Με παρέμβαση τους, τα στελέχη του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτική Συμμαχία Κώστας Ζαχαριάδης, Θανάσης Θεοχαρόπουλος και Γιάννης Ραγκούσης,[1] προτείνουν την ένταξη τους κόμματος τους στην ευρωομάδα των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως η πρόταση τους δεν κομίζει ‘γλαύκας εις Αθήνας,’ καθότι οι συζητήσεις και οι διεργασίες ως προς το που ανήκει ή αλλιώς, σε ποια ευρωομάδα πρέπει να ενταχθεί, δεν εξέλιπαν και την περίοδο όπου στην προεδρία του κόμματος βρισκόταν ο Αλέξης Τσίπρας.
Επί προεδρίας του η λύση που επιλέχθηκε ήσαν αρκούντως ισορροπημένη: Ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε μέλος της ευρωομάδας της Αριστεράς και από την άλλη, συμμετείχε ως παρατηρητής στις συνεδριάσεις της ευρωομάδας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών του Κοινοβουλίου.
Kαι γιατί επιλέχθηκε μία τέτοια λύση; Δεν θα διστάσουμε να απαντήσουμε λέγοντας πως επιλέχθηκε διότι με αυτόν τον τρόπο το συγκεκριμένο εθνικολαϊκιστικό κόμμα αφενός μεν μπορούσε να ‘καταδείξει’ πως δεν επιθυμεί διόλου να ‘εγκαταλείψει’ την ευρωομάδα της Αριστεράς και άρα την Αριστερή, ριζοσπαστική (και ‘κινηματική’) πολιτική του ταυτότητα, και, αφετέρου δε, ‘επιβεβαίωνε’ δια της απόκτησης status παρατηρητή των συνεδριάσεων της ευρωομάδας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών, πως έχει πλέον μετεξελιχθεί σε ένα κόμμα εξουσίας, καλύπτοντας τον χώρο της Κεντροαριστεράς ή Σοσιαλδημοκρατίας που άλλοτε κάλυπτε προνομιακά το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα-Κίνημα Αλλαγής. Πόσο όμως συνέβαλλε αυτή η εξέλιξη στο να αποκτήσουν κεντρικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ Κεντροαριστερό ή Σοσιαλδημοκρατικό πολιτικό προφίλ;
Όχι ιδιαίτερα, καθότι πρώτον, αρκετά ή ορθότερα πολλά σημαντικά στελέχη του κόμματος εξακολούθησαν να πιστεύουν πως ο προνομιακός, πολιτικοϊδεολογικά και αξιακά, χώρος για τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι η ευρωομάδα της Αριστεράς, στο εγκάρσιο σημείο όπου λόγω και των εκλογικών του επιτυχιών, έφθασε να είναι το μεγαλύτερο Αριστερό κόμμα που δρούσε μέσα στις τάξεις της ευρωομάδας της Αριστεράς.[2]
Και, πέραν αυτού, πολλά εκ των κεντρικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθούσαν να αυτο-προσδιορίζονται ως ‘Αριστεροί’ (ακόμη και ως ‘κομμουνιστές’), κάτι που ισχύει και σήμερα και αποδεικνύει εμπράκτως πως η εκκίνηση της συνεργασίας του κόμματος με την ευρωομάδα των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν συνετέλεσε στην αναδιαμόρφωση της πολιτικής τους ταυτότητας.
Υπό αυτό το πρίσμα, ναι μεν απέκτησε δίχως ιδιαίτερη δυσκολία (σε αυτή την εξέλιξη συνέβαλλε δραστικά και η μείωση της πολιτικής-εκλογικής επιρροής του ΠΑΣΟΚ,[3] και, κατ’ επέκταση, η απώλεια του πρωταγωνιστικού ρόλου που διαδραμάτιζε στο εγχώριο κομματικό-πολιτικό σύστημα), το status του παρατηρητή, από την άλλη όμως δε, δεν προσέλαβε το status ή αλλιώς, την ιδιότητα του ενεργού και δραστήριου ‘παρατηρητή.’
