Έχω παιδιά εγγόνια και μαθητές. Όλοι μου ζητούν επίμονα να τους μιλήσω για το μέλλον τους. Έτσι, η ζωή με αναγκάζει να σκέφτομαι σε τρία διαφορετικά χρονικά επίπεδα ταυτόχρονα. Συγχωρέστε με, αλλά νοιώθω οτι η προοπτική του χρόνου παίρνει περίπου δραματικό χαρακτήρα τόσο για τη σκέψη μου όσο και για τα αισθήματά μου. Αναπόδραστα πρέπει να σκέφτομαι για το σήμερα, το αύριο και το μακρινό μεθαύριο. Επί πλέον, τα εβδομήντα πέντε χρόνια μου διεκδικούν και εκείνα το μερίδιο του δικού τους χρόνου. Δηλαδή τις αναμνήσεις και τις αναδρομικές εμπειρίες τους. Αυτό το βράδυ προσπάθησα να συμπυκνώσω όλες αυτές τις κλίμακες του χρόνου για ν’ απαντήσω στο αφετηριακό ερώτημα: Πού βρισκόμαστε;
Το συμπέρασμα είναι θλιβερό. Ενώ μερικοί υποστηρίζουν ότι υπάρχει κίνδυνος οι εξελίξεις να μας γυρίσουν πολλές δεκαετίες πίσω. Συνειδητοποιώ, όμως, οτι ήδη βρισκόμαστε αναχρονισμένοι σαράντα περίπου χρόνια πίσω. Στις αρχές της μεταπολίτευσης. Δεν το έχουμε πάρει είδηση, αλλά εκεί είναι οι πολιτικές και ιδεολογικές αναφορές μας, ενώ έχουμε την ψευδαίσθηση ότι μιλάμε για το μέλλον. Σε όλα; Προφανώς όχι. Τα σαράντα χρόνια που μεσολάβησαν μας πλούτισαν με σημαντικές νέες παραστάσεις, ηδονές και γεγονότα. Όμως, ο πολιτικός πολιτισμός μας αποδείχθηκε ότι δεν κουνήθηκε ρούπι από εκείνη την ελπιδοφόρα (για τότε) εποχή, που η επανάληψή της τώρα μοιάζει μάλλον με εφιάλτη.
Το 1974 μπήκαμε στο νέο μεταπολιτευτικό καθεστώς με δύο ηγεμονεύουσες και αντιτιθέμενες ιδεολογίες: Από τη μία βρίσκονταν η μετανοημένη δεξιά που τώρα ζητούσε εξιλέωση με μια καλομελετημένη στροφή σε έναν λαϊκισμό με επίκεντρο την ευρωπαϊκή πανάκεια. Ο Καραμανλής της ΕΡΕ είχε επιστρέψει ως Καραμανλής της ΝΔ και νομιμοποιούσε το ΚΚΕ. Στον αντίποδα φούσκωνε ένας αριστερός κρατισμός που προσδοκούσε την άνοδο στην εξουσία για να «κοινωνικοποιήσει» την οικονομία. Ήταν η αριστερή έκφραση του λαϊκισμού. Το ΠΑΣΟΚ με την διακήρυξη της 3ης Σεπτεμβρίου υποσχόταν πραγμάτωση των ονείρων της εαμικής αριστεράς χωρίς Τρίτο Γύρο. Στην ουσία, όμως, είχαμε δύο εκδοχές λαϊκισμού που συνδέονταν υπόγεια με ένα κοινό ρεύμα μεσσιανικής προσδοκίας από την παντοδυναμία του Κράτους. Στο αριστερό κέρας, το ΠΑΣΟΚ προετοίμαζε το ολοκληρωμένη κρατικίστικο πρόγραμμά του, ενώ στη δεξιά πρόβαλε το παράδοξο της Καραμανλικής «σοσιαλμανίας» με την προσπάθεια δημιουργίας μεγάλων κρατικών επιχειρήσεων ως απάντηση στην ανάγκη νέων επενδύσεων που οι φαγάδες του Σχεδίου Μάρσαλ δεν τολμούσαν. Στο τέλος, οι δύο κρατισμοί συναιρέθηκαν σε έναν ενιαίο λαϊκισμό που υπόσχονταν με ελαφρές παραλλαγές στην εκλογική πελατεία τους παντός είδους παροχές από το Κράτος. Ο κρατισμός έγινε ηγεμονεύουσα ιδεολογία απ’ άκρου σ’ άκρο του πολιτικού φάσματος.
