Σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις, μόνο το 16% του πληθυσμιακού δείγματος δίνει προτεραιότητα στην αντιμετώπιση του εκπαιδευτικού ζητήματος. Αντίθετα, σπαράγματα του ζητήματος κερδίζουν ζωηρούς τίτλους καθημερινά στα ΜΜΕ. Αλλά και στις δηλώσεις τους συχνά-πυκνά, οι πολιτικοί παράγοντες δηλώνουν το υψηλό τους ενδιαφέρον για το ίδιο θέμα. Αλλά και μεταξύ των δημόσιων διανοουμένων το ζήτημα βρίσκεται σε πρωτεύουσα προτεραιότητα. Έτσι έχουμε μιαν εικόνα, όπου το δημόσιο αίσθημα – οι δημόσιες προτιμήσεις ας πούμε- φαίνεται να απέχει από τις προτεραιότητες της πολιτικής ατζέντας των ελίτ. Ή μήπως δεν είναι έτσι. Μήπως δηλαδή η εικόνα είναι απατηλή; Και, τελικά, ποιος καθορίζει την πολιτική ατζέντα; Ο «δήμος», τα πολιτικά κόμματα ή μήπως και τα ΜΜΕ και ο λόγος των δημόσιων διανοουμένων; Τι μπορεί να σημαίνει αυτή η διάσταση ανάμεσα στη δημόσια αίσθηση και στις προτεραιότητες της ελίτ;
Μια πρώτη απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι ότι στην πραγματικότητα το ζήτημα της εκπαίδευσης είναι πράγματι χαμηλά στην πολιτική ατζέντα και αντικατοπτρίζει ουσιαστικά την θέση της κοινής γνώμης σε αντίθεση, όμως, προς την εικαζόμενη θέση των ελίτ. Στο υποτονικό ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, επίσης, απατηλά δείχνουν να διαφωνούν οι πολιτικοί θεσμοί και τα μέσα δημοσιότητας. Στην ουσία ελάχιστα ενδιαφέρει κι αυτούς το ζήτημα καθεαυτό, αλλά πολλά ενδιαφέροντα εκδηλώνονται «πέριξ» του ζητήματος και μάλιστα εις βάρος της ουσιαστικής αντιμετώπισής του. Με άλλα λόγια, ακόμη και όσοι ισχυρίζονται ότι έχουν ψηλά στα ενδιαφέροντά τους το ζήτημα, στη πραγματικότητα αναφέρονται σε κάποια περιορισμένη πλευρά του και όχι στη συνολική του μορφή.
Κατά πρώτο, η όλη συζήτηση κατ’ ανάγκη ξεκινάει από μια ομιχλώδη αφετηρία που ήδη δείχνει το χαμηλό βαθμό επικέντρωσης στο ζήτημα: Δεν υπάρχει καν ντοκουμέντο που να ορίζει ολοκληρωμένα περί τίνος πρόκειται. Κάτι, βρε αδελφέ, σαν μια Λευκή Βίβλος που να θέτει όλες τις διαστάσεις και να διατυπώνει τα ερωτήματα. Σε άλλες χώρες με δυτικό πολιτισμό, κάθε φορά που στην πολιτική ατμόσφαιρα κυκλοφορεί ένα τόσο σπουδαίο ζήτημα, οι υπεύθυνοι πολιτικοί φορείς, συνήθως οι κυβερνήσεις, φρόντιζαν ώστε να το αποτυπώσουν σε μια ολοκληρωμένη, τεκμηριωμένη και εμπεριστατωμένη έκθεση με την μορφή «Βίβλου». Για να μη αναφέρουμε το υπόδειγμα των ΗΠΑ που κρατάει κάτω από επίσημο μικροσκόπιο το εκπαιδευτικό σύστημα σε καθημερινη βάση από επί τούτοις ειδικευμένο δημόσιο φορέα.