Για όσο χρονικό διάστημα το κόμμα συμμετείχε στις συνεδριάσεις της ευρωομάδας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών, δεν διακρίθηκε για τον ζήλο με τον οποίο συμμετείχε, αποφεύγοντας να καταθέτει σαφείς και συνεκτικές μεταρρυθμιστικές προτάσεις σχετικά με την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Που μπορεί να οφείλεται μία τέτοια εξέλιξη;
Πρωτίστως στην παραδοσιακή δυσπιστία με την οποία αντιμετώπιζαν πολλά στελέχη και βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ την ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία[4] και επίσης στην ύπαρξη ενός ευδιάκριτου ‘ρεύματος’ ευρωσκεπτικισμού εντός κόμματος.
Και το ‘ρεύμα’ αυτό συνέχισε να υφίσταται ακόμη και μετά την αποχώρηση των μελών του πάλαι ποτέ ‘Αριστερού ρεύματος’ το καλοκαίρι του 2015, μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Και το ενδιαφέρον θεωρητικά, έγκειται στο ότι τρία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που δεν έχουν διατελέσει ευρωβουλευτές και δεν διακρίθηκαν για τις επεξεργασίες τους περί Ευρωπαϊκής Ένωσης και εμβάθυνσης της διαδικασίας ευρωπαϊκής ενοποίησης (οι περί ευρωπαϊκής ενοποίησης θεωρητικές επεξεργασίες του καθηγητή Δημήτρη Χρυσοχόου είναι ‘άγνωστες’ σε πολλά μέλη του ΣΥΡΙΖΑ), διατυπώνουν μία τέτοια πρόταση εν όψει των ευρωεκλογών του 2024, όχι με στόχο τον ‘εξευρωπαϊσμό’ του ΣΥΡΙΖΑ (δύο χρόνια μετά την Ρωσική στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία και η προδήλως εσφαλμένη και απλοϊκή Συριζαϊκή αντίληψη περί ‘ευθυνών και του ΝΑΤΟ και της ΔΥΣΗΣ’ για την εισβολή δεν έχει αλλάξει), αλλά, αντιθέτως, για να μπορέσει, δια της ένταξης στην ευρωομάδα του ‘PES,’ να διατηρήσει, έστω και τυπικά, το status ή το προφίλ του κόμματος εξουσίας.
Να μην επιτρέψει στο ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής να ‘παίξει’ εν ου παικτοίς εντός της ευρωομάδας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών, αποκτώντας πλεονέκτημα στον ανταγωνισμό του με τον ΣΥΡΙΖΑ. Βέβαια, η όλη πρόταση μπορεί να ιδωθεί και ως ‘δείκτης’ των πολιτικοϊδεολογικών ανακατατάξεων που λαμβάνουν χώρα επί προεδρίας Στέφανου Κασσελάκη.
Για αυτά τα στελέχη, ένα κόμμα που αυτο-προσδιορίζεται ως κόμμα της ‘πατριωτικής Αριστεράς’ μπορεί να λειτουργήσει ‘καλύτερα’ μέσα ένα περιβάλλον (ευρωομάδα Σοσιαλιστών και Δημοκρατών) όπου δεν έχουν θέση ακρότητες και λεκτικές-γλωσσικές υπερβολές.
Εάν, για την ‘οικονομία’ της ανάλυσης μας, υποθέσουμε πως ο ΣΥΡΙΖΑ εντάσσεται σε αυτή την ευρωομάδα εγκαταλείποντας οριστικά την ευρωομάδα της Αριστεράς (πως θα αντιδράσουν στελέχη του σε μία τέτοια εξέλιξη; ), τότε θα θέσουμε και το ακόλουθο ερώτημα: Θα αρκούσε κάτι τέτοιο για την ισχυροποίηση της θέσης του στην πολιτική σκηνή; Όχι, είναι η απάντηση μας.
