Είμαστε μάρτυρες μιας φοβερής σύγκρουσης στην Μέση Ανατολή παίρνοντας το μέρος της μιας η της άλλης πλευράς, κατά πως τα έχουμε τακτοποιήσει μέσα μας, σύμφωνα με τις συμπάθειες ή τις απόψεις που έχουμε.
Σε όλο τον Δυτικό κόσμο η κοινή γνώμη σοκαρισμένη καταδίκασε την βάρβαρη επίθεση της Χαμάς. Οι άνθρωποι ξεχύθηκαν ειρηνικά στους δρόμους να εκφράσουν τη συμπαράστασή τους στο Ισραήλ. Δημόσια κτήρια και μνημεία φωταγωγήθηκαν με την σημαία του.
Στην Ελλάδα φωταγωγήθηκε η Βουλή, κάποιοι πολιτικοί τοποθετήθηκαν ανοικτά υπέρ του Ισραήλ ενώ κάποιοι άλλοι συνεπείς στο αντιιμπεριαλιστικό τους αφήγημα δικαιολόγησαν την Χαμάς. Πιστεύοντας ότι το Ισραήλ είναι το προκεχωρημένο φυλάκιο του ιμπεριαλισμού, κλείνουν τα μάτια στη φρίκη. Κάποιοι σιωπούν αποφεύγοντας να πάρουν θέση. Κι η σιωπή αυτή όμως είναι θέση.
Αυτό που με ενόχλησε περισσότερο κι από την εχθρική προς το Ισραήλ στάση είναι η σιωπή που κρύβει ηθελημένη εξάλειψη μνήμης.
Μιλάω για την πόλη των φοιτητικών μου χρόνων τη Θεσσαλονίκη. Την πόλη που τα διάσπαρτα εβραϊκά ονόματα μας καλούσαν να σηκώσουμε το πέπλο και να μάθουμε την άγνωστη ιστορία. Ούτε ένα κτήριο δεν φωταγωγήθηκε, ούτε μια σημαία δεν σηκώθηκε, ούτε μια σιωπηλή διαμαρτυρία δεν έγινε.
Η Θεσσαλονίκη που οι ίδιοι οι εβραίοι την έλεγαν “La Madre de Israel”. Η πόλη όπου οι Σεφαραδίτες διωγμένοι από την Ισπανία το 1492 βρήκαν καταφύγιο και με την ανοχή των Οθωμανών συνέβαλαν στην άνθισή της. Το εβραϊκό στοιχείο ήταν πηγή οικονομικού και πολιτισμικού πλούτου αλλά και ριζοσπαστικών πολιτικών ιδεών.
Το «Μαύρο Σάββατο», της 11ης Ιουλίου του 1942 όπως αποκαλείται ξεκίνησε το σχέδιο της μεθοδικής εξόντωσης των 56.000 εβραίων κατοίκων. Οι Ναζί συγκέντρωσαν 9000 άντρες 18 με 45 ετών στην Πλατεία Ελευθερίας με σκοπό να τους πάρουν σαν εργάτες. Για ώρες τους είχαν στον ήλιο εξευτελίζοντάς τους. Οι φωτογραφίες υπάρχουν και στοιχειώνουν τη μνήμη μας. Η Πλατεία Ελευθερίας είναι πια ένα ιστορικό τοπόσημο. Χρόνια τώρα πάει κι έρχεται η πρόταση να μετονομαστεί η πλατεία Ελευθερίας σε πλατεία Εβραίων Μαρτύρων κι ακόμα τίποτα. Ένα αναπάντητο γιατί μας πλακώνει. Γιατί τόση σιωπή;
Για ακατανόητους λόγους φαίνεται πως η μνήμη του διωγμού των εβραίων είναι ασθενική. Κανείς με δημόσιο αξίωμα δεν πρότεινε να φωταγωγηθούν τα Κάστρα ή ο Λευκός Πύργος με τη σημαία του Ισραήλ. Η πόλη έτσι θα έδειχνε πως θυμάται.
Μόνο ο αρθρογράφος της Καθημερινής Σάκης Μουμτζής ανέβασε μια επεξεργασμένη φωτογραφία του Λευκού Πύργου φωταγωγημένου θέλοντας να παρακινήσει κάποιους. Μάταια όμως.
Ο συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου όμως μας θυμίζει τι έγινε με το κείμενό του «Εν ταις ημέραις εκείναις...»
«Καθώς ετοιμάζομαι για το σχολείο βλέπω απ’ το παράθυρο στην Εγνατία φάλαγγες Εβραίων να οδηγούνται με τα πόδια στο σταθμό. Είναι Εβραίοι από άλλες γειτονιές και θα πρέπει να έχουν κινήσει πιο νωρίς από τους δικούς μας. Είναι ζωσμένοι από πάνοπλους Γερμανούς με προτεταμένα τα όπλα, σαν να είναι μεγάλοι εγκληματίες, που υπάρχει φόβος από στιγμή σε στιγμή να το σκάσουν. Στο τέλος της κάθε φάλαγγας πηγαίνουν φορεία με ανήμπορους, που τα κουβαλούν νεαροί Εβραίοι.»
και τελειώνει την αφήγησή του
«Από τους Εβραίους του σπιτιού μας κανένας δε γύρισε. Πάει και η παχουλή κυρία Σιντώ, πάει κι ο μικρός Ίνο, πάει και το κοκκινομάλλικο κορίτσι. Αλλά κι από τη γειτονιά ελάχιστοι γύρισαν. Και πολύ τσακισμένοι. Έφταναν ένας ένας σιωπηλοί και ταπεινοί, έπαιρναν το σπίτι τους, αν μπορούσαν, και ξανάπιαναν τη δουλειά τους.
Έτσι, κανένα χρόνο μετά τον πόλεμο, και όταν όλα φαίνονταν μακρινά και κάπως ξεχασμένα, είδαμε μια μέρα το καφεκοπτήριο κάτω από το σπίτι μας ανοιχτό. Οι δυο νεαροί γιοι του Αζούς, οι παλαιστές ή πυγμάχοι, είχαν γυρίσει. Ο γερο-Αζούς όμως όχι. Χάθηκε κι αυτός στα μακρινά στρατόπεδα της παραφροσύνης.»
Κι όσοι Εβραίοι σώθηκαν και ζούνε ακόμα στο Ισραήλ εκτός από τις ρουκέτες της Χαμάς ακούνε και την σιωπή της πάλαι ποτέ Μητέρας πόλης. Μαζί τους την ακούμε κι εμείς.
Σχόλιο στην εκπομπή «Καθρέφτης» του Χρήστου Μιχαηλίδη του Α΄ Προγράμματος της ΕΡΤ