Η έλλειψη «ντοκουμέντου βάσης» έχει βαρυσήμαντη σημασία. Δείχνει ότι ακόμη και ο ορισμός του ζητήματος δεν μπορεί να ξεκινήσει από ενιαία βάση. Έτσι έχουμε να κάνουμε με «όψεις» του εκπαιδευτικού ζητήματος που απεικονίζουν πλειάδα καλώς ή και κακώς εννοουμένων μικρο-συμφερόντων και που καθιστούν την συζήτηση εξαιρετικά δύσκολη αν όχι αδύνατη. Στο κείμενό μου αυτό θα αρκεστώ να απαριθμήσω αυτό το ποικίλο σύστημα οπτικών περί το ζήτημα της εκπαίδευσης. Προκαταβάλλοντας το συμπέρασμα, θα δούμε ότι μέσα σε μια Βαβέλ μικροαντιλήψεων και μικροσυμφερόντων, χάνεται εντελώς στο τέλος κάθε οπτική του ζητήματος στην ολοκληρωμένη του μορφή. Επομένως, η συζήτηση θα διαιωνίζεται χωρίς ορατό αποτέλεσμα σε ότι αφορά την αντιμετώπιση των προβλημάτων της εκπαίδευσης στην ουσιαστική τους υπόσταση.
Καθένας ως άτομο και κάθε μία συλλογικότητα έχει την δική της οπτική για το ζήτημα και πάνω σε αυτή θεμελιώνει την προτεραιότητα που δίνει στο πολιτικό του ενδιαφέρον. Ας δούμε τις κυριότερες από αυτές τις οπτικές.
1.Υπάρχει πρώτο, η επιστημονική οπτική. Θα έλεγα ότι πρόκειται για την οπτική που θεωρεί την εκπαίδευση ως ένα ολοκληρωμένο παραγωγικό σύστημα και ως εκ τούτου θέτει ζήτημα ποιότητας των εκροών του, δηλαδή των «προϊόντων» του. Αυτό είναι και το μέτρο της τοποθέτησης του ζητήματος ως «όλον». Αυτή η οπτική δεν απεικονίζεται ποτέ στις δημοσκοπήσεις ενώ θα έπρεπε να είναι το πλαίσιο αναφοράς όλων των σχετικών ερευνών.
2.Στη συνέχεια έρχονται οι οπτικές των επί μέρους παραγόντων που έχουν λόγο και στενό συμφέρον από το εκπαιδευτικό σύστημα. Η εικόνα του ζητήματος, εδώ, διασπάται σε επί μέρους οπτικές και επομένως κανείς δεν μπορεί να περιμένει από την άποψη αυτή και ολοκληρωμένη εκτίμηση του ζητήματος. Το μέγιστο που μπορεί να περιμένει είναι επί μέρους όψεις που δεν συντίθενται σε μια συνολική οπτική. Η σχέση των επί μέρους όψεων δεν είναι γραμμική και γιαυτό λογικά δεν μπορεί να αθροιστούν παρατιθέμενες εν σειρά. Αν μείνουμε σε αυτή την γραμμικότητα, ο κίνδυνος των θανατερών αντιφάσεων είναι σχεδόν αναπόφευκτος. Ας δούμε τις κυριότερες από αυτές τις οπτικές μαζί με μια εκτίμηση της μερικότητας τους.
α. Ας ξεκινήσουμε από την ξεχωριστή οπτική των κοινωνικών ομάδων που απαρτίζουν την «κοινωνία» και που αυτές τελικά δίνουν την βασική εικόνα στις δημοσκοπήσεις. Θα σταθούμε στις δύο κύριες ομάδες που εξηγούν την εικόνα σχεδόν στο σύνολό της. Πρόκειται για τους γονείς από τη μία, τους υποψήφιους μαθητές από την άλλη, και τους μαθητές/σπουδαστές. Κάθε μία από αυτές τις ομάδες έχει την οπτική της και τις δικές της προτεραιότητες: Οι γονείς ενδιαφέρονται να πάρουν το «χαρτί» τα παιδιά τους με τον φτηνότερο δυνατό τρόπο και την ελαχίστη ταλαιπωρία και πίεση. Ένα ελάχιστο μόνο ποσοστό τους έχει πραγματικό ενδιαφέρον και την ποιότητα των σπουδών που θα ακολουθήσουν τα παιδιά τους (μιλάμε με όρους πραγματικούς και όχι για την ιδεατή περίπτωση). Οι υποψήφιοι μαθητές/φοιτητές από την πλευρά τους προσβλέπουν στο εκπαιδευτικό σύστημα με την ελπίδα ότι θα τους πιέσει, θα τους κουράσει κατά το δυνατόν λιγότερο. Κι εδώ οι ενδιαφερόμενοι για την ποιότητα είναι ελάχιστοι έως ανύπαρκτοι. Τέλος, οι μαθητές και σπουδαστές, στην συντριπτική πλειοψηφία τους ενδιαφέρονται να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους με τον μικρότερο δυνατό κόπο. Συμπέρασμα: Από τις ομάδες αυτές της κοινωνίας, κανείς δεν μπορεί ρεαλιστικά να περιμένει πίεση για ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος κατά την έννοια που η επιστημονική άποψη ορίζει.
