Σαμαράς (αν και διεγράφη από τη Ν.Δ.) κ.α. επεκράτησαν. Αντίθετα, η προσέγγιση του υπουργού Εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτη υπέρ της αναζήτησης «κοινού εδάφους» για τη διευθέτηση αρχειοθετήθηκε. Η άρρηκτη σχέση εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, η λογική του πολιτικού κόστους, η απροθυμία της αντιπολίτευσης «να σκεφθεί έξω από τα (δήθεν πατριωτικά) τετριμμένα» και να στηρίξει ενεργά την προσέγγιση επίλυσης, όλα μαζί καταλήγουν και πάλι στη διαιώνιση των προβλημάτων. Πενήντα ολόκληρα χρόνια αντιπαράθεσης δεν φαίνεται να μας έχουν διδάξει τίποτα το ουσιαστικό και ειδικότερα:
Πρώτον, ότι η διαιώνιση άλυτων των προβλημάτων στο χρόνο δεν εξυπηρετεί το ελληνικό συμφέρον. Ο χρόνος δεν εργάζεται υπέρ ημών. Εργάζεται υπέρ της Τουρκίας. Η οποία σταθερά διευρύνει την ατζέντα με νέα ζητήματα, έωλες διεκδικήσεις, τετελεσμένα επί του πεδίου (Τουρκολυβικό μνημόνιο π.χ.). Εργάζεται επί πλέον υπέρ της διεύρυνσης της ισχύος και εμβέλειάς της στο περιφερειακό και ευρύτερο διεθνές πλαίσιο.
Δεύτερον, δεν έχουμε διδαχθεί ούτε από τις τρέχουσες γεωπολιτικές αναταραχές, πολέμους και διενέξεις που λένε ότι διακρατικές αντιπαραθέσεις που δεν επιλύονται κάποια στιγμή καταλήγουν σε θερμή σύγκρουση, ιδιαίτερα όταν οι αντιπαραθέσεις αυτές εντοπίζονται σε εύφλεκτες περιοχές όπως αυτή της γειτονιάς μας. Δεν είναι δηλαδή αντιπαράθεση τύπου Ισπανίας – Βρετανίας για το Γιβραλτάρ. Είναι σημαντική κατάκτηση τα «ήρεμα νερά», το υφεσιακό κλίμα που έχει επιτευχθεί στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις στα δύο σχεδόν τελευταία χρόνια. Έφερε απτά ευεργετικά αποτελέσματα. Αλλά επιδιώξαμε τα «ήρεμα νερά» ως το υπόβαθρο για να προχωρήσουμε από τα ζητήματα χαμηλής πολιτικής στην επίλυση των προβλημάτων υψηλής πολιτικής (σε μια νεο-λειτουργική προσέγγιση). Και βεβαίως τα «ήρεμα νερά» όσο κι αν παράγουν καλά αποτελέσματα μπορούν πολύ εύκολα να (ξανα)γίνουν θυελλώδης τρικυμία, ακόμη κι από ένα ατύχημα γύρω από τα μεγάλα κεντρικά ζητήματα (π.χ. Κάσος).
Τρίτον, η μη επίλυση των προβλημάτων και η ένταση στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις βλάπτει σοβαρά την οικονομία. Το επεσήμανε πρόσφατα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γ. Στουρνάρας. «Πρέπει να συνεχισθεί η προσπάθεια εύρεσης σημείων σύγκλισης στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις καθώς επηρεάζουν σημαντικά τις οικονομικές και κοινωνικές επιδόσεις της Ελλάδας, τη σταθερότητα και ασφάλειά της» (ΤΑ ΝΕΑ, 11/12) με τις τεράστιες στρατιωτικές δαπάνες.
Τέταρτον, η Τουρκία δεν πρόκειται να γίνει διαλλακτικότερη στο μέλλον εγκαταλείποντας πάγιες θέσεις της. Μάλλον το αντίθετο μπορεί να συμβεί καθώς οι θέσεις αυτές εντάσσονται σε ένα αφήγημα με ιδεολογικό βάθος.
Το 2004 χάσαμε μια ευκαιρία επίλυσης. Το 2024 – 20 χρόνια μετά – φαίνεται να εγκαταλείπουμε μια άλλη.
Θέλει αρετή και τόλμη...