Σε ηλικία 88 ετών απεβίωσε στη Ρώμη, ο μεγάλος σκηνοθέτης Βιτόριο Ταβιάνι, ο οποίος μαζί με τον αδελφό του, Πάολο υπέγραψαν μερικά αριστουργήματα του ιταλικού κινηματογράφου όπως τα «Πατέρας Αφέντη» (Χρυσός Φοίνικας στις Κάννες το ΄77), «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει» (Χρυσή Άρκτος στο Βερολίνο) , «Η Νύχτα του Σαν Λορέντσο», «Το Χάος», Αλονζαφάν κ.ά.
Τον θάνατο του Βιτόριο Ταβιάνι ανακοίνωσε η κόρη του, Τζιοβάννα, μετέδωσε το πρακτορείο Ansa. Με απόφαση της οικογένειας του η σορός του μεγάλου σκηνοθέτη θα αποτεφρωθεί σε μια αυστηρά ιδιωτική τελετή.
Ο Βιτόριο Ταβιάνι γεννήθηκε στο Σαν Μινιάτο, στην επαρχία της Πίζας, στις 20 Σεπτεμβρίου 1929. Με τον αδελφό του Πάολο, δύο χρόνια νεότερος του, είχε γράψει μερικές από τις σημαντικότερες σελίδες του ιταλικού κινηματογράφου. Δύο δάσκαλοι του σινεμά που από τη δεκαετία του ΄60 κατέγραψαν με την τέχνη τους, την πραγματικότητα, την ιστορία, τις αντιφάσεις, τις πτυχές της χώρας τους. Το έργο τους συχνά έχει την αφετηρία του στη λογοτεχνία, αφού περιλαμβάνει πλήθος διασκευών έργων κλασικών συγγραφέων όπως οι Τολστόι, Γκαίτε, Πιραντέλο, Αλέξανδρος Δουμάς κ.ά.
Οι αδελφοί Ταβιάνι αναγορεύτηκαν πριν από τρία χρόνια επίτιμοι διδάκτορες του τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Κατά την αναγόρευσή τους, εκφώνησαν τον δικό τους απόλυτα κινηματογραφικό λόγο, με τίτλο «Εκ του σύνεγγυς στην ελληνική γη», ο οποίος ήταν μια μαρτυρία απευθείας μέσα από το εργαστήρι τους, με ό,τι πιο προσωπικό μπορούσαν να προσφέρουν.
«Κοιτάζοντας μέσα στο πηγάδι του παρελθόντος, αισθανόμασταν ανέκαθεν εγγύτερα στον ελληνικό πολιτισμό παρά στο ρωμαϊκό», ανέφεραν τότε οι δυο Ιταλοί δημιουργοί, και ταξίδεψαν σε σκηνές και τοπία και λόγους απ΄ το σύνολο των ταινιών τους που έχουν ιδεολογικές αλλά και ιστορικές αναφορές στην ελληνική γραμματεία, τα ελληνικά τοπία, τους μύθους και τις έννοιες που «πλήττουν» και «τρέφουν» την ανθρώπινη περιπέτεια.
Ο Βιτόριο Ταβιάνι έφυγε αφήνοντας πίσω του μια τεράστια παρακαταθήκη από ένα σινεμά προσωπικό και ταυτόχρονα δημοφιλές, σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής αλλά και διαχρονικό, μοναδικό στο στιλ και την εικόνα του αλλά μαζί αυθεντικό και στο περιεχόμενο του. Ενα σινεμά που αναγνωρίζεις εύκολα πως ανήκει στους αδελφούς Ταβιάνι, ποτισμένο από τις καταβολές τους, την ποίηση με την οποία μεγάλωσαν, τη γη στην οποία ενηλικιώθηκαν και τον κόσμο ανάμεσα στο παραμύθι και την πραγματικότητα που τόσο όμορφα απέδωσαν.
Ακολουθούν τα πέντε αριστουργήματα της φιλμογραφίας τους, χωρίς αυτό να σημαίνει πως στο σύνολο του έργου τους δεν μπορεί κανείς να βρει ακόμη περισσότερες σπουδαίες στιγμές.
