Όσοι παρακολουθούμε τα δημόσια πράγματα της περιόδου μετά την μεταπολίτευση έχουμε βιώσει την έως και βίαιη αντίσταση της Εκκλησίας και των ανθρώπων της σε κάθε αλλαγή του οικογενειακού δικαίου και όχι μόνο.
Τα θυμόμαστε και είμαστε σε θέση να μπορούμε να έχουμε εικόνα πως θα ήταν η Ελλάδα σήμερα αν οι απόψεις της Εκκλησίας είχαν υπερισχύσει, όχι πως αυτό δεν συνέβη αρκετές φορές.
Η κατάσταση που βιώνουμε σήμερα με αφορμή το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών είναι νομίζω η σταγόνα που γέμισε το ποτήρι.
Ακούστηκαν φριχτά πράγματα από επίσημα χείλη της Εκκλησίας αυτές τις μέρες.
Μεγάλη η σταγόνα.
Ο διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας, αποτελεί πλέον αδήριτη ανάγκη.
Αδήριτη ανάγκη και για τα δύο μέρη.
Η θρησκευτική πίστη είναι μια προσωπική υπόθεση που άπτεται πνευματικών κυρίως πεποιθήσεων, για τις οποίες δεν έχει λόγο το κράτος.
Ο καθένας μας είναι ελεύθερος να πιστεύει ό,τι θέλει, να ενστερνίζεται θρησκευτικά δόγματα της αρεσκείας του, να συμμετέχει στις εκκλησίες των δογμάτων ή να ιδρύει δικές του.
Αρκεί, βέβαια, να σέβεται το σύνταγμά μας και τους νόμους μας.
Το κράτος δεν εμπλέκεται σε αυτές τις πεποιθήσεις μας ούτε φυσικά στην ερμηνεία του θείου.
Είναι ένας οργανισμός που καλείται να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και μόνο.
Το δημόσιο συμφέρον προκύπτει από τις κοινές ανάγκες των πολιτών οι οποίες χρήζουν συλλογικής αντιμετώπισης και έχουν ανάγκη συλλογικών οργάνων για να εξυπηρετηθούν.
Το κράτος, ως συλλογικό όργανο, δεν πρέπει να παίρνει θέση υπέρ οιωνδήποτε θρησκευτικών πεποιθήσεων, ακόμη και αν αυτές τις ενστερνίζεται η πλειονότητα των πολιτών του.
Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, ατομικές, μεγαλύτερων ομάδων ή/και συλλογικές, δεν συγκροτούν κάποια κοινή ανάγκη του είδους που χρειάζεται η εμπλοκή του κράτος για να ικανοποιηθεί. Αυτή η ανάγκη μπορεί να ικανοποιηθεί από τους πιστούς, στους δικούς τους χώρους και από τα δικά τους εκκλησιαστικά όργανα.
Το κράτος είναι μία οντότητα, η Εκκλησία μία άλλη.
Γνωστά αυτά και φυσικά δεν είμαι ούτε ο πρώτος ούτε ο πλέον αρμόδιος που τα σημειώνει.
Συχνά οι ποικίλες μορφές κρατικής εξουσίας επιχειρούν να εκμεταλλευτούν ή και να χρησιμοποιήσουν προς συγκεκριμένο σκοπό τα θρησκευτικά αισθήματα. Όταν το πετυχαίνουν, ακυρώνεται η αβίαστη συμμετοχή των πολιτών και η αξία των επιλογών και των ενεργειών τους.
Με τη σειρά της η Εκκλησία, που διαθέτει στοιχεία και μέσα με χαρακτηριστικά κρατικής ισχύος, τείνει στην επιβολή του δόγματός της παρά στην ελεύθερη επιλογή του από τα άτομα.
Το αποτέλεσμα είναι η διπλή υποβάθμιση των ατόμων, τόσο ως ενεργών πολιτών όσο και ως πιστών που επιλέγουν το θρήσκευμά τους ελεύθερα.
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και τη δυσλειτουργία του Κράτους από την εμπλοκή του με την Εκκλησία, καταλήγουμε ο δεσμός αυτός να αποτελεί μια τροχοπέδη που συντελεί στην παρεμπόδιση της εξέλιξης ακόμη και σε πλήθος πεδίων του δημόσιου βίου που δεν σχετίζονται με τη θρησκεία.
Δεν είναι λίγοι πλέον όσοι έχουμε καθαρή εικόνα των επιπτώσεων αυτού του εναγκαλισμού Κράτους και Εκκλησίας και χωρίς αισθήματα εχθρότητας προς την Εκκλησία, υποστηρίζουμε τον πλήρη διαχωρισμό των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την άσκηση της θρησκευτικής πίστης από τις δραστηριότητες άσκησης της κρατικής εξουσίας.