β. Ολιγάριθμη σχετικά αλλά εξαιρετικά επιδραστική, η ομάδα του εκπαιδευτικού και ακαδημαϊκού προσωπικού εκφράζεται δια μέσου των συνδικαλιστών της και δείχνει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι έχει μόνο άποψη για το ζήτημα όταν αυτό εφάπτεται με τα καλώς η κακώς κείμενα εργασιακά της δικαιώματα. Ούτε και από την πλευρά αυτή έχει φανεί πειστική προσπάθεια να τεθεί σε συζήτηση η ολοκληρωμένη όψη τους εκπαιδευτικού ζητήματος. Κατ’ εξοχήν σκληρή ως συντεχνία, ενεργεί σχεδόν αποκλειστικά υπέρ των οικονομικών και εργασιακών συμφερόντων της έστω κι αν αυτά έρχονται πολλές φορές σε σύγκρουση προς το πραγματικό συμφέρον του συστήματος.
γ. Άφησα στο τέλος την τελευταία αλλά όχι λιγότερο σημαντική ομάδα που ενεργοποιείται γύρω από το ζήτημα και που είναι τα πολιτικά κόμματα. Εδώ υπερχειλίζει ο πελατειακός χαρακτήρας της λειτουργίας τους με αποτέλεσμα να κατακερματίζουν το ζήτημα σε αποσπασματικές θέσεις αντικριστά προς την εκλογική πελατεία που θέλουν να προσελκύσουν. Αποθέωση της στάσης αυτής είναι η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ με αποκορύφωμα τις δραστηριότητες του Γαβρόγλου, που νομίζει ότι βρήκε το ελιξίριο που θα φέρει στην εκλογική στρούγκα του το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας (δηλαδή αυτών που σχετίζονται με την εκπαίδευση). Το σχετικό τέχνασμα/δόλωμα είναι η υποβάθμιση των εκπαιδευτικών λειτουργιών ώστε οι ενδιαφερόμενοι να διάγουν όσο πιο ξεκούραστα είναι δυνατόν. Η μετριοκρατική επίθεση που δέχεται αυτόν τον καιρό η εκπαίδευση σε όλα της τα επίπεδα, δείχνει εύγλωττα τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση βλέπει το εκπαιδευτικό ζήτημα. Αλλά και η στάση των κομμάτων της αντιπολίτευσης δείχνει από την άλλη την αδυναμία τους να διαμορφώσουν μια ολοκληρωμένη οπτική του εκπαιδευτικού ζητήματος. Έχω πολλούς λόγους να πιστεύω, ότι δεν πρόκειται για αντικειμενική αδυναμία, αλλά για τρόπο υπεκφυγής από τις αντιθέσεις που μια ολοκληρωμένη θέση θα προκαλούσε με το πελατειακό τους σύστημα που δεν εννοούν να το απεμπολήσουν.
Το συμπέρασμα από την παραπάνω εικόνα είναι, ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει σήμερα αξιόλογο κοινωνικό δυναμικό που θα πιέσει το πολιτικό σύστημα να εγκύψει σε μια ολοκληρωμένη τοποθέτηση απέναντι στο εκπαιδευτικό ζήτημα. Αδιέξοδο, λοιπόν;
Όπως σε όλες τις ανάλογες ιστορικές περιπτώσεις, η διάρρηξη του αδιεξόδου μόνο από κάποιο κομμάτι της πνευματικής ελίτ μπορεί να έλθει. Από εκεί μπορεί να ξεκινήσει μια επίμονη προσπάθεια μέχρι να συγκροτηθούν τελικά οι κοινωνικές συμμαχίες που θα επιβάλλουν την εγγραφή του ολοκληρωμένου ζητήματος υψηλά στην πολιτική ατζέντα. Και για να γίνω πρακτικά συγκεκριμένος, θέλω να ελπίζω ότι κάποιος φορέας του δημόσιου διανοητικού διαλόγου, όπως Το Δίκτυο ή η Διανέοσις, θα μπορούσε να αναλάβει το εθνικό καθήκον συγκρότησης της Λευκής Βίβλου που θα φέρει την κοινωνία και το πολιτικό σύστημα μπροστά στις πραγματικές ευθύνες του.