Η συνάντηση ενός καταξιωμένου στιχουργού με έναν άγνωστο συνθέτη

Τέλης Σαμαντάς 25 Ιουν 2024

«Ο Μίκης Θεοδωράκης, κατ’ αρχήν, δεν μου γέμισε το μάτι. Μου φάνηκε πολύ ψηλός. Δεν έδειξα όμως τίποτα και για να τον ενθαρρύνω, του μίλησα λιγάκι πατρικά …»

(Η συνάντηση ενός καταξιωμένου στιχουργού με έναν άγνωστο συνθέτη. Με αφορμή την σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Μουσικής και ορισμένα άλλα επίκαιρα. Δια χειρός Μποστ, φυσικά. Για το χιούμορ τα έχουμε πει, μην τα ξαναλέμε. Διαβάζεται μέχρι και την τελευταία λέξη.)

«Ο φίλος μου ο Παύλος εγνώριζε από καιρό ότι έγραφα ωραιότατα ελαφρά τραγούδια και με θαύμαζε. Μια μέρα, μόλις του διάβασα το τελευταίο μου, το «Δάγκωσέ με να λυσσάξω», μου μίλησε καθαρά:

- Άκουσε, μου είπε, αυτά που γράφεις είναι αριστουργήματα και δεν πρέπει να πάνε χαμένα. Πρέπει κάποιος να τα μελοποιήσει για να γίνουν κτήμα του λαού. Έχω ένα φίλο μου συμπατριώτη απ’τα Χανιά, που είναι συνθέτης. Θέλεις να του μιλήσω;

Η πρότασή του δεν με ενθουσίασε πολύ. Έδειξα κάποιο σκεπτικισμό.

- Δεν έχω εμπιστοσύνη σε κανένα συνθέτη, Παύλο μου. Ίσως μου τα καταστρέψει. Φίλος μου είσαι και ξέρεις πόσο προσέχω τον δαντελένιο μου στίχο και τις λεπτομέρειες. Δεν αρκεί οι στίχοι μου να είναι καλοί. Πρέπει και ο συνθέτης να ευρίσκεται εις το ύψος των.

- Το ξέρω. Γι’ αυτό και σου προτείνω αυτόν. Όλοι λένε πως έχει μεγάλο ταλέντο. Έγραψε τις ΦΟΙΝΙΣΣΕΣ στο Εθνικό.

- Πώς λέγεται;

- Μίκης Θεοδωράκης.

- Άγνωστο όνομα. Τι σόι πράγμα είναι;

- Λαμπρό παιδί ο Μίκης. Μόνο που είναι πανύψηλος.

- Ωραία. Κανόνισέ μου ένα ραντεβού μ’αυτόν τον Επιμήκη, να δω αν μου κάνει κατ’αρχήν.

- Σύμφωνοι. Κι εσύ φέρε μαζί σου ό,τι τραγούδια έχεις γράψει. Έτσι;

- Εντάξει. Ας βοηθήσουμε και τους νέους, τι να κάνουμε…

Σε δυο μέρες, ο Παύλος έκλεισε ένα ραντεβού μαζί του, στις 2½ , έξω από του Φλόκα. Πήγα με την τσάντα μου κι έγιναν οι συστάσεις.

- Μίκη, είπε ο Παύλος, να σου συστήσω τον φίλο μου για τον οποίο σου έλεγα.

Ο Μίκης Θεοδωράκης, κατ’αρχήν, δεν μου γέμισε το μάτι. Μου φάνηκε πολύ ψηλός. Δεν έδειξα όμως τίποτα και για να τον ενθαρρύνω, του μίλησα λιγάκι πατρικά.

- Άκουσε, παιδί μου, του είπα αφού καθίσαμε. Σήμερα ίσως κρίνεται η τύχη σου και το μέλλον σου. Αν τα καταφέρεις με τούτα δω (και χτύπησα με σημασία την τσάντα), θα σε κάνω διάσημο. Ο Παύλος μου μίλησε για σένα με πολύ καλά λόγια και μου είπε ότι έχεις κάποιο ταλέντο. Γι’αυτό θέλω να σε βοηθήσω. Χιλιάδες συνθέτες μου ‘παν να μου τα μελοποιήσουν, αλλά εγώ διάλεξα εσένα.

