Οι πρόσφατες αποχωρήσεις βουλευτών του Ποταμιού επανέφεραν τη συζήτηση σχετικά με το δικαίωμα της διατήρησης της βουλευτικής έδρας.
Με βάση τη λειτουργία των κομμάτων, που διέπεται από τους συνταγματικούς κανόνες και την υποκείμενη νομοθεσία, ο βουλευτής διατηρεί την ελευθερία της γνώμης του καθώς επίσης και την έδρα που απέκτησε με την ψήφο των πολιτών.
Ωστόσο ενώ έχουν καθορισθεί τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των βουλευτών καθώς και οι αστικές και ποινικές ευθύνες οι οποίες εμπίπτουν στην αντίστοιχη νομοθεσία, δεν υπάρχει κάτι ανάλογο με τις πολιτικές ευθύνες.
Η πολιτική ευθύνη ερμηνεύεται κατά το δοκούν και κρίνεται από το εκλογικό σώμα στις επόμενες εκλογές, όποτε και αν γίνουν αυτές.
Η φράση :” Παίρνω την πολιτική ευθύνη”, χωρίς όμως να συνοδεύεται από μία παραίτηση ή κάποιου είδους απόδοση αυτής της πολιτικής ευθύνης χαρακτηρίζει με τον πλέον απόλυτο τρόπο την πολιτική ανευθυνότητα των εκπροσώπων του πολιτικού μας συστήματος και ως εκ τούτου του ίδιου του συστήματος.
Η πολιτική δράση όμως είναι μια αρκετά πολύπλοκη υπόθεση που οφείλει να υπακούει όχι μόνο σε τυπικούς αλλά και σε άτυπους κανόνες. Γιατί μέσα σ αυτή την πολυπλοκότητα παρεισφρύουν έννοιες όπως η ηθική, η αξιοπρέπεια, η εντιμότητα κλπ, που δεν πλεονάζουν βέβαια στον πολιτικό μας κόσμο και σπανίζουν στο πολιτικό λεξιλόγιο, αλλά αυτός δεν μπορεί να είναι και αποτρεπτικός λόγος για την επαναφορά τους στη δημόσια σφαίρα. Το αντίθετο.
Το πολιτικό σύστημα αποτελείται από κόμματα με καταγεγραμμένες και διακηρυγμένες τις πολιτικές τους θέσεις, από τα μέλη και στελέχη που εκφράζουν και μεταφέρουν αυτές τις θέσεις στην κοινωνία, και από τους ψηφοφόρους που εκτός από το κόμμα επιλέγουν και αυτούς που κατά τη γνώμη τους θα εκπροσωπήσουν επάξια αυτές τις πολιτικές θέσεις στο κοινοβούλιο και τον δημόσιο χώρο.
Αυτό το τελευταίο αποτελεί μια άτυπη συμφωνία η οποία διέπεται από κανόνες ηθικής, που είναι ή θα έπρεπε να είναι δεσμευτικοί και ισχυρότεροι ακόμα και από νόμους του κράτους για τον επιπλέον λόγο ότι πρόκειται περί μιας συμφωνίας που γίνεται με την ελεύθερη βούληση και των δύο πλευρών.
Έτσι υπό αυτήν την έννοια ένα κόμμα, για παράδειγμα, που γίνεται κυβέρνηση οφείλει να εφαρμόσει αυτά που υποσχέθηκε στην κοινωνία γιατί συνήψε μια συμφωνία, ένα άτυπο συμβόλαιο, με βάση το οποίο το μεν κόμμα θα κληθεί να υλοποιήσει τις διακηρυγμένες θέσεις του, οι δε ψηφοφόροι, δια της ψήφου, θα του παράσχουν τη δυνατότητα να το πράξει.
Αντιστοίχως ο βουλευτής, ως εκπρόσωπος του κόμματος, έχει έρθει σε μια συμφωνία, έχει συνάψει ένα συμβόλαιο τιμής με τους ψηφοφόρους, βάσει του οποίου υποχρεούται να υπερασπίζεται τις θέσεις του κόμματος και να αγωνίζεται για την προώθησή τους. Γιατί και σύμφωνα με την τυπική νομοθεσία οι ψηφοφόροι καλούνται να ψηφίσουν καταρχήν κόμματα και προαιρετικά βουλευτές, και όχι το αντίστροφο.
Στα πλαίσια αυτής της συμφωνίας ο βουλευτής, σε περίπτωση που το κόμμα μεταβάλλει τις βασικές του θέσεις, καταστρατηγήσει τις καταστατικές του αρχές, μετακινηθεί από τις διακηρύξεις του, έχει όχι μόνο το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να διαφωνήσει και ενδεχομένως να αποχωρήσει από το κόμμα και εάν το επιθυμεί να διατηρήσει και την έδρα. Γιατί αυτός οφείλει να στηρίξει τις αρχές που εξουσιοδοτήθηκε να υπερασπίζεται και οι οποίες απεμπολήθηκαν από το κόμμα.
Αντιστοίχως όταν ένας βουλευτής απομακρύνεται από τις διακηρυγμένες βασικές θέσεις του κόμματος, προβάλλοντας δικές του νέες προτάσεις, αν και καθόλα νόμιμο βέβαια, οφείλει όμως επίσης να αποχωρήσει από το κόμμα αλλά παραδίδοντας την έδρα. Γιατί αυτές οι νέες του απόψεις δεν απηχούν τις απόψεις του κόμματος οι οποίες έχουν παραμείνει αμετάβλητες και βάσει των οποίων ψηφίστηκε και αυτός και το κόμμα του.
Οι περιπτώσεις των δυο βουλευτών του Ποταμιού, του κ. Φωτήλα και της κ. Μάρκου, είναι ιδιαίτερα κραυγαλέες, αλλοιώνουν το περιεχόμενο της εκλογικής μάχης και υποκλέπτουν συναινέσεις. Και εάν ο προηγούμενος αποχωρήσας κ. Θεοχάρης φρονίμως ποιών επικαλέστηκε καταστατικές και οργανωτικές παρατυπίες, ώστε να εξηγήσει την ανεξαρτητοποίησή του, οι άλλοι δύο υπέπεσαν στο ολίσθημα να επικαλεστούν λόγους -προτείνοντας ουσιαστικά την διάλυση του κόμματος- ξένους τόσο στο σύνολο του κόμματός όσο και των ψηφοφόρων παραβιάζοντας έτσι την συνθήκη μέσω της οποίας διατηρούσαν το βουλευτικό αξίωμα.
Το πρέπον θα ήταν να διαφωνήσουν μεν -αναφαίρετο δικαίωμα οποιουδήποτε-, να παραδώσουν την έδρα δε.
Αλλά αυτό αφορά έναν άλλο κόσμο αγγελικά πλασμένο, εδώ είναι μπαλκάνια δεν είναι παίξε γέλασε.