Εδώ παπάς, εκεί παπάς

Γιάννης Παπαθεοδώρου 03 Νοε 2016

Η πρόσφατη γνωμοδότηση του ΣΤΕ για τον περίφημο «νόμο Παππά» σχετικά με τη ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού πεδίου αποτελεί αναμφισβήτητα ένα σημείο τομής στη διακυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Όχι μόνο για αυτά που προηγήθηκαν της απόφασης αλλά κυρίως για αυτά που ακολούθησαν. Τα πρώτα άλλωστε είναι γνωστά: επιχειρώντας όχι τη ρύθμιση αλλά τον έλεγχο των καναλιών, η κυβέρνηση επινόησε έναν εξαμβλωματικό νόμο, σύμφωνα με τον οποίο ο αρμόδιος υπουργός υφάρπαζε τις αρμοδιότητες του ΕΣΡ για να κάνει το δικό του επικοινωνιακό show, βάζοντας μερικούς επιχειρηματίες να κοιμούνται σε άβολα ράντζα. Η καραμπόλα ήταν άμεση: τα βοσκοτόπια ενός υπερθεματιστή οδήγησαν στο μαύρο ταμείο μιας τράπεζας και σε de facto αμφισβήτηση της διαδικασίας, ενώ ταυτόχρονα η απόπειρα εκβιασμού των δικαστών γέννησε βάσιμες υποψίες για τις προθέσεις της κυβέρνησης. Το άδοξο τέλος του νόμου Παππά μετά την απόφαση του ΣΤΕ δεν είναι απλώς μια στρατηγική ήττα της κυβέρνησης. Είναι η ανατομία του ριζοσπαστικού λαϊκισμού ? ενός λαϊκισμού που, με σημαία το «ηθικό πλεονέκτημα» και τη μάχη απέναντι στη διαπλοκή, επιχειρεί τον «εξαυταρχισμό του καθεστώτος», που προσφυώς ονομάζεται «πρώτη φορά Αριστερά».

Το θεσμικό παραλήρημα της ασθμαίνουσας εκπροσώπου Τύπου της κυβέρνησης κ. Γεροβασίλη αποτελεί μία από τις πιο μαύρες σελίδες στο νομικό πολιτισμό της χώρας, από τη μεταπολίτευση και μετά. Για πρώτη φορά, υπήρξε επίσημη αναγγελία ανοιχτής αμφισβήτησης της δικαστικής εξουσίας και προσβολής του κράτους Δικαίου. Η κ. Γεροβασίλη, ωστόσο, δεν εξέφρασε την προσωπική της άποψη. Η ομοβροντία δηλώσεων από βουλευτές και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ γύρω από την απόφαση του ΣΤΕ είναι ενδεικτική για τον τρόπο που αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση τη νομιμότητα της λειτουργίας των θεσμών.  Επαναφέροντας συνολικά την πολωτική «θεωρία πολέμου» απέναντι σε όσους αμφισβητούν την πολιτική της, η κυβέρνηση φρόντισε από την πρώτη στιγμή να διακηρύξει πως δεν μπορεί – και δεν θέλει- να συμφιλιωθεί με τη νέα πραγματικότητα μιας δεσμευτικής εντέλει απόφασης.

Για αυτό και με περισσή θεσμική αλαζονεία έσπευσε να κάνει το δεύτερο λάθος. Προανήγγειλε μια νέα νομοθετική «πρωτοβουλία-γέφυρα», που βρίσκεται ήδη στο κενό, καθώς αγνοεί τον πυρήνα της απόφασης του ΣΤΕ: ότι δηλαδή η οποιαδήποτε παράκαμψη του ΣΤΕ από τον πρώην «καναλάρχη» υπουργό κρίθηκε οριστικά και τελεσίδικα αντισυνταγματική. Οι λεγόμενες «προσωρινές άδειες» με «ετήσιο ενοίκιο» και αντίστοιχο τίμημα απλώς θα εγκαινιάσουν μια νέα «γκρίζα ζώνη» λειτουργίας των καναλιών, ενώ θα πυροδοτήσουν ένα άγονο κλίμα αντιπαράθεσης μεταξύ πολιτικών, κομμάτων, παλαιών και νέων επιχειρηματιών, ιδίως τώρα που ο κ. Παππάς δεν διαθέτει πλέον το απαραίτητο πολιτικό κύρος για να πετύχει ευρύτερες συναινέσεις.

