Ένα εξαιρετικό κείμενο του Cas Mudde, στο Guardian, για το αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών και τη νίκη της Μελόνι. Ο Mudde σκιαγραφεί τη μεγάλη εικόνα στις ευρωπαϊκές χώρες, επισημαίνοντας ότι είναι λάθος να μιλάμε για μια γενικευμένη νίκη της ακροδεξιάς, δεδομένου ότι πρόσφατα ηττήθηκε σε χώρες όπως η Γερμανία, η Νορβηγία και η Σλοβενία.
Ο συγγραφέας εντοπίζει τα ενδογενή προβλήματα του συνασπισμού εξουσίας που προέκυψε από τις εκλογές και υποστηρίζει ότι ο Σαλβίνι και ο Μπερλουσκόνι ήταν ανάμεσα στους ηττημένους της εκλογικής αναμέτρησης.
Το μεγάλο πρόβλημα, κατά τον Mudde είναι ότι σταδιακά δημιουργείται στην Ευρώπη ένα νέο πολιτικό τοπίο, όπου, κατά εντυπωσιακό και καταθλιπτικό τρόπο, «τα φιλελεύθερα δημοκρατικά κόμματα φαίνεται να μην έχουν ακόμη καμία ιδέα πώς να αντιμετωπίσουν αυτή την πραγματικότητα».
Πέτρος Παπασαραντόπουλος
Η ακροδεξιά ηγέτιδα είναι μια σχετικά άπειρη πολιτικός και μπορεί να έχει μικρό αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή πολιτική
Πρωθυπουργός από την ακροδεξιά για πρώτη φορά στη μεταπολεμική Δυτική Ευρώπη θα είναι γυναίκα: η Τζόρτζια Μελόνι. Αν θεωρήσουμε ότι τα exit poll[1] είναι σωστά, κάτι που είναι πιθανό, καθώς συμφωνούν με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις πριν από τις εκλογές, το «κεντροδεξιό» μπλοκ, που κυριαρχείται από την ακροδεξιά, θα κερδίσει περίπου το 42% των ψήφων. Λόγω του μη αναλογικού συστήματος και της έλλειψης εκλογικού συνασπισμού μεταξύ του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος και του μεταρρυθμισμένου Κινήματος των Πέντε Αστέρων, αυτό θα τους δώσει τεράστια πλειοψηφία στο κοινοβούλιο.
Η πιο σημαντική αλλαγή αφορά την εσωτερική δυναμική ισχύος στο εσωτερικό του «δεξιού μπλοκ». Μέχρι το 2018, στον συνασπισμό κυριαρχούσε ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος ήταν προβληματικός από κάθε άποψη, αλλά δεν ήταν ακροδεξιός. Το 2018, η Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι έγινε ελαφρώς μεγαλύτερη από τη Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι, αλλά τώρα το «μεταφασιστικό» κόμμα Αδέλφια της Ιταλίας[2] της Μελόνι θα κυριαρχήσει στο μπλοκ.
Η μεγάλη νίκη αυτού του μπλοκ θα τροφοδοτήσει περαιτέρω τη φρενίτιδα των μέσων ενημέρωσης σχετικά με την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Αλλά αυτές οι αναφορές είναι σε μεγάλο βαθμό ανιστόρητες και με βάση τα γεγονότα λανθασμένες. Πρώτον, αγνοούν τις διάφορες εκλογικές ήττες των ακροδεξιών κομμάτων σε άλλες πρόσφατες εκλογές, όπως στη Γερμανία, τη Νορβηγία και τη Σλοβενία[3]. Δεύτερον, τα ακροδεξιά κόμματα εισέρχονται στο κυρίαρχο πολιτικό ρεύμα και σχηματίζουν κυβερνήσεις από τις αρχές του αιώνα.