[1] Βλέπε σχετικά, ‘Παρέμβαση Ζαχαριάδη, Θεοχαρόπουλου, Ραγκούση για ένταξη του ΣΥΡΙΖΑ στους Ευρωσοσιαλιστές,’ Διαδικτυακή έκδοση εφημερίδας ‘Πρώτο Θέμα,’ 08/01/2024, Παρέμβαση Ζαχαριάδη, Θεοχαρόπουλου, Ραγκούση για ένταξη του ΣΥΡΙΖΑ στους Ευρωσοσιαλιστές (protothema.gr) Θεωρητικώ τω τρόπω, θα υποστηρίξουμε πως οι σχετικές συζητήσεις για το αν ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να ενταχθεί στην ευρωομάδα των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών, εκκίνησαν μετά την άνοδο του κόμματος στην εξουσία και την συγκρότηση της κυβέρνησης συνασπισμού με το κόμμα των Ανεξαρτήτων Ελλήνων του Πάνου Καμμένου. Εμβαθύνοντας περισσότερο, θα υποστηρίξουμε, εν είδει υποθέσεως εργασίας, πως οι σχετικές διεργασίες (δεν υπήρξε ίσως μεγαλύτερος υποστηρικτής της συμμετοχής του ΣΥΡΙΖΑ στις συνεδριάσεις του ‘PES’, από τον τότε πρόεδρο του και πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα) και συζητήσεις, τροφοδοτήθηκαν από την επιχειρούμενη μνημονιακή στροφή του κόμματος, έτσι όπως εκφράστηκε μετά την ‘ακύρωση’ του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, την υπογραφή του τρίτου μνημονίου και την εφαρμογή των μέτρων που αυτό περιείχε. Όσο περισσότερο ο ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοζε τα μέτρα και ολοκλήρωνε την στροφή ή αλλιώς τον μετασχηματισμό του που δεν αρκούσε όμως ώστε το κόμμα να απωλέσει τις εθνικολαϊκιστικές του αφηγήσεις και την επένδυση στην ‘εχθροπάθεια’ και στη μνησικακία, τόσο περισσότερο πύκνωναν και οι συζητήσεις στο εσωτερικό του κόμματος. Μπορούμε, στα πλαίσια της ανάλυσης μας, να διατυπώσουμε και μία δεύτερη υπόθεση εργασίας. Και ποια είναι αυτή; Ας το δούμε αναλυτικότερα: Εκτιμούμε (κατάλληλος όρος είναι και το ‘υποθέτουμε’), πως ένας εκ των πλέον βασικών λόγων που ώθησαν την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στο να επιδιώξει να καταστήσει το κόμμα παρατηρητή των συνεδριάσεων της ευρωομάδας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών, είναι και το ό,τι, με αυτόν τον τρόπο, θεώρησε πως θα μπορέσει να αμβλύνει το «εύρος» και την «δυναμική» που ήδη είχε αποκτήσει το ‘αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα,’ για να παραπέμψουμε στην ανάλυση των Γεράσιμου Μοσχονά και Άγγελου Σεριάτου. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να ‘πασπαλιστεί’ με λίγη από την ιστορική ‘λάμψη’ και την ‘αίγλη’ της Σοσιαλδημοκρατίας. Άλλως πως, να εμβαπτιστεί στα νάματα της, προκειμένου να καταφέρει να διεισδύσει στην κατηγορία των Κεντρώων ή των Κεντρογενών ψηφοφόρων που είχαν (ως έναν βαθμό, το πέτυχε στις βουλευτικές εκλογές του 2019), Πασοκικές αναφορές. Βλέπε σχετικά, Μοσχονάς, Γεράσιμος., & Σεριάτος, Άγγελος., ‘Το αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα: Συγκρότηση, εύρος και δυναμική,’ στο: Αρανίτου, Βάλια., Γεωργιάδου, Βασιλική., & Τσατσάνης, Μάνος., (επιμ.), ‘Η εκλογική συμπεριφορά των Ελλήνων. Ανάμεσα στα Μνημόνια και την Πανδημία. Στάσεις, αντιλήψεις, στοιχίσεις και αποστοιχίσεις,’ Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2022. «Κοινή παρέμβαση-πρόταση των Κώστα Ζαχαριάδη, Θανάση Θεοχαρόπουλου και Γιάννη Ραγκούση, για ένταξη του ΣΥΡΙΖΑ στους Ευρωσοσιαλιστές, έχει αποσταλεί στα μέλη της Πολιτικής Γραμματείας του κόμματος, συμπεριλαμβανομένων των Γραμματέων και έχει κοινοποιηθεί στον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Στέφανο Κασσελάκη.
