Σε μερικές μέρες, οι πολίτες όλων των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης καλούνται να ψηφίσουν στις ευρωεκλογές. Καλούνται με την ψήφο τους να συνδιαμορφώσουν το μέλλον της Ευρώπης, σε μια συγκυρία βαθιάς κρίσης και έλλειψης εμπιστοσύνης στην ικανότητα της Ευρώπης να αντιμετωπίσει τα συσσωρευμένα προβλήματά της.
Η ανάγνωση της σημερινής κατάστασης της Ε.Ε. είναι αντιφατική. Από τη μια πλευρά υπάρχουν δείγματα εξόδου από την πολύχρονη κρίση (ελαφρά θετικοί ρυθμοί μεγέθυνσης, σημαντικά βήματα για το συντονισμό της δημοσιονομικής πολιτικής και για την τραπεζική εποπτεία, δημιουργία μηχανισμών αντιμετώπισης της κρίσης, ανάκτηση εμπιστοσύνης από τις διεθνείς αγορές κ.ά.).
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν, επίσης, σημαντικά στοιχεία που δείχνουν ότι η κρίση είναι πάντα παρούσα, ιδίως στις νοτιότερες χώρες (τεράστια ποσοστά ανεργίας, αύξηση των ανισοτήτων τόσο στο εσωτερικό των κρατών όσο και, ακόμη περισσότερο, μεταξύ των κρατών-μελών, περιορισμένη αλληλεγγύη, αύξηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού κ.ά.).
Ολα αυτά μέσα σε ένα κόσμο που συνεχώς αλλάζει προς μια κατεύθυνση που δεν ευνοεί την Ευρώπη. Σύμφωνα με στατιστικές εκτιμήσεις, σε τριάντα χρόνια από σήμερα, η Ε.Ε. θα παράγει μόνο το 15,5% του παγκόσμιου ΑΕΠ έναντι 23,1% που παράγει σήμερα, ενώ η Κίνα θα παράγει το 25,1% από 11,5% που παράγει σήμερα. Ανάλογη μείωση θα υπάρξει και στις ΗΠΑ – από το 21,9% του παγκόσμιου ΑΕΠ σήμερα στο 14,3% σε τριάντα χρόνια (βλ. μελέτη του CEPS).
Αν υπολογισθεί ακόμη ο δημογραφικός μαρασμός της Ευρώπης, η τεράστια συσσώρευση χρέους, η δυσκολία του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος να αντιμετωπίσει τα «κόκκινα» δάνεια, η ενεργειακή εξάρτηση, η τεχνολογική υστέρηση σε σχέση με τους ανταγωνιστές της, ΗΠΑ, Ιαπωνία και τις αναδυόμενες οικονομίες, τότε το μέλλον της Ευρώπης δεν διαγράφεται ευοίωνο.
Η δυσκολία συνεννόησης μετά τη μεγάλη διεύρυνση, με 13 νέες χώρες, η προϊούσα ανισορροπία οικονομικής ισχύος, μεταξύ των βασικών πυλώνων της Ε.Ε. , δηλ. της Γερμανίας και της Γαλλίας, η αλλοίωση του θεσμικού συστήματος λήψης αποφάσεων της Ε.Ε., όπου από την «κοινοτική μέθοδο» οδηγηθήκαμε στον διακυβερνητισμό και μετά στη συγκέντρωση των αποφάσεων μόνο από μία χώρα, τη Γερμανία, περιορίζουν τις δυνατότητες ενός άλματος προς ουσιαστική ενοποίηση και, συνεπώς, προς μια ισχυρότερη γεωπολιτική θέση στον κόσμο.
Η καθυστέρηση της Ευρώπης στην αντιμετώπιση της κρίσης σε σχέση με τις ΗΠΑ, και κυρίως ο τρόπος που επελέγη να αντιμετωπισθεί το δημοσιονομικό πρόβλημα, δηλαδή, όχι με ενίσχυση της ανάπτυξης, όπως έγινε στις ΗΠΑ, αλλά με λιτότητα και συνεπώς ύφεση, επιδείνωσε τις ανισότητες και προκάλεσε κοινωνική κρίση σε πολλές ασθενέστερες χώρες-μέλη. Ταυτόχρονα, κλόνισε την εμπιστοσύνη των πολιτών στην ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης και υπέθαλψε λαϊκιστικά και αντιευρωπαϊκά κινήματα στα δεξιά και τα αριστερά του πολιτικού φάσματος στις περισσότερες χώρες-μέλη.
Στο σημείο που είμαστε σήμερα χρειάζεται μια διαφορετική ευρωπαϊκή πολιτική, που μπορεί να προκύψει μόνο από μια νέα πολιτική πραγματικότητα μετά τις ευρωεκλογές. Χρειάζονται μεγάλες αλλαγές στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, με ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμοποίησης των αποφάσεων. Χρειάζεται μεγαλύτερη αποφασιστικότητα προς την κατεύθυνση ολοκλήρωσης της νομισματικής ενοποίησης με δημοσιονομική ενοποίηση και τραπεζική ένωση. Τα βήματα που έχουν γίνει μέχρι σήμερα είναι μικρά και διστακτικά. Χρειάζονται άλματα για να εξασφαλισθεί ένα διαφορετικό, περισσότερο ελπιδοφόρο, μέλλον για την Ευρώπη.
Για να πραγματοποιηθούν όμως τόσο μεγάλες αλλαγές, είναι προφανές ότι απαιτείται συνεννόηση μεταξύ των ισχυρότερων χωρών-μελών της Ε.Ε., που θα δώσει μια νέα πνοή στην Ευρωπαϊκή ιδέα και θα οδηγήσει σε στενότερη πολιτική ενοποίηση. Πόσο ρεαλιστική είναι μια τέτοια προοπτική σήμερα; Αυτό είναι ένα ζήτημα που εξαρτάται από τους συσχετισμούς των ευρωπαϊκών πολιτικών και των κοινωνικών δυνάμεων και, βέβαια, από τη διορατικότητα των ευρωπαϊκών πολιτικών ηγεσιών.