Αλονζανφάν (1974)
Ατυπη κατάληξη μιας τριλογίας που ξεκίνησε με το «Παράνομοι του Ερωτα» («Ι Sovversi»), το σκηνοθετικό μόνο από τους δυο τους ντεμπούτο το 1967 και συνέχισε με το «Ο Σαν Μικέλε είχε ένα Κόκορα» του 1971, το «Αλονζανφάν» ολοκλήρωνε ένα πρώτο σχόλιο των δύο Ιταλών δημιουργών πάνω στις πολιτικές ψευδαισθήσεις που είχαν απλωθεί πάνω στην Ιταλία σαν ένας οιωνός και τιμωρία μαζί. Με επικές (έως και βιβλικές διαστάσεις) διαδραματίζεται το 1870 και έχει για κεντρικό του ήρωα έναν πρώην επαναστάτη αριστοκρατικής καταγωγής, τον Φούλβιο Ιμπριάνι (τον υποδύεται εμβληματικά ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι), ο οποίος παρασύρεται από τους πρώην συντρόφους του σε μια ακόμη επαναστατική δράση, χωρίς ωστόσο να είναι σίγουρος ότι πιστεύει πλέον στα ιδανικά του παρελθόντος. Ο τίτλος της ταινίας προκύπτει από τις δύο πρώτες λέξεις της Μασσαλιώτιδας, του εθνικού ύμνου της Γαλλίας (allons enfants = ελάτε παιδιά), τυπική κριτική των Ταβιάνι απέναντι στη ματαιότητα των επαναστάσεων του παρελθόντος αλλά και η άνευ όρων υπόκλισή τους στη θυσία για τα ιδανικά. Το κλασικό θέμα του Ενιο Μορικόνε για την ταινία χρησιμοποιήθηκε – φυσικά – από τον Κουέντιν Ταραντίνο στο «Inglourious Basterds». Οσα αυτό σημαίνει για την παρακαταθήκη της ταινίας μέσα στις δεκαετίες.
Πατέρας Αφέντης (1977)
Η πρώτη μεγάλη διάκριση στη φιλμογραφία των αδελφών Ταβιάνι, ο Χρυσός Φοίνικας στο Φεστιβάλ Καννών, θα ερχόταν με την πραγματική ιστορία του Γκαβίνο Λέντα, γιου ενός βοσκού στη Σαρδηνία, ο οποίος κατάφερε να ξεφύγει από τις σκληρές, σχεδόν βάρβαρες συνθήκες ζωής του και τον τυραννικό πατέρα του για να γίνει ένας διακεκριμένος γλωσσολόγος και συγγραφέας. Δυνατή ιστορία, θα έλεγε κανείς, για ένα τυπικό μελόδραμα που στα χέρια των Ταβιάνι, όμως γίνεται μάλλον ένα γνήσια πανκ φιλμ ενηλικίωσης, φτιαγμένο από to yli που στη συνέχεια θα ήταν η ευλογημένη πεμπτουσία του σινεμά τους. Μπερδεύοντας το νεορεαλισμό (και ό,τι είχε απομείνει απ’ αυτόν στα τέλη της δεκαετίας του ’70) με έναν ιδιότυπο ποιητικό ρεαλισμό, οι Ταβιάνι αφηγούνται την πορεία του ήρωα τους προς την απελευθέρωση με τους ρυθμούς μιας υπνωτιστικής τελετουργίας που μιλάει πριν απ’ ότιδήποτε για την ανθρώπινη αγριότητα, την αξία της αυτοδιάθεσης, τα αιώνια τραύματα της εφηβείας, τη σημασία της γλώσσας, όχι μόνο ως επιστήμης (του ήρωα) αλλά και ως το απόλυτο εργαλείο για να μπορέσουν να γίνουν γνωστές οι πιο σπουδαίες άγνωστες ιστορίες αυτού του κόσμου.
Η Νύχτα του Σαν Λορέντζο (1982)
Κατακερματισμένη σε μικρές βινιέτες μνήμης, με φόντο το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και κέντρο την περιπετειώδη οδύσσεια μιας ομάδας κατοίκων ενός χωριού της Τοσκάνης που αποφασίζουν το καλοκαίρι του 1944 να συναντήσουν τους Συμμάχους, που διαφαίνεται να επικρατούν στον Πόλεμο, παρά τις αντίθετες διαταγές που έχουν λάβει από τους Ναζί, η «Νύχτα του Σαν Λορέντζο» διασχίζει μέσα στην επιτηδευμένη και όμως ταυτόχρονα αφοπλιστική κατασκευή της όλη την ιστορία του ιταλικού σινεμά μέχρι εκείνη τη στιγμή, αντλώντας στοιχεία τόσο από την άμεση αναφορά της στο «Paisa» του Ρομπέρτο Ροσελίνι, όσο και από τη φαντασία του Φεντερίκο Φελίνι και το μαγικό ρεαλισμό που οι ίδιοι οι Ταβιάνι αποθέωσαν ως είδος με την εμφάνιση τους. Αν η «Νύχτα του Σαν Λορέντζο» καταλήγει, ωστόσο, να είναι ένα εντελώς προσωπικό έργο που μιλάει όμως πρωτίστως για την ιστορία μιας ολόκληρης χώρας, αυτό το οφείλει στον πολυεπίπεδο τρόπο με τον οποίο οι Ταβιάνι παρατηρούν τους ήρωες που αποτελούν το ανθρώπινο μωσαϊκό πάνω στο οποίο χτίζεται από την αρχή ένας καινούριος πανανθρώπινος μύθος. Σαν ένα αποκαλυπτικό ταξίδι από την πραγματικότητα στο όνειρο, την πεζή καθημερινότητα και το λυρισμό που ανέκαθεν αυτή κρύβει μέσα της.