Αν υπάρχει κάτι αξιοσημείωτο στη νίκη του κόμματος Αδέλφια της Ιταλίας, και του Σουηδοί Δημοκράτες[4] δύο εβδομάδες νωρίτερα, είναι ότι και τα δύο κόμματα έχουν τις ιδεολογικές και οργανωτικές τους ρίζες στον (νεο)φασισμό. Αλλά ακόμη και αυτό δεν είναι πρωτόγνωρο· το ίδιο έκανε και η Εθνική Συμμαχία, ο προκάτοχος του κόμματος Αδέλφια της Ιταλίας, που συμμετείχε στις πρώτες κυβερνήσεις του Μπερλουσκόνι πριν συγχωνευτεί με τη Φόρτσα Ιτάλια. Και, το πιο σημαντικό, ιδεολογικά, τα Αδέλφια της Ιταλίας και οι Σουηδοί Δημοκράτες δεν είναι ούτε πιο ριζοσπαστικά ούτε πιο μετριοπαθή από άλλα λαϊκιστικά ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα, όπως το αυστριακό Κόμμα της Ελευθερίας ή ο Εθνικός Συναγερμός της Μαρίν Λε Πεν.
Ομοίως, οι εικασίες ότι η νέα ακροδεξιά ιταλική κυβέρνηση πρόκειται να επηρεάσει σημαντικά την ΕΕ, πόσο μάλλον να αποτελέσει νίκη του Βλαντιμίρ Πούτιν, είναι όχι απλώς υπερβολικές, αλλά και λανθασμένες. Είναι αλήθεια ότι τόσο η Μελόνι όσο και ο Σαλβίνι υποστήριζαν επί μακρόν τον Πούτιν[5], αλλά και οι δύο έχουν ρίξει τους τόνους[6] σημαντικά μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Το πιο σημαντικό είναι ότι ο συνασπισμός κυριαρχείται από τη Μελόνι και τα Αδέλφια της Ιταλίας, που έχουν ευθυγραμμιστεί με τους Ευρωπαίους Συντηρητικούς και Μεταρρυθμιστές, μια πολιτική ομάδα στην οποία κυριαρχεί το πολωνικό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη[7], ο πιο θερμός επικριτής του Πούτιν.
Όπως και η Πολωνία, και η Ουγγαρία, η Ιταλία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, ιδιαίτερα μετά την πανδημία του Covid-19. Η νέα κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται να θέσει σε κίνδυνο αυτά τα κονδύλια, πόσο μάλλον να δρομολογήσει την έξοδο από την ΕΕ. Αντιθέτως, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η ιταλική κυβέρνηση να στηρίξει την Πολωνία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, καθιστώντας την πολωνική κυβέρνηση λιγότερο εξαρτημένη από τον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας, Βίκτορ Ορμπάν, με τον οποίο οι σχέσεις έχουν χαλάσει από την αρχή του πολέμου.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν σοβαροί λόγοι να περιμένουμε ότι η νέα κυβέρνηση δεν θα γίνει ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας στην ευρωπαϊκή πολιτική. Πρώτον, η επιτυχία των Αδελφών της Ιταλίας βασίζεται στη διατήρηση χαμηλού προφίλ, με το να μένει έξω από διάφορες κυβερνήσεις. Η Μελόνι επωφελήθηκε από το γεγονός ότι ήταν ο αντι-Σαλβίνι, μια σχετικά ήρεμη και προβλέψιμη υποψήφια. Όπως σημειώνει ο Simon Kuper[8], ενώ ο Μπερλουσκόνι και ο Σαλβίνι είναι εκπρόσωποι του λαϊκισμού τύπου σόουμαν του Τραμπ, η Μελόνι μοιάζει περισσότερο με τον Ορμπάν, με περισσότερες πολιτικές και λιγότερα πολιτικά τεχνάσματα.
