Εχουμε βολευτεί με το Μνημόνιο

Παντελής Καψής 06 Σεπ 2015

Οταν ο Ζυγός συναντά τον ανάδρομο Ερμή, λένε οι αστρολόγοι, τότε το αστρικό μας σύμπαν παθαίνει αλλεργικό σοκ. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στο πολιτικό μας σύστημα όταν δύο διαμετρικά αντίθετες πολιτικές προσωπικότητες, ο Αλέξης Τσίπρας και ο Σταύρος Θεοδωράκης ανακαλύπτουν ότι ακολουθούν ο ένας τα χνάρια του άλλου. Ο λόγος φυσικά για το «νέο» εναντίον του «παλιού», το κεντρικό πολιτικό επιχείρημα τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και του Ποταμιού σε αυτές τις εκλογές. Για να πληρωθεί το ρηθέν κατά τις γραφές ότι ο λαϊκισμός δεν έχει χρώμα.

Δεν είναι τυχαίο ότι τον πόλεμο στο παλιό τον κήρυξαν δύο κατ’ εξοχήν παιδιά του συστήματος. Ο Αλ. Τσίπρας έγινε γνωστός χάρη στις ανατροπές που έφερε στα σχολεία η Μεταπολίτευση και ο «εκδημοκρατισμός» που εισήγαγε το ΠΑΣΟΚ, με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα. Εγινε αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ κυρίως χάρη στη δημοσιότητα που είχε ως πρόεδρος του 15μελούς και αφού προηγουμένους ακολούθησε καριέρα κομματικού στελέχους. Ο Στ. Θεοδωράκης πάλι διέπρεψε στην τηλεόραση στην περίοδο της ακμής της μιντιακής φούσκας, αφού βέβαια πρώτα πάτησε γερά στην κρατικοδίαιτη ΕΡΤ. Και οι δυο με άλλα λόγια λειτουργούσαν εντός των τειχών.

Κάτω από διαφορετικές συνθήκες δεν θα άξιζε να ασχοληθεί κανείς με τέτοια επικοινωνιακά τρικ. Αλλωστε, τα προβλήματα στη χώρα είναι τέτοια που δεν αφήνουν περιθώρια μακροημέρευσης στην απλουστευτική συνθηματολογία. Από την άλλη, όμως, ακριβώς επειδή τα κόμματα έχουν κληθεί να διαχειριστούν μια κρίση που δοκιμάζει τις αντοχές της κοινωνίας, τέτοιες απλουστευτικές προσεγγίσεις έχουν πέραση. Σε όλο τον κόσμο και με διαφορετικές εκδοχές. Ακροδεξιές με τη Λεπέν, ριζοσπαστικές με τους Ποντέμος. Ακόμα και στις ΗΠΑ ένας δισεκατομμυριούχος, ο Ντόναλντ Τραμπ, εμφανίζεται ως η νέμεσις του συστήματος, ο πολιτικός που μιλάει στα ίσα και δεν μασάει τα λόγια του. Με άλλα λόγια, έχουμε χάσει τον μπούσουλα. Επί της ουσίας λοιπόν.

Πρώτον, δεν είναι σαφές τι συνιστά το νέο και τι το παλιό. Ο Αλέξης για παράδειγμα θεωρεί κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο του παλιού τον Σταύρο και τούμπαλιν. Και οι δύο άλλωστε φιλοξενούν επιφανείς εκφραστές του παλιού στις λίστες τους: υπουργοί, γραμματείς, πολιτευτές και γενικώς πρώην. Το τι θεωρούμε παλιό έτσι δεν εξαρτάται από την παλαιότητα αλλά από τις πολιτικές θέσεις. Κι ότι και αν λένε το ίδιο κάνουν στην πράξη τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το Ποτάμι.

Δεύτερον, είναι προφανές ότι το δίπολο νέο-παλιό δεν είναι ίδιο με το δίπολο καλό-κακό. Με άλλα λόγια, το νέο δεν είναι αναγκαστικά καλό, όπως απέδειξε η καταστροφική διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το τελευταίο επτάμηνο. Πέραν του αυτονόητου υπάρχει και ζήτημα ουσίας: η στάση μας απέναντι στη Μεταπολίτευση. Τα τελευταία σαράντα χρόνια, για παράδειγμα, ήταν πράγματι «αμαρτωλά» όπως λέει ο κ. Τσίπρας; Η Μεταπολίτευση είναι η πηγή του κακού, εξέθρεψε το «σκυλολόι» που ενοχλεί τον κ. Θεοδωράκη; Ή μήπως αυτά τα σαράντα χρόνια -με όλα τα σοβαρά προβλήματά τους και τη διαφθορά- ήταν τα καλύτερα της Νεότερης Ιστορίας μας; Τόσο σε σχέση με τη λειτουργία της Δημοκρατίας όσο και σε σχέση με τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών. Με άλλα λόγια, έχει νόημα να προστατεύσουμε αυτές τις κατακτήσεις ή όχι; Η Χρυσή Αυγή ξέρουμε τι λέει. Ο Αλέξης και ο Σταύρος; Κατανοούν σε τι αντιδημοκρατικό κατήφορο μπαίνουν;

Τρίτον και ενδεχομένως πιο ουσιαστικό. Στην πραγματικότητα, ούτε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ούτε ο αρχηγός του Ποταμιού πιστεύουν σε αυτό που λένε. Η επικοινωνιακή τους επιλογή εξυπηρετεί κυρίως τις τακτικές τους επιλογές. Για τον κ. Τσίπρα είναι μια μορφή εκβιασμού προς το εκλογικό σώμα: εγώ ή ακυβερνησία. Αλλά και ο τρόπος να αποφύγει να μπει στην κυβέρνηση και να αναλάβει ευθύνες αν χάσει τις εκλογές. Οσο για τον κ. Θεοδωράκη, με το εύρημα του «παλιού» δικαιολογεί την άρνησή του να συνεργαστεί με τις συγγενείς του δυνάμεις ώστε να συγκροτηθεί ένας ισχυρός τρίτος πόλος που θα εκτόπιζε και τη Χρυσή Αυγή από την τρίτη θέση. Ούτε τον κ. Τσίπρα ούτε τον κ. Θεοδωράκη τούς απασχολούν οι παρενέργειες. Οτι δηλαδή το δίλημμα λειτουργεί διχαστικά, καθώς έρχεται να αντικαταστήσει το άλλο ψεύτικο δίλημμα που μας ταλαιπώρησε μια πενταετία, «μνημονιακοί» και «αντιμνημονιακοί». Και βέβαια όπως κάθε ψεύτικο δίλημμα συσκοτίζει και αποπροσανατολίζει από τα πραγματικά προβλήματα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σε αυτές τις εκλογές η πολιτική έχει εξοριστεί. Το μόνο που συζητάμε είναι ποιος θα συνεργαστεί με ποιον! Τι θα κάνουν, δεν έχουμε ιδέα. Τελικώς έχουμε βολευτεί με το Μνημόνιο. Το βρίζουμε, στην πράξη όμως το ακολουθούμε γιατί δεν έχουμε να προτείνουμε τίποτε άλλο.