«Η προσωπική ελευθερία σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου». Αυτό είναι το κυρίαρχο μότο σήμερα. Κι αυτό χρησιμοποιείται ως βασικό επιχείρημα απέναντι σε όσους αντιδρούν στα μέτρα για την πανδημία και σε όσους αρνούνται τον εμβολιασμό. Σίγουρα αυτή η αντίληψη περιέχει κάποια αλήθεια. Δικαιούμαι να έχω προσωπική ελευθερία αλλά δεν δικαιούμαι να μπαίνω στον προσωπικό χώρο του άλλου και να καταπατώ την δική του. Σωστά. Αλλά η πραγματικότητα δεν είναι μόνο έτσι, δεν είναι ακριβώς έτσι.
Έχουμε το αίσθημα της προσωπικής ελευθερίας όταν νιώθουμε να ικανοποιούνται οι προσωπικές επιθυμίες και ανάγκες μας. Αυτές όμως δεν πραγματώνονται σε γυάλα, μοναχικά και ατομικά. Υλοποιούνται μέσα στις σχέσεις μας με τους άλλους. Δεν ζούμε σε ανεξάρτητες ατομικές σφαίρες που εφάπτονται η μια της άλλης. Ζούμε μέσα σε σχέσεις και εκεί βιώνουμε την ικανοποίηση ή την ματαίωση των επιθυμιών και αναγκών μας. Το ίδιο ισχύει και με τους άλλους με τους οποίους ερχόμαστε σε σχέση. Το θέμα λοιπόν της ικανοποίησης των επιθυμιών και αναγκών μας σχετίζεται άμεσα με την ικανοποίηση των αντίστοιχων επιθυμιών και αναγκών των άλλων. Και εκεί είναι το στοίχημα της σχέσης, το στοίχημα της αμοιβαίας ικανοποίησης μέσα στο «εμείς» της ομάδας. Ικανοποίηση ατομική δεν υπάρχει έξω από την ικανοποίηση μέσα στο «εμείς». Η προσωπική μας ελευθερία με άλλα λόγια υφίσταται όταν διασφαλίζεται ταυτόχρονα η προσωπική ελευθερία του άλλου.
Το μικρό παιδί νιώθει ελεύθερο όταν ικανοποιείται στο συλλογικό παιχνίδι με τα άλλα παιδιά. Όταν όλη η ομάδα βιώνει την ικανοποίηση του κοινού συλλογικού παιχνιδιού. Επειδή ικανοποιείται θέλει να ξαναζήσει το συλλογικό παιχνίδι. Εδώ χρειάζεται να εντοπίσουμε άλλον ένα σημαντικό στοιχείο. Στο κοινό παιχνίδι το κάθε παιδί παίρνει την ευθύνη να το διασφαλίσει από παρεκτροπές, από ανεπιθύμητες ανατροπές, από επιβολές ξένες προς την κοινή επιθυμία. Η προσωπική ελευθερία δηλαδή προϋποθέτει την ευθύνη της διασφάλισης της κοινής επιθυμίας, της κοινής ανάγκης. Το ίδιο ισχύει στη σχέση του ζευγαριού, όπου η πραγματική και ειλικρινής ικανοποίηση και των δύο, με συνειδητές επιλογές και των δύο, δεν βιώνεται ως καταπίεση και επιβολή του ενός στον άλλο και φέρνει την αύρα της ελευθερίας στη ζωή τους. Αντίστοιχα στη σχέση με τους συναδέλφους στο γραφείο ή στο σχολείο. Πόσο μπορεί να νιώθει ελεύθερος ο διδάσκων μέσα στην τάξη όταν νιώθει ότι πολλοί μαθητές εκβιάζονται να πάρουν μέρος σ? ένα μάθημα που δεν τους ικανοποιεί; Όταν δηλαδή δεν είναι ελεύθεροι; Αν αντίθετα συμμετείχαν οι μαθητές με δική τους επιλογή (άρα παίρνοντας και την ευθύνη της συμμετοχής) και εισέπρατταν ικανοποίηση από αυτήν πόσο διαφορετικά θα ένιωθε ο δάσκαλος; Πόσο πραγματικά θα ένιωθε να αυτοπραγματώνεται ο ίδιος και έτσι να ένιωθε ελεύθερος; Δεν συμβαίνει κατά κανόνα στο σχολείο μας. Η εκβιασμένη συμμετοχή ή η ανοχή του διδάσκοντα στην αδιαφορία πολλών μαθητών είναι πλέον ένα αναγκαίο κακό που έγινε συνήθεια, καθεστώς.