Το τρίτο σύμπτωμα του λαϊκισμού αφορά την αδιανόητη αναφορά των κυβερνητικών στελεχών στους «παιδικούς σταθμούς» που θα κλείσουν και στους «νοσηλευτές» που δεν θα προσληφθούν, επειδή θα πρέπει να δοθούν πίσω τα χρήματα που εισπράχθηκαν από τους υπερθεματιστές. Ο πολλάκις αγενής κ. Πολάκης μίλησε για «δικαστικό πραξικόπημα», ο κ. Κρέτσος έκανε λόγο για «ριφιφί», ο τηλε-λαϊκιστής Λάκης Λαζόπουλος επέκρινε τη «σαπίλα» των δικαστών, οι διανοούμενοι του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρονται στο «δίκαιο της ανάγκης», ενώ οι φιλοκυβερνητικοί δημοσιογράφοι της νέο-αυριανικής Αυγής θυμήθηκαν την «κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας». Η απόφαση του ΣΤΕ εξομοιώνεται έτσι με την ακύρωση των κυβερνητικών σχεδιασμών για τη χρηματοδότηση των κοινωνικών αναγκών. Ήδη εκτοξεύονται κατηγορίες ότι οι δικαστές «τετραγώνισαν» το «τρίγωνο της διαπλοκής»!!!

Ο συμψηφισμός ωστόσο της νομιμότητας με μια μάλλον ακαθόριστη και πάντως μελλοντική «κοινωνική πολιτική» καλλιεργεί μια περίεργη και επικίνδυνη αντίληψη, σύμφωνα με την οποία οι «φτωχοί» κινδυνεύουν από κάποιους κακούς δικαστές. Πρόκειται για τη γνωστή αντιπολιτική ρητορική εναντίον των «αποπάνω» (των θεσμών, δηλαδή, και των δήθεν άνομων ελίτ)? μια ρητορική που εκλαμβάνει την άσκηση της πολιτικής ως παρηγορητική θεραπεία των θυμάτων της κρίσης, με λεφτά που θα φέρει ο υπουργός «Ρομπέν των Δασών», εξοντώνοντας τους καναλάρχες σε μια ενέδρα φτιαγμένη από ψηφιακά σήματα και χοντρά πορτοφόλια. Προφανώς, θα περιμένουμε να δούμε «καθαρογραμμένη» την απόφαση του ΣΤΕ, για να δούμε αν ο πραγματικός στόχος του δικαστηρίου ήταν όντως να τα βάλει με τα παιδάκια και τους ανέργους. Αλλά μέχρι τότε καλό είναι σκεφτούμε τα αυτονόητα: οι νόμοι αλλάζουν — και πρέπει να αλλάζουν, ιδίως όταν είναι δυσλειτουργικοί και πάντως όταν είναι αντισυνταγματικοί. Αυτό ισχύει και για την αυτοκριτική συνειδητοποίηση της αντιπολίτευσης. Μετά από σχεδόν τρεις δεκαετίες, δεν υπάρχουν πια δικαιολογίες για την ανυπαρξία κανόνων στην αγορά των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων.

Αν κρίνουμε ωστόσο από τις αντιδράσεις της κυβέρνησης απέναντι στην απόφαση του ΣΤΕ, δεν μιλάμε απλώς για την αλλαγή ενός νόμου αλλά για τον πειρασμό ενός νέου αυταρχισμού. Η φαρσοκωμωδία της ρύθμισης του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου ολοκληρώθηκε με την τυχοδιωκτική πρόταση της κυβέρνησης για τον Βύρωνα Πολύδωρα στη θέση του προέδρου του ΕΣΡ. Η «λουμπενοποίηση» των θεσμών βρίσκεται πλέον σε πλήρη εξέλιξη. Για αυτό, άλλωστε, τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν πρέπει να αφήσουν την κυβέρνηση να μετατρέψει την ήττα της σε ήττα της Δημοκρατίας.