Δεύτερον, η Μελόνι είναι μια σχετικά αδοκίμαστη πολιτική ηγέτιδα, η οποία εξαρτάται από δύο έμπειρους πολιτικούς, αμφότεροι με τεράστιο εγώ και διακαή πόθο να βρίσκονται στο επίκεντρο της προσοχής και της εξουσίας. Παρόλο που φαίνεται να έχει σχετικά μικρό εγώ για πολιτικό και είναι καλή στο να μοιράζεται τα φώτα της δημοσιότητας με άλλους, ο Μπερλουσκόνι και ο Σαλβίνι είναι επίσης τυπικοί μάτσο άντρες. Θα μπορέσουν πραγματικά να παίξουν δευτερεύοντα ρόλο δίπλα σε μια γυναίκα;
Τρίτον, η νέα κυβέρνηση έρχεται στην εξουσία τη χειρότερη στιγμή. Όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη, η Ιταλία αντιμετωπίζει κρίση κόστους ζωής και ενέργειας, που είναι βέβαιο ότι θα επιδεινωθούν αυτόν τον χειμώνα. Και οι δύο κρίσεις ήταν ήδη χειρότερες από ό,τι στις περισσότερες άλλες χώρες, καθώς η Ιταλία εξακολουθεί να αισθάνεται τις επιπτώσεις μιας ακόμη ύφεσης[9] και της πανδημίας, ενώ εξαρτάται ιδιαίτερα από το ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο. Αν και η κοινοβουλευτική της πλειοψηφία είναι μεγάλη και μπορεί εύκολα να δεχθεί μεμονωμένες αποστασίες, όλα τα κόμματα του συνασπισμού θα παρακολουθούν νευρικά τις δημοσκοπήσεις τους επόμενους μήνες.
Εν ολίγοις, οι ιταλικές εκλογές ήταν τόσο μοναδικές όσο και συνηθισμένες. Ήταν μοναδικές επειδή η Μελόνι θα είναι η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Ιταλίας[10] και η πρώτη ακροδεξιά πρωθυπουργός στη σημερινή Δυτική Ευρώπη. Αλλά ήταν συνηθισμένες με την έννοια ότι τα ακροδεξιά κόμματα (και οι ιδέες) αποτελούν μέρος του κυρίαρχου πολιτικού ρεύματος στην Ευρώπη εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες. Το πιο εντυπωσιακό, και καταθλιπτικό, είναι ότι τα φιλελεύθερα δημοκρατικά κόμματα φαίνεται να μην έχουν ακόμη καμία ιδέα πώς να αντιμετωπίσουν αυτή την πραγματικότητα.
Το πρωτότυπο κείμενο στα αγγλικά, https://www.theguardian.com/commentisfree/2022/sep/26/giorgia-meloni-won-big-italy-many-obstacles
[1] Δες στο https://www.theguardian.com/world/2022/sep/25/italy-elections-exit-polls-point-to-victory-for-coalition-led-by-far-right-giorgia-meloni
[2] Δες περισσότερα στο https://www.theguardian.com/world/brothers-of-italy
[3] Δες στο https://www.theguardian.com/world/2022/apr/25/pro-eu-politicians-herald-defeat-slovenia-hard-right-janez-jansa-robert-golob
[4] Δες στο https://www.theguardian.com/world/2022/sep/14/swedish-pm-concedes-election-defeat-to-bloc-led-by-far-right-sweden-democrats
[5] Δες στο https://www.politico.eu/article/giorgia-meloni-valdimir-putin-italy/
[6] Δες στο https://www.theguardian.com/world/2022/sep/09/cracks-show-in-meloni-salvini-alliance-over-russia-sanctions-italy
[7] Δες περισσότερα στο https://blogs.lse.ac.uk/europpblog/2022/01/06/why-is-polands-ruling-party-building-closer-links-with-right-wing-eurosceptic-groups/
[8] Δες στο https://www.ft.com/content/39d7044d-bc5f-41a0-b2c2-586fa0a1de9b
[9] Δες περισσότερα στο https://www.theguardian.com/world/2020/mar/10/an-italian-financial-crisis-is-certain-the-big-question-is-how-contagious-it-is
[10] Δες περισσότερα στο https://www.theguardian.com/world/italy