Χάος (1984)
Οι αδελφοί Ταβιάνι ζωντανεύουν νομοτελειακά τον κόσμο του Λουίτζι Πιραντέλο σε μια σπονδυλωτή ταινία που τρέφεται από τις πρώτες ύλες του κινηματογραφικού σύμπαντός τους. Ο μύθος, η πραγματικότητα, η ζωή, ο θάνατος, η μητέρα, το παιδί, η μετανάστευση, οι δεισιδαιμονίες και η αληθινή ζωή στη Σικελία των αρχών του 20ού αιώνα γίνονται ένα βιβλίο από εικόνες, συναισθήματα, συμβολισμούς και πολιτικές απολήξεις που κορυφώνονται στην ιστορία του «Φεγγαροχτυπημένου» που εκφράζει τον τρόμο αλλά και την εγγενή σχέση του ανθρώπου με τη Φύση, ακριβώς εκεί που τελειώνει η ανθρώπινη διάσταση. Η μουσική του Νικόλα Πιοβάνι παραμένει μια από τις ωραιότερες που γράφτηκαν ποτέ στην ιστορία του σινεμά – ένα μείγμα από παραδοσιακές ταραντέλες του ιταλικού νότου και ορχηστρικής μουσικής που μένει ανεξίτηλα στη μνήμη. Οπως ακριβώς και οι μικρές στη διάρκεια, αλλά μεγάλες σε κοινωνικό εκτόπισμα ιστορίες του «Χάους».
O Καίσαρας Πρέπει να Πεθάνει (2012)
Η ταινία που χάρισε στους αδελφούς Ταβιάνι μια από τις πιο δίκαιες Χρυσές Αρκτους των τελευτάιων χρόνων, ξεκίνησε τυχαία, όπως υποστηρίζουν οι ίδιοι, όταν επισκέφθηκαν τη φυλακή Ρεμπίμπια, στα προάστια της Ρώμης και συνάντησαν κρατούμενους που συμμετείχαν σε μια εκδήλωση ποίησης με επίκεντρο αποσπάσματα της «Κόλασης» του Δάντη. Ο,τι βλέπουμε στα 76 συνταρακτικά λεπτά του «Ο Καίσαρας Πρέπει να Πεθάνει» είναι αυτή η παράσταση, η προετοιμασία της, οι οντισιόν για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, η εισβολή του σαιξπηρικού έργου μέσα στα κελιά της φυλακής και πιο βαθιά στη ψυχοσύνθεση των πρωταγωνιστών του, ο ρόλος της Τέχνης όχι σαν μέσο αναμόρφωσης αλλά ως η πιο ασφαλής οδός προς την…ελευθερία. Οι Ταβιάνι σκηνοθετούν σαν να μην είναι παρόντες, εκμεταλλευόμενοι στο έπακρο τις δυνατότητες των περιφραγμένων προβών των κρατούμενων, χτίζοντας στην πραγματικότητα μια θεατρική σκηνή που πάλλεται κινηματογραφικά από την σκληρή καθημερινότητα της ζωής στις φυλακές. Συνεχίζοντας στην πραγματικότητα να ποτίζουν τον ρεαλισμό τους με μια πρωτόγνωρη ποίηση, που αυτή τη φορά δεν γεννιέται από τα τοπία της ιταλικής επαρχίας ή τους κλασικούς παραδοσιακούς μύθους που κάποτε τους έκαναν διάσημους στο παγκόσμιο σινεμά, αλλά από την ίδια τη ζωή.
flix.gr/ ΑΠΕ-ΜΠΕ