Εφτάμιση βδομάδες

Κώστας Μποτόπουλος 15 Απρ 2015

20 Φεβρουαρίου – 20 Απριλίου: σχεδόν δυο μήνες μετά την ενδιάμεση συμφωνία που πέτυχε η κυβέρνηση, η ίδια της η ύπαρξη παραμένει μετέωρη. Η συμφωνία εκείνη περιείχε τρία πράγματα: επιβεβαίωση από ελληνικής πλευράς του σεβασμού των ανειλημμένων υποχρεώσεων, υπόσχεση για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων (έστω και αν όχι αναγκαστικά των ίδιων μεταρρυθμίσεων που είχαν ξεκινήσει ή μείνει στη μέση από τις προηγούμενες κυβερνήσεις), προετοιμασία της νέας συμφωνίας που χρειάζεται η χώρα τον Ιούνιο.

Σήμερα, παρά τις συνεχείς διαβεβαιώσεις ότι η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου είναι ζωντανή και συνεχίζει να αποτελεί την πυξίδα, καμία από τις τρεις προϋποθέσεις για την υλοποίηση της, δηλαδή για την εκ νέου εκταμίευση χρημάτων του δανείου προς την Ελλάδα, δεν έχει εκπληρωθεί σε ικανοποιητικό βαθμό. Εν τω μεταξύ, μπήκε στη ζωή μας μια νέα ημερομηνία-καταλύτης, αυτή της 20ης Απριλίου, αφού μέχρι τότε πρέπει να έχουν κατατεθεί σχέδια ικανά να πείσουν τους Ευρωπαίους εταίρους μας να ανάψουν το πράσινο φως για ξεμπλοκάρισμα –χρημάτων ή έστω της διαδικασίας- στο Γιούρογκρουπ της 24ης του ίδιου μήνα, στη Ρίγα. Μετά, κατά παραδοχή του ίδιου του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Οικονομικών, τα λεφτά των ελληνικών ταμείων τελειώνουν –με ό,τι σημαίνει αυτό από οικονομική και πολιτική άποψη.

Η επίσημη θέση της κυβέρνησης, ευτυχώς, είναι ότι θα υπάρξει συμφωνία στις 24 Απριλίου –ή «λίγο αργότερα», κάτι που καλό θα ήταν να μη λέγεται πριν ακόμα επιδιωχθεί ο βασικός στόχος. Αυτό προϋποθέτει να μη χαθεί πλέον ούτε λεπτό και να ετοιμαστούν αξιόπιστα σχέδια «μεταρρυθμίσεων», που θα σηκώνουν ίσως κάποια συζήτηση, αλλά όχι επί των βάσεων ή των βασικών παραδοχών τους. Γίνονται αυτά τώρα που μιλάμε; Θα φανεί τις αμέσως προσεχείς μέρες.

Καλό θα ήταν πάντως τόσο η κυβέρνηση όσο και η κοινή γνώμη να αποτινάξουν από πάνω τους τρεις μύθους, που δοκιμάστηκαν, από την αρχή ανάληψης τα νέας διακυβέρνησης, και κάηκαν στο καμίνι της πραγματικότητας.

Ο πρώτος μύθος είναι ότι, ενόψει της τελικής και πιο σημαντικής συμφωνίας του Ιουνίου, μπορούμε να παίζουμε αενάως καθυστέρηση ή, πράγμα που είναι σχεδόν το ίδιο, να κρατάμε τη συζήτηση σε ένα επίπεδο γενικότητας ή «πολιτικοποίησης» –η πίεση από το πρόβλημα ρευστότητας απαιτεί χρήματα τώρα, που σημαίνει κατάθεση και αποδοχή συγκεκριμένων μέτρων τώρα. Και το τώρα είναι τώρα, ούτε καν αύριο.

Ο δεύτερος μύθος είναι ότι, κατά τις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις, οι Ευρωπαίοι θα υποχωρήσουν από τις βασικές θέσεις τους –εκτέλεση των συμφωνημένων και όχι λεφτά χωρίς αξιολόγηση και αποδοχή μέτρων- φοβούμενοι τις γενικότερες επιπτώσεις μιας ώθησης της Ελλάδας σε ακραίες –δηλαδή συγκρουσιακές ή μη συμφωνημένες ή εκτός υπάρχοντος πλαισίου- λύσεις. Η διάψευση εδώ έρχεται όχι μόνο από επίσημα πολιτικά χείλη, αλλά από τη μεταστροφή στάσης του ως χτες ισχυρότερου «υποστηρικτή» της θέσης της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, της ΕΚΤ, καθώς και από τις ολοένα και πιο συχνές υπομνήσεις αναλυτών όλου του φάσματος ότι η Ευρώπη δεν θέλει αλλά και δεν φοβάται πια μια μη ομαλή εξέλιξη του «ελληνικού προβλήματος».

Ο τρίτος μύθος είναι ότι η άμεση ελληνική ανάγκη για ρευστότητα αποτελεί, εκτός από πρόβλημα, και μοχλό πίεσης, μιας και οι εταίροι μας δεν θα ήθελαν να διακινδυνεύσουν την έναρξη του φαύλου κύκλου μη συμφωνία-πιστωτικό γεγονός- ρήξη. Ο μύθος αυτός στηρίζεται σε άγνοια του τρόπου που λειτουργούν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και που θα μπορούσε να συνοψιστεί στη φράση «το πρόβλημα του αιτούντος δεν μπορεί να μετατίθεται στον δανειστή».

Στις 20 Φεβρουαρίου είχαμε κοντά οκτώ βδομάδες να πειστούμε και να πείσουμε. Μας έμειναν πια λιγότερο από οκτώ μέρες. Ούτε ο Μίκι Ρουρκ και η Κιμ Μπάσινζερ στα νιάτα τους δεν θα προλάβαιναν να σώσουν την κατάσταση σε τέτοιο διάστημα –αλλά, ευτυχώς, άλλο η αγάπη και άλλο η ανάγκη.