Το πολιτικό σύστημα ισορρόπησε έτσι για πολλά χρόνια με μια τριπολική σχεδόν καθολική συναίνεση: Δημιουργήθηκαν δύο λαϊκίστικα κόμματα εξουσίας (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) με διαφορετική δόση κρατισμού που μοίραζαν υποσχέσεις έναντι ψήφων και μια αριστερά που έριχνε νερό στο μύλο τους πλειοδοτώντας στις προσφορές των δύο κομμάτων εξουσίας, χωρίς όμως να πείθει ότι μπορεί να γίνει κάτοχος του χρυσοφόρου κράτους. Σε όλη αυτή την ιστορία, το σημαντικό είναι καθολική συναίνεση στον κρατισμό ως αναγκαίο εργαλείο του λαϊκισμού. Το σύστημα λειτουργούσε αποτελεσματικά για την πελατεία, όσο είχε ταμείο για να τιμά, έστω και μερικώς, τις υποσχέσεις του. Τα δύο κόμματα εναλλάσσονταν στην εξουσία και η Αριστερά είχε βρει τον ρόλο της ως «ενεργός παράγων» για να ανυψώνεται η πλειοδοσία παροχών συνεχώς και περισσότερο, πέρα από κάθε λογικό όριο. Η συνενοχή στο έγκλημα υπήρξε τέλεια και τον λογαριασμό των πληρώνουμε τώρα.
Μετά, ήλθε το δημοσιονομικό αδιέξοδο του 2009. Τα δύο κόμματα εξουσίας, παρά την προθυμία τους να συνεχίσουν τα ταξίματα (το «άστο για αργότερα» του Καραμανλή και το «λεφτά υπάρχουν» του Παπανδρέου-Κατσέλη) δεν ήταν πια σε θέση να τιμήσουν τις υποσχέσεις τους. Και τότε το σύστημα του λαϊκισμού λειτούργησε με εκπληκτική συνέπεια: Το εκλογικό σώμα μετακινήθηκε μαζικά από τους αναξιόπιστους λαϊκιστές της εξουσίας, στις νέες πλειοδοτούσες παρατάξεις της δεξιάς και αριστεράς (Καμένος και ΣΥΡΙΖΑ). Είναι τόσο βαθειά η κουλτούρα του λαϊκισμού, ώστε παρασύρει στις νέες πηγές υποσχέσεων συγκούδουνο και τον κρατισμό, αναδεικνύοντας τον τελευταίο σε ηγεμονεύουσα οικονομική ιδεολογία. Επομένως, σήμερα βρεθήκαμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε το 1974. Η επισφράγιση της νέας ισορροπίας του συστήματος ήλθε μέσα από την εκλογική νίκη των «αντιμνημονιακών» δυνάμεων, δηλαδή των δυνάμεων που υπόσχονταν ξανά την επάνοδο στο σύστημα του Κράτους-Αμάλθειας πάσει θυσία.
Επομένως, πολιτικά η κοινωνία γύρισε σαράντα περίπου χρόνια πίσω. Τώρα ζούμε την διαδικασία όπου η πολιτική οπισθοδρόμηση τραβάει και την οικονομία προς το δικό της επίπεδο, αλλά με νέους πλέον όρους τους οποίους επιβάλλει η αδυναμία του εξωτερικού δανεισμού. Ο κίνδυνος τώρα είναι, μήπως η παλινδρόμηση της οικονομίας δεν ελεγχθεί και η χώρα κατρακυλήσει πολύ πιο κάτω από το 1974 από άποψη οικονομική. Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός επειδή ο κρατισμός του ’74 είχε συντηρηθεί από ένα δημοσιονομικό εκτραχηλισμό τον οποίο επέτρεπαν οι διεθνείς αγορές. Σήμερα οι αγορές έχουν πάρει πλέον την πολιτική πρωτοβουλία επάνω τους και υπαγορεύουν όρους φερεγγυότητας στη θέση της δογματικής παραδοχής της απεριόριστης φερεγγυότητας του Κράτους. Επομένως, επιστρέψαμε πίσω στο ’74 αλλά με όρους αναχρονισμού. Δηλαδή σε συνθήκες που δεν επιτρέπουν την επανάληψη της ιστορίας του λαϊκιστικού κρατισμού. Αυτή είναι μεγάλη τρύπα όπου κινδυνεύει να καταβαραθρωθεί η σημερινή ελληνική κοινωνία επειδή ψευδώς επίστεψε ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται.
