Ο Αντρέι Βισίνσκι, ως πρόεδρος του δικαστηρίου της Πετρούπολης και επιθεωρητής της αστυνομίας, διέτασσε πριν την Οκτωβριανή επανάσταση τη σύλληψη του Λένιν. Aμέσως όμως μετά την επικράτησή της, έκανε το μεγάλο άλμα. Προσχώρησε στο νέο καθεστώς.
Ως Γενικός Εισαγγελέας μάλιστα του σταλινικού καθεστώτος, υλοποίησε ένα από τα δολοφονικότερα παραληρήματα της ιστορίας. Τις δίκες της Μόσχας. Ήταν οι δίκες των ετών 1936-1939, οι οποίες είχαν ένα ανατριχιαστικό χαρακτηριστικό: Δεν στόχευαν στην αναζήτηση της αλήθειας, αλλά ακριβώς στο αντίθετο: Στην κατάργηση της διάκρισης αλήθειας – ψέματος, απέναντι σε όσους επέλεγε το καθεστώς, να ονομάσει εχθρούς και «προδότες». Και αυτό ο Βισίνσκι, όχι μόνον το υπηρέτησε πιστά, αλλά είχε και τον κυνισμό να το δηλώνει στα θύματά του: «Δεν με ενδιαφέρει η αλήθεια, αλλά η ομολογία σου ότι είσαι προδότης», έλεγε στον Μπουχάριν, όταν ο τελευταίος προέβαλλε τις τελευταίες αντιστάσεις, πριν την ψυχική του κατάρρευση, που τον οδήγησε στην ταύτισή του με τους διώκτες του και στην ομολογία.
Και δεν τους ενδιέφερε η αλήθεια, διότι αποκλειστικός σκοπός τους ήταν να επιφέρουν το «…τσάκισμα της σπονδυλικής στήλης των ανθρώπων, ώστε να χαθεί κάθε κριτήριο αναζήτησης του ορθού και του λογικού». (Λ. Χατζηπροδρομίδης «Ο Σταλινισμός και οι μεταμοντέρνοι θαυμαστές του», Εκδόσεις Επίκεντρο).
Και το πετύχαιναν, με την εξαφάνιση κάθε ίχνους αυτοεκτίμησης από τα θύματά τους. Γι’ αυτό και τα κατηγορητήρια που συνέτασσε ο Βισίνσκι, αντί γεγονότων ή στοιχείων, έβριθαν από υπαινιγμούς, βρισιές και «κραυγές» για τους κατηγορούμενους, όπως: «…σκουπίδι, κατσαρίδα, πύον, βρώμικα ανθρώπινα περιττώματα, λυσσασμένα και βρώμικα σκυλιά». Ή – ειδικά για τον Μπουχάριν, που ήταν και το αγαπημένο παιδί του Κόμματος – «καταραμένη διασταύρωση αλεπούς και γουρουνιού». Και όλα αυτά για ένα και μόνο σκοπό: Να κατασκευαστεί ο εσωτερικός εχθρός. Δηλαδή ο «προδότης». (Τελευταία, στην νεομπολσεβίκικη ελληνική κυβέρνηση, όλα αυτά συμποσούνται σε μία λέξη, με δαιμονικά νοήματα: «Διαπλοκή»).
Γιατί ανατρέχουμε σε όλα αυτά; Μας υποχρέωσε ο αναπληρωτής υπουργός δικαιοσύνης. Ο οποίος, ακολουθώντας την ίδια ακριβώς διαδρομή με τον Βισίνσκι, από επικεφαλής της ΕΥΠ (πρώην ΚΥΠ) στην κυβέρνηση Καραμανλή, μεταπήδησε – και δεν έχει σημασία η τυχόν επίνευση και οι «ευχές» της «Ραφήνας» για τη μετάσταση – σε φανατικό υπηρέτη του σημερινού καθεστώτος.
Λόγω δε του άλματος, αισθάνεται την ανάγκη να επιδείξει τη νομιμοφροσύνη του στο νέο καθεστώς. Όπως τότε ο Βισίνσκι.
Έτσι λοιπόν, όταν καταγγέλλεται από εισαγγελέα για ευθεία παρέμβαση στο έργο της – ως προς το θεσμικά απαράδεκτο της παρέμβασης, γράφτηκαν πολλά και εξόχως σοβαρά, γι’ αυτό και παραλείπουμε την επανάληψη – αντί να απαντήσει και να παραθέσει στοιχεία που αναιρούν την καταγγελία, εκτοξεύει συκοφαντικούς υπαινιγμούς!
Μάλιστα, αποδίδει στην εισαγγελέα επί λέξει: «Η διαπλοκή ψυχορραγεί και παραληρεί….». Υπαινίσσεται δηλαδή ότι η εισαγγελέας διαπράττει σοβαρότατα εγκλήματα κατά την υπηρεσία της. Διότι, αυτό σημαίνει ο σαφής και ρητός υπαινιγμός περί διαπλοκής της εισαγγελέως, κατά την άσκηση των καθηκόντων της.
Επιλέγει μάλιστα ως τεχνική τον υπαινιγμό, διότι από τη φύση του ο υπαινιγμός είναι ανεπίδεκτος ανταπόδειξης, αφού εμπεριέχει μία «πανουργία»: Επιβάλλει το ζητούμενο ως δεδομένο. Γι’ αυτό και υιοθετείται από όλες τις εκδοχές του ολοκληρωτισμού. Ο Πρίμο Λέβι το είχε έγκαιρα επισημάνει, εξηγώντας ότι η πειστικότητα του λόγου του Χίτλερ και του Μουσολίνι, οφειλόταν στην υπαινικτικότητά τους.
Αυτό στοιχειοθετεί όμως, το δεύτερο ατόπημα του υπουργού. Διότι, παρ’ ότι θεσμικός παράγων, «ξεχνάει» μία «μικρή λεπτομέρεια»: Να προσδιορίσει, να ονομάσει και να αποδείξει την διαπλοκή στην οποία, όπως ρητά υπαινίσσεται, είναι ενταγμένη η εισαγγελέας. Ενώ αυτό είναι το στοιχειώδες καθήκον του, από την στιγμή που είδε στο πρόσωπο της εισαγγελέως, «την διαπλοκή που παραληρεί». Μέχρι λοιπόν να μας πει, ποια είναι η σχέση διαπλοκής της εισαγγελέως, η «καταγγελία» του θα ισούται με τα «…σκουπίδι, κατσαρίδα, πύον, βρώμικα ανθρώπινα περιττώματα, λυσσασμένα και βρώμικα σκυλιά» ή το «καταραμένη διασταύρωση αλεπούς και γουρουνιού», του Βισίνσκι.