- Σας ευχαριστώ. Θα κάνω ό,τι μπορώ. Θέλετε να μου διαβάσετε κανένα;

Άνοιξα την τσάντα και του διάβασα τρία. Ένα για τσα-τσα, το «Κογκολέζα τρελή τσαχπίνα», ένα φοξ «Απόψε κάνεις μαμ» και το ταγκό «Πεινώ». Μόλις τελείωσα το τρίτο, ένιωσα τον Επιμήκη να μου σφίγγει συγκινημένος το χέρι.

- Τέτοια τραγούδια, ομολογώ, πως πρώτη μου φορά άκουσα. Είσθε επαναστάτης της φόρμας. Προτρέχετε της εποχής σας. Ειλικρινά σας συγχαίρω.

- Λοιπόν, Επιμίκη, τι καταλαβαίνεις; Τ’ αναλαμβάνεις;

- Να σας πω, μου είπε, τ’ αναλαμβάνω, αλλά θ’ αργήσω λιγάκι. Ξέρετε, αυτές τις ημέρες εγγράφω κάτι τραγούδια από τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ του Γιάννη Ρίτσου με διεύθυνση του Μάνου Χατζιδάκι. Θέλετε να μιλήσω του Μάνου; Είναι πολύ φίλος μου…

- Τι είναι αυτός;

- Συνθέτης;

- Είναι καλός;

- Κάτι παραπάνω από άριστος.

- Ναι, βρε παιδί μου, αλλά πέφτουμε από άγνωστο σε άγνωστο. Τι λες εσύ, Παύλο;

- Δοκιμάζουμε. Χάνουμε τίποτα; Για να τον προτείνει ο Μίκης, κάτι θα ξέρει.

- Βρε για κοίτα κάτι ατυχίες, είπα. Να ‘χω τέτοια έτοιμα τραγούδια και να μη βρίσκουμε συνθέτη να τους περάσει νότες.

Άρχισα απογοητευμένος να χώνω τα τραγούδια μου στην τσάντα και να τα πατηκώνω με θυμό.

- Κατάλαβες, φίλε μου. Να δίνεις σίγουρες επιτυχίες στα παιδαρέλια και να μας κάνουν και ναζάκια από πάνω ότι είναι φορτωμένοι. Τέλος πάντων. Αφού δεν μπορείς, βέβαια, δε θα σε πιάσουμε κι απ’το λαιμό. Φώναξε τον άλλον, τον… πώς τον είπαμε;

- Μάνο Χατζιδάκι.

- Ωραία, πες του Χατζιδάκι σου. Κι αν δεν μπορεί αυτός, δεν χάθηκε ο κόσμος. Εδώ χιλιάδες συνθέτες με παρακαλούν. Λοιπόν, κανονίστε τα με τον Παύλο και ο Παύλος με ειδοποιεί.

Πήρα την τσάντα μου και πήγα βιαστικός στο σπίτι. Στο δρόμο είδα τα φανάρια με το πράσινο κύμα κι εμπνεύστηκα ένα καινούριο, «Το πράσινο κύμα», με το οποίο θα σάρωνα κυριολεκτικά, τα «Δυο πράσινα μάτια με μπλε βλεφαρίδες», διότι εγώ είχα περισσότερα χρώματα. Εκτός από μπλε Σίμκα, είχα και κόκκινα Φίατ, πράσινα Σκόντα κι ένα σωρό άλλες μάρκες. Έλεγα να βάλω κι ένα φορτηγό, δοκίμασα δυο - τρεις φορές, αλλά «μποτιλιαριζόταν» ο στίχος και το ‘βγαλα απ’ τη μέση για ν’ ανακουφίσω την καλή κυκλοφορία των άλλων ιδιωτικών. Στη θέση του φορτηγού έβαλα ένα καμιόνι, διότι το καμιόνι πήγαινε ωραιότατα με το κρυώνει. «Φυσάει και τρέχει το καμιόνι, ενώ ο τροχονόμος κρυώνει…»

Στο τέλος, βγήκε πολύ συγκινητικό, διότι έβαλα το καμιόνι να πατάει και μια γριά».

(Από το βιβλίο «Μποστ -Σκίτσα και Κείμενα», εκδ. Καστανιώτης)