Κλείνω τα μάτια μου μπροστά στην μελανή αυτή προοπτική και βλέπω ότι υπάρχει, ευτυχώς, και κάποιο ελπιδοφόρο στοιχείο στις εξελίξεις αυτές. Ο κρατισμός περιορίστηκε ως έκφραση των δύο άκρων του πολιτικού φάσματος. Κήρυκές του τώρα είναι προεχόντως ο ΣΥΡΙΖΑ και συμπληρωματικά με υπονοούμενα οι Ανεξάρτητοι Έλληνες. Το αποσκελετωμένο ΠΑΣΟΚ διατηρεί την τιμή μιας σοσιαλδημοκρατικής προοπτικής και κάτι προς την κατεύθυνση αυτή ευαγγελίζεται η ΔΗΜ.ΑΡ. Η ανάλογα αποσκελετωμένη ΝΔ δείχνει σημεία μετασχηματισμού σε κόμμα ευρωπαϊκής Δεξιάς και έτσι ο όγκος του λαϊκισμού και κρατισμού μετατοπίστηκε κυρίως στον ΣΥΡΙΖΑ. Το ζήτημα τώρα είναι αν οι δύο σκελετοί «ευρωπαϊκού πολιτικού προτύπου» θα μπορέσουν σύντομα να αποκτήσουν την σάρκα που χρειάζονται για να γίνουν αξιόπιστοι παίχτες σε ένα δύσκολο παιχνίδι που ανοίγεται μπροστά μας.
Η μετεξέλιξη των δύο πρώην κομμάτων εξουσίας δεν ήταν τυχαία. Εξαναγκάστηκαν στην αναρρύθμισή τους ακριβώς επειδή άσκησαν εξουσία υπό συνθήκες που δεν σήκωναν πλέον λαϊκισμούς και κρατισμούς. Τα κρατικά ταμεία στα τελευταία δύο χρόνια ήταν άδεια χωρίς ελπίδα να ξαναγεμίσουν με δανεικά παλαιού τύπου. Το δράμα είναι ότι ο κληρονόμος του λαϊκισμού-κρατισμού, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δοκίμασε τα πρακτικά όρια που βάζει η ενάσκηση της εξουσίας. Ένα μέρος του εκλογικού σώματος παρερμηνεύει τραγικά την αδυναμία αυτή, που την φαντάζεται ως δύναμη. Θεωρεί τον ΣΥΡΙΖΑ απαλλαγμένο από τα βρώμικα της εξουσίας αλλά δεν έχει καταλάβει ότι οι υποσχέσεις του είναι μάταιες αφού δεν έχει νόμιμα χρήματα για τις τιμήσει. Εν μέρει ο ΣΥΡΙΖΑ το ξέρει αυτό, και γιαυτό καταφεύγει στο «δόγμα Νταβέλη», δηλαδή στην υπόσχεση ότι θα εκβιάσει την πηγή των χρημάτων (ΕΕ) και με τα λύτρα που θα πάρει θα καλύψει το προϋπολογισμό για την επανασύσταση του Κράτους-τροφού και της οικονομίας των συντεχνιών.
Εδώ φαίνεται ξεκάθαρα ο ρόλος της Ιδεολογίας. Καμία λογική ανάλυση της κατάστασης δεν πείθει ποτέ τον πιστό του λαϊκισμού ότι το κράτος μπορεί να μην ταυτίζεται με τον μύθο της αγελάδας/Αμάλθειας που παράγει ατέλειωτες παροχές με μόνη την πίεση των μαλακών μορίων της. Επομένως, ο όγκος των λαϊκιστών/κρατιστών που μετακινήθηκε μαζικά από το ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να συνέλθει από την πλάνη του με οποιαδήποτε λογική ανάλυση και πειθώ. Θα συνέλθει τότε μόνο όταν ο νέος του Μεσσίας θα βρεθεί σε θέση εξουσίας και θα αποδειχτεί στην πράξη αδύναμος να τιμήσει τις σωτήριες υποσχέσεις του.
