Ο Τόμας Μαν στο εμβληματικό «Μαγικό βουνό» (γραμμένο το 1924) βάζει τον Σεπτεμπρίνι να υποστηρίξει ότι «Δεν υπάρχει μη πολιτική. Ολα είναι πολιτική», κάτι που προκαλεί την αμηχανία του βασικού ήρωά του, του Χανς Κάστορπ. Εκτοτε, αυτή η αντίληψη γνώρισε ιδιαίτερη δημοφιλία στις δυτικές κοινωνίες, ιδίως στην Αριστερά, και έγινε κεντρικό πολιτικό σύνθημα στον γαλλικό Μάη του 1968.
Από τότε, πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι στις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Πολλοί διανοητές υποστήριξαν ότι δεν είναι όλα πολιτική γιατί υπάρχει ένας σκληρός πυρήνας ιδεών και αντιλήψεων που είναι, ή που πρέπει να είναι, πέραν της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, το κράτος δικαίου, η διάκριση των εξουσιών, τα δικαιώματα θα έπρεπε να είναι συστατικά στοιχεία σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο που υπερβαίνει τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και την κλασική διάκριση Δεξιάς/Αριστεράς. Η υπερπολιτικοποίηση των πάντων τελικά οδηγεί στην άρνηση της πολιτικής, τη μετατρέπει σε απολιτική καρικατούρα.
Αυτό ακριβώς το φαινόμενο ζούμε αυτές τις ημέρες στη χώρα μας με την υπόθεση Λιγνάδη. Μια δικαστική απόφαση έχει οδηγήσει σε πρωτοφανείς πολιτικές αντιδράσεις, στις οποίες πρωτοστατεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που έχουν ως κύρια στόχευση την πολιτική εξουσία. Το όνομα της προέδρου του δικαστηρίου αναγιγνώσκεται σε όλα τα θέατρα της χώρας, ο εγκαλούμενος διαπομπεύεται, ο Ρουβίκωνας υποδύεται τον δικαστή και η κυβέρνηση καταγγέλλεται για μια ετυμηγορία με την οποία κάποιοι διαφωνούν, όχι συνολικά αλλά εν μέρει, στο σκέλος της αναστολής στην εκτέλεση της ποινής που του επιβλήθηκε για δύο βιασμούς.
Πρόκειται για πρωτοφανή παραλογισμό. Η υπερπολιτικοποίηση της κριτικής μιας δικαστικής απόφασης οδηγεί στο αντίθετο άκρο, στη δημιουργία ενός αχρείαστου πολιτιστικού πολέμου χωρίς κανόνες. Καλλιεργείται μια μεταλλαγμένη πολιτική πόλωση και εκτοξεύεται μια ρητορική μίσους που έφερε τη χώρα στο χείλος του γκρεμού πριν από λίγα χρόνια. Η κριτική των αποφάσεων της Δικαιοσύνης είναι ένα αυτονόητο δικαίωμα όλων. Η υπερβολή στα μέσα, στο ήθος και το ύφος είναι εκείνο που την κάνει αποκρουστική. Η επίκληση στο «κοινό περί δικαίου αίσθημα» είναι μια φασίζουσα αντίληψη, σε πλήρη αντίθεση με τα προτάγματα της νεωτερικότητας. Είναι μεσαιωνικό κυνήγι μαγισσών. Αυτή η υπερπολιτικοποίηση της καθημερινότητας τείνει να γίνει δομικό στοιχείο της πολιτικής μας ζωής. Από την υπόθεση Πισπιρίγκου έως τη ράμπα για αναπήρους στην Ακρόπολη, συγκροτείται ένας άναρθρος πολιτικός (μη) λόγος που καταλήγει σ' ένα και μόνο πρόταγμα: να φύγει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός στοχοποιούνται αρθρογράφοι και συγκροτείται μια ιδιότυπη ιδεολογική τρομοκρατία.
Τέτοιες πρακτικές δημιουργούν ένα υβρίδιο αριστερισμού και λαϊκισμού που δίνει συνεχώς το παρών τα τελευταία χρόνια. Αυτό το υβρίδιο κέρδισε τη λαϊκή υποστήριξη το 2015, ηττήθηκε εκλογικά το 2019 και έκτοτε συναντήθηκε με τον αντιδυτικισμό, το αντιμνημόνιο, την άρνηση της πανδημίας, τον ανορθολογισμό του αντιεμβολιαστικού κινήματος και την υποστήριξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Η χώρα χρειάζεται μια στοιχειώδη πολιτική ηρεμία. Οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι που διαγράφονται για το επόμενο χρονικό διάστημα πρέπει να οδηγήσουν όλες τις πολιτικές δυνάμεις σε αυτοσυγκράτηση. Οσοι φαντασιώνονται αυτοδικίες, κρεμάλες και αγανακτισμένους πρέπει να απομονωθούν και να περιθωριοποιηθούν. Αυτές οι αντιλήψεις πρέπει να ηττηθούν. Αλλιώς, η Δημοκρατία θα μπει και πάλι σε επικίνδυνες ατραπούς.
Πηγή: www.tanea.gr