Σε όποια κοινωνική κατάσταση κι αν πάμε θα συναντήσουμε την ίδια πραγματικότητα. Εκεί όπου συγκλίνουμε με τους άλλους στις επιθυμίες και τις ανάγκες, εκεί όπου νιώθουμε ότι «μαζί» ικανοποιούμε κοινές επιθυμίες και ανάγκες, εκεί νιώθουμε πιο ουσιαστικά πιο γνήσια το αίσθημα της προσωπικής ελευθερίας. Η προσωπική ελευθερία πραγματώνεται μέσα στη σχέση μας με τους άλλους. Κι αυτό είναι ένα σύνθετο και συχνά δύσκολο εγχείρημα. Γιατί σπάνια θα συμπέσουν εξαρχής οι επιθυμίες και οι ανάγκες των μελών μιας ομάδας. Οι διαφορές είναι το φυσιολογικό και το αναμενόμενο. Εκεί απαιτείται δουλειά και ικανότητα για να γίνουν συγκλίσεις. Κάτι να αφήσει ο ένας, κάτι να αλλάξει ο άλλος και κυρίως να καταλάβει πιο βαθιά ο ένας τον άλλο, για να φτάσουν σε ένα κοινό τόπο. Κι αυτό κάνουμε συνήθως. Δεν μπαίνουν στο τραπέζι όλες οι επιθυμίες. Κάποιες τις αφήνουμε προς χάρη της σύγκλισης με τους άλλους. Αυτό κάνουμε, γιατί αυτό έχουμε ανάγκη. Να υπάρχουμε όσο γίνεται πιο αρμονικά, πιο αποτελεσματικά με τους άλλους. Όταν αυτές οι προσαρμογές και οι συμβιβασμοί γίνονται συνειδητά, με τη δική μας θέληση, με τη δική μας επιλογή, τότε δεν νιώθουμε ότι εγκαταλείπουμε τον εαυτό μας, το είναι μας, την επιθυμία μας. Δεν χάνουμε το αίσθημα της προσωπικής ελευθερίας.
Τελικά η προσωπική ελευθερία είναι ένα πολύπλοκο αλλά ταυτόχρονα μαγικό ταξίδι μέσα στις σχέσεις. Είναι ένα ταξίδι που απαιτεί να πάρουμε την ευθύνη του και παράλληλα να έχουμε την ικανότητα να συγκλίνουμε και να ενώνουμε τα διαφορετικά θέλω στο θέλω του «εμείς». Αυτή είναι η ποιοτική διαφορά ανάμεσα σ? αυτή την πραγματικότητα της προσωπικής ελευθερίας και στην αντίληψη που σήμερα μας διακατέχει. Η προσωπική ελευθερία ως οριοθέτηση με την προσωπική ελευθερία του άλλου, έχει έναν εγωκεντρικό (ατομικιστικό) και ανταγωνιστικό χαρακτήρα. Εγωκεντρικός γιατί βλέπει την προσωπική ελευθερία ως μια εξατομικευμένη σφαίρα. Ανταγωνιστικός γιατί συγκρούεται με τη σφαίρα του άλλου. Σ? αυτή τη λογική ο καθένας προσπαθεί να επεκτείνει τη δική του σφαίρα και δεν τον «καίει» αν περιορίζει τη σφαίρα του άλλου. Εδώ παίζουν τα παιχνίδια της ισχύος, της δύναμης του καθενός. Ο ισχυρός επιβάλλει τα δικά του όρια. Ο αδύνατος στριμώχνεται στα περιορισμένα δικά του. Αυτή όμως η λογική δεν έχει καμία σχέση με της πραγματικότητα των σχέσεων που ζούμε. Δεν βλέπει τον άλλο μέσα από το «μαζί» της ζωής αλλά ως εμπόδιο ή αντίπαλο. Δεν χτίζει το «εμείς» και γι? αυτό δεν οδηγεί στην ελευθερία του καθενός. Αυτό είναι, νομίζω, το πιο σημαντικό θέμα που καλούμαστε να επεξεργαστούμε σήμερα ως κοινωνία. Το βλέπουμε σε κάθε πτυχή της ζωής μας, της κοινωνικής και της προσωπικής. Και χρειάζεται να το μελετήσουμε και να βρούμε πρακτικές και πειστικές διεξόδους που να χτίζουν πολίτες ικανούς να διασφαλίζουν την προσωπική ελευθερία μέσα στις σχέσεις τους, μέσα στην ελευθερία του «εμείς».
