Για άλλη μια φορά η κυβέρνηση είναι διχασμένη ανάμεσα στις απαιτήσεις των δανειστών και στην κοινοβουλευτική βάση της, που έχει πλέον υποχρεωτικά υιοθετήσει το μυθικό (και ανύπαρκτο) αφήγημα του «μηδενικού αθροίσματος» ανάμεσα στα «μέτρα και τα αντίμετρα» της νέας διαπραγμάτευσης, ενόψει της δεύτερης αξιολόγησης. Πρόκειται για την εσωτερική άμυνα μιας καταρρέουσας κυβέρνησης, που επιμένει ότι τα σκληρά μέτρα λιτότητας εμπεριέχουν ήδη και τον εξορκισμό τους: αργό χρονοδιάγραμμα της διαπραγμάτευσης, δήθεν ταξικό πρόσημο στην τελική συμφωνία, βελτίωση των δημοσιονομικών στόχων με αντάλλαγμα το χρέος, ή έστω την «ποσοτική χαλάρωση». Εδώ και πολύ καιρό, η κυβέρνηση αναζητά μια εύπεπτη συνταγή για να περάσουν τα νέα μέτρα λιτότητας. Γι’ αυτό και ό,τι εμφανίζεται ως πρόοδος των διαπραγματεύσεων τη μια μέρα, μετατρέπεται σε σημείο αντιπαράθεσης την επόμενη. Η ουσία είναι πως τα νέα μέτρα σηματοδοτούν την περαιτέρω μείωση του εισοδήματος των μισθωτών και των συνταξιούχων? μια μείωση που έχει ήδη προκαλέσει το πάγωμα της οικονομίας, με την ύφεση της ΕΛΣΤΑΤ να αναιρεί πλέον οριστικά και αμετάκλητα το success story του πρωθυπουργού.
Είναι μάλιστα σαφές πως τα νέα μέτρα λιτότητας που θα ψηφίσει η κοινοβουλευτική ομάδα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θα διαβρώσουν περαιτέρω τη δημοτικότητά τους, αφού ήδη οι πολίτες είναι απογοητευμένοι με τις επιδόσεις της κυβέρνησης. Η βελτιωμένη εκδοχή του «όχι» του περσινού δημοψηφίσματος μετατρέπεται τώρα σε μια νέα επέκταση του «υφιστάμενου προγράμματος» από το ΔΝΤ και την Τρόικα. Έως τον Μάιο, η κυβέρνηση θα ψηφίσει μάλλον τα νέα σκληρά μέτρα για τους ακριβώς αντίθετους λόγους, με το περσινό δημοψήφισμα-παρωδία. Με τα νέα μέτρα, όμως η κυβέρνηση καίει όλο το παρελθόν της, καθώς οι τελευταίες ελπίδες για την «καλύτερη διαχείριση του Μνημονίου» μπαίνουν οριστικά στον πάγο. Σε όλες τις δημοσκοπήσεις, άλλωστε, το έργο της κυβέρνησης αξιολογείται αρνητικά –σε ποσοστό πάνω από 80% – καθώς οι πολίτες χρεώνουν στους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ τα κρίσιμα ποιοτικά στοιχεία της απογοήτευσης: δηλαδή, τη μετάβαση από το «όχι» στην πλήρη συνθηκολόγηση. Η εικόνα επιβεβαιώνεται και στους αναποφάσιστους ψηφοφόρους, που επιλέγουν μάλλον την αποχή και τη σιωπηρή διαμαρτυρία της επόμενης κάλπης.
Κατανοώντας το αδιέξοδο, ο πρωθυπουργός κ. Αλέξης Τσίπρας επιλέγει τώρα μια διαφορετική ατζέντα και, εν όψει της νέας «συνθηκολόγησης» της κυβέρνησης, υιοθετεί το σχέδιο μιας προανακριτικής επιτροπής για τον… κ. Γιάννο Παπαντωνίου, που πρέπει τώρα να «πληρώσει» για τα αδικήματά του. Κανένα πρόβλημα. Ας έχει και αυτός μια δίκαιη δίκη, που δεν θα εξαντλείται σε κανιβαλισμούς και εξιλαστήρια θύματα. Αλλά πότε είναι το «τώρα»; Λίγο πριν κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση? έτσι ώστε η θεσμική μάχη κατά της διαπλοκής να παρουσιαστεί ως ένα ηθικό «αντίμετρο» απέναντι στην αντίστροφη μέτρηση ενός κόμματος που έσκιζε τα Μνημόνια, κάθε μέρα. Ας μη γελιόμαστε. Από εδώ και πέρα, ό,τι και να κάνουν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, δεν θα μπορέσουν να αποφύγουν την ίδια την πραγματικότητα. Κάθε επικοινωνιακό τέχνασμα, από τις τηλεοπτικές άδειες έως το μελλοντικό Eurogroup της τελικής «ρύθμισης του χρέους», θα ξεφουσκώνει γρήγορα επαναφέροντάς την κυβέρνηση στη θέση μιας συνεχόμενης ήττας, επενδυμένης με πολλαπλούς επικοινωνιακούς εξορκισμούς.
Στην πολιτική, η επικοινωνία είναι πάντα χρήσιμη αλλά δεν μπορεί να γίνεται μόνιμο και αποκλειστικό εργαλείο επιβίωσης μιας καταρρέουσας κυβέρνησης, που έχει μπερδέψει το τηλεοπτικό Survivor με τη διαπραγμάτευση ενός οικονομικού προγράμματος. Ολοένα και περισσότερο, η εικόνα της κυβέρνησης, παραπέμπει σε μια ομάδα που νομίζει πως στις «καθυστερήσεις» και στο «time out» θα βρει τη λύση για να αναστρέψει το δυσμενές αποτέλεσμα. Δεν είναι τυχαίο πως όλες οι επιμέρους κινήσεις επιβεβαιώνουν την παρακμή ενός «καθεστώτος», το οποίο αυξάνει τη «δραματοποίηση» της διαπραγμάτευσης, χωρίς να έχει κανένα πρακτικό αντίκρισμα στην οικονομία. Από εδώ και πέρα, η κυβέρνηση αγοράζει μόνο πολιτικό χρόνο εξουσίας, χωρίς λεφτά και κυρίως χωρίς σχέδιο. Πρόκειται για μια γραφειοκρατική λογική (διόλου άγνωστη στη ριζοσπαστική αριστερά), η οποία θα μεταγράψει σε ξεθωριασμένες νότες την παρτιτούρα της ανάπτυξης.
Όποτε όμως και να γίνουν οι εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έχει πλέον την «πρωτιά» που θα του εξασφαλίζει την κυβερνητική προοπτική και οι ΑΝΕΛ θα δίνουν τη μάχη για να μπουν στη Βουλή. Η κοινωνία και η οικονομία θα έχουν πια γονατίσει, ακόμη και αν, όπως είπε ο πρωθυπουργός, όλοι θα «ευημερεύουν».[1] Άθελά του, και με τα συνήθως ανορθόγραφα ελληνικά του, ο πρωθυπουργός περιέγραψε τον εξορκισμό ενός μέλλοντος που οδηγεί απευθείας στο παρελθόν του κόμματος του. Το ερώτημα από εδώ και πέρα δεν είναι αν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θα χάσουν τις εκλογές αλλά αν θα συνεχίσουν να «εφημερεύουν» ως αντιπολίτευση.
–για τη στήλη Ανώμαλα Ρήματα—