Με κοινή τους παρέμβαση – πρόταση ενόψει του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία τα μέλη της Πολιτικής Γραμματείας υπογραμμίζουν ότι η απόφαση για την ένταξη πλέον του ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία στην Πολιτική Ομάδα της Προοδευτικής Συμμαχίας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών του Ευρωκοινοβουλίου αποτελεί θεμελιώδη επιλογή. Η μάχη των επόμενων ευρωπαϊκών κι εθνικών εκλογών δεν θα κριθεί στο έδαφος της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αλλά στο έδαφος της Κεντροαριστεράς» αναφέρουν χαρακτηριστικά».
[2] Σε αυτό το σημείο, δεν προκύπτει κάποια ιδιαίτερη αναντιστοιχία. Ο ΣΥΡΙΖΑ, λόγω ακριβώς της κοινωνικής, πολιτικής και εκλογικής του ισχυροποίησης άρχισε να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της στρατηγικής της ευρωομάδας της Αριστεράς. Δεύτερον, η ισχυροποίηση του και η απόκτηση του status του μεγαλύτερου κόμματος, απέτρεψε την ηγεσία της ευρωομάδας της Αριστεράς από το εγείρει ζητήματα σχετικά με την συνέχιση της παρουσίας του κόμματος εντός ευρωομάδας, λόγω του πολιτικού ‘φλερτ’ με τους Σοσιαλιστές και Δημοκράτες, οι οποίοι, εν αντιθέσει με διάφορες εγχώριες αναλύσεις που τόνιζαν το γεγονός του ‘πόσο χρειαζόταν το ‘PES’ ένα κόμμα σαν τον ΣΥΡΙΖΑ στις τάξεις του’, δεν επέδειξαν κάποια ιδιαίτερη ζέση στο να καταστήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ μόνιμο μέλος. Τρίτον, στελέχη και ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ όπως ο Δημήτρης Παπαδημούλης (μπορεί να θεωρηθεί ο Δημήτρης Παπαδημούλης ως ένας ‘ευρωπαϊστής’ πολιτικός; Να ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα), άρχισαν να αυξάνουν την επιρροή τους εντός της ευρωομάδας της Αριστεράς, με τον ίδιο, έχοντας την υποστήριξη της συγκεκριμένης ευρωομάδας και των δικτύων της, να αναρριχάται πολιτικά και να καταλαμβάνει θέση αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Μετά από αυτή την εξέλιξη, ο Δημήτρης Παπαδημούλης θεώρησε πως εν τοις πράγμασι ή αλλιώς, ‘αυτοδικαίως’, απέκτησε το ό,τι ο Γερμανός κοινωνιολόγος Max Weber ορίζει ως «χάρισμα της θέσης». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, άρχισε να συμπεριφέρεται ως ‘ξεχωριστός’ πολιτικός, ως πολιτικός που ‘ποιοτικά υπερέχει’ έναντι των συναδέλφων του ευρωβουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, των συναδέλφων του από τα άλλα πολιτικά κόμματα, καθώς και από τα υπόλοιπα μέλη και στελέχη του κόμματος του. Με αυτόν τον τρόπο οφείλουμε να αντιληφθούμε την εκ των προτέρων άρνηση του να εγκαταλείψει την Ευρωβουλή και να κατέλθει ως υποψήφιος βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ και στις βουλευτικές εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019 και στις διπλές βουλευτικές εκλογές του 2023. Για την ‘πυκνή’ Βεμπεριανή ανάλυση της ‘χαρισματικής εξουσίας,’ βλέπε και, Βυζιργιαννάκης, Δημήτριος., ‘Ηγεσία, πολιτική και κόμματα στον κυβερνοχώρο: πολυκριτηριακή αξιολόγηση και κατάταξη ιστότοπων πολιτικών κομμάτων,’ Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 2013, Διαθέσιμη στο: Ηγεσία, πολιτική και κόμματα στον κυβερνοχώρο: πολυκριτηριακή αξιολόγηση και κατάταξη ιστότοπων πολιτικών κομμάτων (didaktorika.gr)
[3] Η εκλιπούσα πρώην πρόεδρος του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος-Κινήματος Αλλαγής Φώφη Γεννηματά, κατέστη ίσως το πρώτο στέλεχος του κόμματος που αντιλήφθηκε πως μία απαραίτητη προϋπόθεση για την ανασύνταξη, την αναδιοργάνωση και την ανάκτηση της απωλεσθείσας επιρροής του ΠΑΣΟΚ, ήσαν η εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις βουλευτικές εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019. Και όσο μεγαλύτερο το εύρος αυτής της ήττας, τόσο το καλύτερο για το κόμμα. Η Φώφη Γεννηματά διέθετε δεξιότητες που ακόμη και σήμερα, δεν έχουν καταστεί αντιληπτές από αρκετά στελέχη και βουλευτές του εν Ελλάδι Κεντροαριστερού φορέα.