Αυτό ζούμε και στο θέμα της πανδημίας. Αυτήν την εγωκεντρική και ανταγωνιστική στάση από πολλούς πολίτες. Εδώ τα πράγματα γίνονται πιο σύνθετα γιατί παρεμβάλλεται η κρατική εξουσία. Και από πολλούς πολίτες η προσωπική ελευθερία δεν βιώνεται ως σχέση με τους άλλους μέσα στην κοινωνία αλλά ως σύγκρουση με την κρατική εξουσία που θεωρούν ότι θέλει να περιορίσει την ατομική τους ελευθερία. Είναι ένα πραγματικό πρόβλημα. Ένα ρήγμα στην κοινωνική συνείδηση που έχει ρίζες βαθιές στο χρόνο και στα βιώματα. Και γι? αυτό είναι ένα δύσκολο στοίχημα να γίνει η υπέρβαση από αυτούς τους πολίτες. Αυτό όμως που είναι πιο βαρύ, πιο σκληρό είναι ότι δεν βλέπουν τον άλλο μέσα από το παραμορφωτικό φίλτρο της απειλής (πραγματικής ή φαντασιακής) από την κρατική εξουσία. Δεν βάζουν το ερώτημα πώς διασφαλίζουν την υγεία του άλλου πιο αποτελεσματικά, πιο ουσιαστικά. Στην πολυκατοικία που ζούμε, στο σούπερ-μάρκετ που ψωνίζουμε, στην τάξη που κάνουμε μάθημα, είμαστε εμείς και οι άλλοι χωρίς την παρουσία της κρατικής εξουσίας. Εκεί για ποιο δικαίωμα ακριβώς παλεύουμε; Εκεί πώς εκφράζεται η έγνοια για τον άλλο, δικό μας ή άγνωστο; Αυτό είναι το πρώτο ερώτημα που απαντά στην πλήρωση της ψυχής μας, στη ζεστασιά της καρδιάς μας και έτσι στην προσωπική μας ελευθερία. Αυτή η στάση δεν σημαίνει ότι αγνοούμε τις επιλογές και πράξεις της κρατικής εξουσίας. Την κριτική στα κακώς κείμενα. Στις προτάσεις που κρίνουμε αναγκαίες για τη διόρθωσή τους. Αλλά ξεκινάμε από το «εμείς», να υπάρξουμε ζωντανοί και υγιείς «εμείς», εγώ κι άλλος, να νοιαστούμε για το «εμείς» της δημόσιας υγείας. Εκεί πραγματώνεται η προσωπική ελευθερία και μέσα από τη σχέση με τον άλλο, μέσα στην επιδίωξη του «μαζί», υψώνει πολύ πιο ισχυρές άμυνες απέναντι στις όποιες αυθαιρεσίες έρχονται από την κρατική εξουσία. Είναι μια άλλη οπτική από αυτή που ζούμε δεκαετίες και αιώνες. Γι? αυτό και θα είναι δύσκολη η υπέρβαση της νοοτροπίας που σήμερα επικρατεί. Να τοποθετήσουμε τα πράγματα, το ρόλο του καθενός όχι με βάση τα βιώματα του χθες αλλά με βάση το σήμερα. Δίχως να αγνοούμε το χθες, δίχως να εφησυχάζουμε αλλά και ταυτόχρονα να διακρίνουμε το διαφορετικό του σήμερα. Ας κρατήσουμε ως θετικό ότι πολλοί, οι περισσότεροι, αντιλαμβάνονται μέσα στην πανδημία την ελευθερία τους σε σχέση με τους άλλους και παίρνουν την ευθύνη να διασφαλίσουν την ελευθερία και του άλλου μαζί με τη δική τους.
Η πανδημία έβγαλε με ένταση το θέμα της προσωπικής ελευθερίας και το αναγνωρίσαμε ως τέτοιο ο καθένας με την δική του ερμηνεία και ανάγνωση. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Τώρα απαιτείται να το δούμε ως ζητούμενο στη σχέση μας με τους άλλους. Να δούμε την προσωπική μας ελευθερία ως συστατικό της ελευθερίας του «εμείς». Να δούμε το «εμείς» σε όλη τη γκάμα των κύκλων στους οποίους ζούμε, μέχρι και τον τελικό μεγάλο κύκλο της κοινωνίας στο σύνολό της. Μακρύς και δύστροπος ο δρόμος. Αλλά νομίζω ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή. Αλλιώς θα βιώνουμε συνεχώς αδιέξοδα, διχασμούς και αλληλοσπαραγμούς.