Όλα όσα συνεπάγεται ο διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας είναι εφικτό να υλοποιηθούν με απλές νομοθετικές ή/και διοικητικές παρεμβάσεις.
- Η απομάκρυνση των εκκλησιαστικών συμβόλων, κατηχήσεων και τελετουργιών από τους δημόσιους χώρους, από τις τελετές και τις υπηρεσίες που τελούν υπό την αιγίδα του κράτους, όπως και αντίστοιχα την πλήρη αποχώρηση του κράτους από τους εκκλησιαστικούς χώρους.
- Οι χώροι των Δημοσίων Υπηρεσιών, της Παιδείας, της Δικαιοσύνης, της Αστυνομίας, του Στρατού, ταγμένοι καθαρά στον ρόλο τους ως θεσμών και οργάνων του κράτους, απαλλάσσονται από κάθε θρησκευτικό πρόσημο, χωρίς αγιασμούς και εκκλησιασμούς, χωρίς ορκωμοσίες σε θρησκευτικά σύμβολα κλπ..
- Ο πολιτικός γάμος και η ονοματοδοσία των παιδιών κατά τη δήλωση της γέννησής τους καθιερώνονται ως υποχρεωτικές διοικητικές πράξεις που δεν αντικαθίστανται από εκκλησιαστικά μυστήρια η τέλεση των οποίων δεν παρεμποδίζεται κατά κανένα τρόπο και μπορούν να τελούνται παράλληλα από όσους το επιθυμούν.
- Η Εκκλησία από ΝΠΔΔ μετατρέπεται σε ΝΠΙΔ και χρηματοδοτείται πλέον αποκλειστικά από τις εισφορές των πιστών, από τις επιχειρηματικές δραστηριότητές της και τη διαχείριση και εκμετάλλευση της περιουσίας της. Για τα έσοδά της και την περιουσία της θα φορολογείται κατά τα διαλαμβανόμενα στη σχετική νομοθεσία. Με τον τρόπο αυτό η εκκλησία αποκτά την πλήρη ανεξαρτησία της και μπορεί να ορίζει τα του οίκου της κατά βούληση
- Διακανονίζονται οι εκατέρωθεν οικονομικές εκκρεμότητες και το Ελληνικό Δημόσιο σταματά να μισθοδοτεί και να ασφαλίζει τους κληρικούς με ένα καλά σχεδιασμένο πρόγραμμα σταδιακής μετάβασης, που θα διασφαλίζει τα εργασιακά και ασφαλιστικά τους δικαιώματα.
Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν πως το πλαίσιο μετάβασης σε κατάσταση διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας της εκκλησίας θα τύχει λεπτομερούς επεξεργασίας που δεν θα παραγνωρίζει ούτε θα αγνοεί ρυθμίσεις του παρελθόντος (όπως πχ η παραχώρηση γης της εκκλησίας στους πρόσφυγες με αντάλλαγμα τη μισθοδοσία των ιερέων).
Είναι προφανώς απαραίτητο η μεταβατική περίοδος από τον σφιχτό εναγκαλισμό του Κράτους με την Εκκλησία στην ανέφελη συνύπαρξή τους, να είναι χωρίς εντάσεις και με συγκροτημένο σχεδιασμό και κρατική καθοδήγηση.
Οι παραδοσιακοί και ιστορικοί δεσμοί του Ελληνικού κράτους με την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία και Εκκλησία είναι υπαρκτοί, ισχυροί και δεν πρέπει να αγνοηθούν ούτε πολύ περισσότερο, να υποτιμηθούν.
Το θέμα του διαχωρισμού Κράτους και Εκκλησίας δεν είναι ένα εύκολο θέμα και είναι δύσκολη ακόμη και η συζήτηση/διαβούλευση για αυτό.
Είναι δύσκολη συζήτηση, γιατί σχετίζεται και με ζητήματα που είναι φωλιασμένα στο συναισθηματικό μέρος του εγκεφάλου μας, γιατί έχουν να κάνουν με συναισθηματικά φορτισμένες καταστάσεις που -άλλος πολύ, άλλος λιγότερο- έχουμε βιώσει από τα παιδικά μας χρόνια.
Η πλήρης εκκοσμίκευση του Κράτους με μία καλά καλά επεξεργασμένη αναθεώρηση του Συντάγματος προς την κατεύθυνση αυτή πρέπει να τεθεί ως καταληκτικό στόχος.
Είναι μια δύσκολη συζήτηση μα πρέπει πιά να την κάνουμε.