[4] Η δυσπιστία αυτή εντάθηκε εν καιρώ βαθιάς κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής κρίσης. Ευρύτερα ομιλώντας, θα επισημάνουμε πως από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 2000 (κομβική στιγμή ήσαν η ανάληψη προεδρικών καθηκόντων από τον Αλέκο Αλαβάνο), ο ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ υιοθέτησε, δίχως να μεταπλάσει ιδιαίτερα, το αντιπολιτευτικό ‘μοντέλο’ του Κομμουνιστικού Κόμματος σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: ‘Αρκούμαι σε αυτά που έχω και δεν διεκδικώ κάτι άλλο. Επιδεικνύω προς τους ευρωβουλευτές των άλλων κοινοβουλευτικών ομάδων την Αριστεροσύνη μου. Συνεχίζω χωρίς να δίνω ιδιαίτερη σημασία στην κριτική που μου ασκούν. Πορεύομαι δια της άρνησης: Η μία άρνηση είναι καλή, οι δύο, οι τρεις και οι πολλές όμως, ακόμη καλύτερες για το κόμμα και για τα μέλη του’. Δεν διαθέτουμε επιστημονικές μελέτες που να εξετάζουν το αν και σε ποιον βαθμό η συμμετοχή των ευρωβουλευτών ενός κόμματος σε μία κοινοβουλευτική ευρωομάδα μπορεί να επηρεάσει την πολιτική τους ταυτότητα, την ποιότητα του πολιτικού τους λόγου, τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο εκλαμβάνουν τον εγχώριο κομματικό και πολιτικό ανταγωνισμό, όπως επίσης και τις θέσεις του κόμματος τους. Ήσαν η Άννα Διαμαντοπούλου η πολιτικός που κατόρθωσε, χωρίς να έχει εκλεγεί ευρωβουλευτής, αλλά από την θέση της Επιτρόπου Απασχόλησης και Κοινωνικών Θεμάτων την περίοδο 1999-2004, να μετεξελιχθεί σε ένα αμιγώς ευρωπαϊκό πολιτικό στέλεχος, που και είχε βαθιά επίγνωση του πως έχει εξελιχθεί ιστορικά η διαδικασία του εξευρωπαϊσμού στην Ελλάδα, και ισορρόπησε μεταξύ ‘εθνικών’ και ‘ευρωπαϊκών’ προταγμάτων, γέρνοντας ελαφρά προς τα δεύτερα, και κατάφερε να εισαγάγει στην εγχώρια ‘δημόσια σφαίρα’, σύμφωνα με την διατύπωση του πρώιμου Χάμπερμας, θέματα καινοτόμα και εν πολλοίς άγνωστα μέχρι την στιγμή που τα εισήγαγε, και, τελευταίο άλλα όχι έσχατο, να αποκτήσει τέτοιες παραστάσεις και γνώσεις ώστε είκοσι χρόνια μετά την αποχώρηση της από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να λειτουργεί πολύ περισσότερο ‘ευρωπαϊκά’ από πολλά μέλη του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Bλέπε και, Habermas, Jurgen., ‘The Structural Transformation of the Public Sphere: An Inquiry into a Category of Bourgeois Society,’ Polity, Cambridge, 1989. Στελέχη όπως η Άννα Διαμαντοπούλου μπορούσαν να προωθήσουν και να ‘κάνουν πράξη’ το όραμα του Ζακ Ντελόρ.