Η δύναμη αυτής της ιδεολογίας, δυστυχώς, κάνει πολύ δύσκολο αυτό το παιχνίδι της πολιτικής. Πιο εύκολα βγαίνει το γράσο από το πετσί παρά η ιδεολογία από την ψυχή. Αυτό το ξέρει ο ΣΥΡΙΖΑ και γιαυτό δεν πρόκειται να παραδεχτεί την ήττα του μόλις χτυπήσει στον τοίχο των ευρωπαϊκών πολιτικών περιορισμών. Την απάντηση την έχει έτοιμη. Αν συμβεί κάτι τέτοιο θα φταίνε οι «ευρωπαίοι» και όχι η ανοησία του προγράμματός του. Βέβαιος για την ιδεολογική μέθη των οπαδών του, θα επιχειρήσει τότε μια αντιευρωπαϊκή καμπάνια υψηλών πατριωτικών και εθνικιστικών τόνων που θα τον φέρει πολύ κοντά στους Ανεξάρτητους Έλληνες. Για να κρατήσει τις δικές του σημαίες από μια τέτοια αυτόματη συγγένεια, ο ΣΥΡΙΖΑ θα παίξει το χαρτί της πανευρωπαϊκής επανάστασης που από τώρα το ζωγραφίζει με τις φαιδρές συμμαχίες του με οριακές πολιτικές δυνάμεις της Ευρώπης. Θα είναι, τότε, ένα αδιέξοδο που τότε ακριβώς θα αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για το μέλλον της χώρας και της κοινωνίας μας: Αν το εκλογικό σώμα υποστηρίξει μια τέτοια εθνικιστική έκρηξη, η Ελλάδα θα κατρακυλήσει μέσα σε μήνες σε περίπου τριτοκοσμική απομόνωση. Να γιατί το όριο του 1974 δεν το θεωρώ ανάχωμα ανάσχεσης της κατρακύλας.
Μέσα σε μια τέτοια μάλλον ζοφερή προοπτική, ένα είναι το ζητούμενο από τις δυνάμεις που σκέφτονται με σύγχρονους όρους: Η δημιουργία ενός ισχυρού σοσιαλδημοκρατικού αναχώματος το ταχύτερο δυνατόν. Νομίζω ότι εκεί θα παιχτεί το ιστορικό μέλλον του τόπου μας. Αυτό πρέπει να το βάλουν καλά στο μυαλό τους τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η ΔΗΜ.ΑΡ. Είναι καιρός να σκεφτούν στρατηγικά και όχι με όρους εκλογικής τακτικής. Ο πολιτικός χώρος δεν πρόκειται να χωρέσει δύο διεκδικητές της θέσης της σοσιαλδημοκρατίας.
Τι θα πω, λοιπόν, στα παιδιά, τα εγγόνια και τους μαθητές μου; Πως θα παρηγορηθώ και ο ίδιος; Μάλλον, ότι εφόσον η Ιστορία ποτέ δεν επαναλαμβάνεται, πρέπει να μη περάσει καθόλου από το νου τους ποτέ ότι τώρα που έχουμε γυρίσει πολιτικά στο ‘74 θα μπορούσε να προκύψει μια νέα φάση Πασοκικού και Νεοδημοκρατικού λαϊκισμού. Γιαυτό ας κάνουν ότι περνά από το χέρι τους για βοηθήσουν στον εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματός μας. Ας κάνουν την κρίση περίοδο Σουμπετεριανής δημιουργικής καταστροφής αντί να ονειρεύονται με βάση τις διηγήσεις ανθρώπων σαν εμένα που έζησαν εκείνες τις μοιραίες καταστάσεις.
.
Ο Κωνσταντίνος Μ. Σοφούλης είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου