Τα εκατομμύρια των πολιτών που έλαβαν μέρος στο πρόσφατο συλλαλητήριο ήθελαν, με αφορμή τα Τέμπη, να σηματοδοτήσουν την αγωνία τους για την υπαρξιακή απειλή που αντιμετωπίζει η χώρα λόγω των κολοσσιαίων προκλήσεων: της γήρανσης του πληθυσμού, της κλιματικής κρίσης , και της τεράστιας ρευστότητας στις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Οι πολίτες βλέπουν πλέον καθαρά τις συνέπειες της υποβάθμισης της χώρας στην 27η θέση μεταξύ των 27 χωρών-μελών της ΕΕ, και αγωνιούν για τον εαυτό τους και για την τύχη των παιδιών τους.
Τα «Τέμπη» ήταν η αφορμή για την εκδήλωση της πλήρους αμφισβήτησης των πολιτών προς το πολιτικό σύστημα της χώρας, το οποίο αποδοκιμάζουν με ποσοστά άνω του 80%.
Το πολιτικό σύστημα της χώρας όχι μόνο δεν έχει αντιληφθεί και δεν έχει σχεδιάσει την αντιμετώπιση των συνεπειών των προαναφερόμενων τριών μεγα-τάσεων του 21ου Αιώνα, αλλά ταυτόχρονα επιδεικνύει μια μόνιμη ανικανότητα σε στοιχειώδη θέματα διαχείρισης της καθημερινότητας των πολιτών: η λειτουργία των τρένων έχει καταρρεύσει, οι δημόσιες συγκοινωνίες είναι υποβαθμισμένες και ανασφαλείς, οι υπηρεσίες του Εθνικού Συστήματος Υγείας είναι οι χειρότερες στην Ευρώπη, η απονομή των συντάξεων είναι ένας ατέλειωτος Γολγοθάς, η υποχρεωτική παιδεία είναι από τις χειρότερες στον ΟΟΣΑ, η ακρίβεια έχει μονιμοποιηθεί λόγω των ολιγοπωλίων που έχουν δημιουργηθεί στα σουπερμάρκετ, την ενέργεια, την κινητή τηλεφωνία, την υγεία, τις τράπεζες. Η επικοινωνία με τις δημόσιες υπηρεσίες είναι αδύνατη. Η φορολόγηση της μισθωτής εργασίας είναι από τις δυσμενέστερες στην Ευρώπη.
Τα εν λόγω καθημερινά προβλήματα δεν είναι καινούργια, αλλά χαρακτηρίζουν την ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού σε όλη την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Αλλά, η κορύφωση της αντίδρασης των πολιτών, με αφορμή την τραγωδία των Τεμπών, αντικατοπτρίζει την αγωνία τους για τα επερχόμενα στη χώρα στις επόμενες δεκαετίες.
Και η αντίδραση επιτείνεται, όταν διαπιστώνεται η αδιαφορία του πολιτικού συστήματος : το πελατειακό κράτος και η αναξιοκρατία που εναπόθεσαν, και εναποθέτουν καθημερινά, τις ζωές των πολιτών στη μοίρα του «ανθρώπινου λάθους» ακατάλληλων ανθρώπων. Η ανικανότητα των πολιτικών που επιλέγονται για τους θώκους τους με βάση οικογενειακά και κομματικά κριτήρια και οι οποίοι έχουν ως μοναδικό στόχο την επανεκλογή τους. Και βέβαια η συμψηφιστική λογική και η νοοτροπία «για όλα φταίνε οι πρώην κι οι επόμενοι» κυβερνώντες.
Και το ερώτημα της συγκυρίας είναι πως θα εισπράξει και πως θα ερμηνεύσει το πολιτικό σύστημα το καθαρό μήνυμα της ειρηνικής λαϊκής εξέγερσης. Η ελληνική κοινωνία απέδειξε ότι δεν θα είναι πλέον μια κοινωνία που απλά θα βλέπει τα τρένα να περνούν, να εκτροχιάζονται, να συγκρούονται, να σκοτώνουν.
Για να επιλύσουμε το πρόβλημα της δομής και λειτουργίας του Κράτους, πρέπει να αποδεχτούμε την πραγματικότητα: ήταν λανθασμένο το πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο της Μεταπολίτευσης, στο οποίο το ίδιο πρόσωπο ελέγχει την εκτελεστική, την νομοθετική και την δικαστική εξουσία. Στην επικείμενη Συνταγματική Αναθεώρηση πρέπει να γίνουν οι απαραίτητες τροποποιήσεις.
Μέχρι τότε, είναι επείγον να συμφωνηθεί με ευρείες συναινέσεις στη Βουλή, τις επόμενες εβδομάδες, ένα Σχέδιο Αναδόμησης και Επανασχεδιασμού του Κράτους, με βάση τους εξής δυο άξονες : (α) το Υπουργικό Συμβούλιο θα έχει λιγότερους από 20 Υπουργούς, οι οποίοι θα είναι τα καλύτερα στελέχη που διαθέτει η χώρα και η Ελληνική Ομογένεια, στα συγκεκριμένα αντικείμενα, και θα είναι ασυμβίβαστη η ιδιότητα του υπουργού και του βουλευτή, και (β) ένα Σώμα Γενικών Διευθυντών και Διοικητών Οργανισμών, οι οποίοι θα είναι τα καλύτερα στελέχη που διαθέτει η χώρα και η Ελληνική Ομογένεια, στα συγκεκριμένα αντικείμενα.
Η χώρα δεν μπορεί να επιβιώσει μακροπρόθεσμα με την υφιστάμενη δημόσια διοίκηση. Η δημόσια διοίκηση δεν μπορεί να αποτελεί λάφυρο της εκάστοτε Εκτελεστικής εξουσίας, αλλά πρέπει να εξυπηρετεί αποτελεσματικά τα μακροχρόνια συμφέροντα της χώρας. Δύο είναι οι κύριες παρεμβάσεις που χρειάζονται στο Κράτος: (α) ένα νέο σώμα Γενικών Διευθυντών και Διοικητών Δημόσιων Οργανισμών, στο οποίο θα επιλέγονται από το ΑΣΕΠ και άτομα εκτός δημόσιου τομέα καθώς και ομογενείς Έλληνες της διασποράς, και (β) η πλήρης ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης.
Μόνο με μια τέτοια δομή και στελέχωση θα μπορεί η δημόσια διοίκηση να προστατεύει τα εθνικά συμφέροντα, σε μια χώρα όπου πλέον ξένες οντότητες ελέγχουν την πλειονότητα των σημαντικών υποδομών και επιχειρήσεων.
Το καθοριστικό στοιχείο της επανίδρυσης της Δημόσιας Διοίκησης θα είναι η πλήρης ψηφιοποίηση της δομής, της οργάνωσης και της λειτουργίας των Υπουργείων και των Δημόσιων Οργανισμών. Το μειονέκτημα της καθυστέρησης θα πρέπει να μετατραπεί σε πλεονέκτημα, με την υιοθέτηση των πιο εξελιγμένων τεχνολογιών διεθνώς. Προτείνεται η δημιουργία ενός ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΥ ΨΗΦΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ για κάθε δημόσια υπηρεσία, με βάση το μοντέλο του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος (ΟΠΣ) Φορολογίας (1997-2001) και του ΟΠΣ του ΙΚΑ (2000-2004). Αυτά τα προγράμματα σχεδιάστηκαν και ψηφιοποιήθηκαν εκτός των αντίστοιχων οργανισμών και στη συνέχεια, παράλληλα με την καθημερινή λειτουργία του παραδοσιακού οργανισμού, ακολούθησε η εκπαίδευση και προσαρμογή των υπαλλήλων στα νέα συστήματα. Στην υλοποίηση των εργασιών των ΟΠΣ συμμετείχαν τα καλύτερα στελέχη των δύο οργανισμών, σε συνεργασία με εξωτερικούς συμβούλους. Η μεγαλύτερη τομή στο σχεδιασμό των νέων συστημάτων επετεύχθη με τη συντελεσθείσα ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΩΝ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ. Εκτιμάται ότι με την υιοθέτηση της προτεινόμενης διαδικασίας, η ψηφιακή αναδιοργάνωση των δημόσιων υπηρεσιών μπορεί να ολοκληρωθεί εντός διετίας για όλο το εύρος της δημόσιας διοίκησης, σε συνεργασία με τις μεγάλες εταιρίες συμβούλων επιχειρήσεων, λαμβάνοντας υπόψη και την συντελεσθείσα πρόοδο των τελευταίων ετών.
Συμπερασματικά, πιστεύουμε ότι τα προαναφερόμενα προδιαγράφουν μια αποτελεσματική στρατηγική για να ξεφύγει το πολιτικό σύστημα της χώρας από το επιτεινόμενο αδιέξοδο της τελευταίας 20ετίας, το οποίο προσεγγίζει πλέον τα όρια μιας μείζονος εθνικής κρίσης. Εάν υλοποιηθεί η προτεινόμενη στρατηγική, τότε θα απογειωθεί η αποτελεσματικότητα του Κράτους και θα τεθούν οι βάσεις για την αναγέννηση της χώρας, εν όψει των μεγάλων προκλήσεων που αντιμετωπίζει.
Σε μερικές εβδομάδες, θα γνωρίζουμε εάν θα έχουμε «μία από τα ίδια», ή εάν θα μπορούμε να ελπίζουμε σε ένα καλύτερο μέλλον για τις υφιστάμενες και μελλοντικές γενιές.