Η πολιτική λειτουργία σε σημείο κρίσιμης καμπής

Χρίστος Αλεξόπουλος 07 Ιουλ 2024

Οι ευρωεκλογές το 2024 (9 Ιουνίου) στην Ελλάδα λειτούργησαν και ως αφετηρία για την δρομολόγηση διαλόγου στο εσωτερικό των κομμάτων για τον βαθμό σύμπλευσης του εκφερόμενου από αυτά λόγου με τις βιωνόμενες συνθήκες από τους πολίτες και τις ανάγκες, που παράγουν.

Βέβαια η οπτική προσέγγισης και ερμηνείας των αποτελεσμάτων εξαρτάται από την εσωτερική λειτουργία των κομματικών μηχανισμών και τους συσχετισμούς δύναμης, οι οποίοι δεν ασχολούνται με τον βαθμό συμπόρευσης των προτάσεων τους για την πορεία προς το μέλλον με την δυναμική της εξέλιξης και πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στους πολίτες και στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της κοινωνίας, ώστε να είναι εφικτές προτάσεις αποφυγής ή αναίρεσης των γενεσιουργών τους αιτίων.

Συγκεκριμένα δεν αναμενόταν το πολύ υψηλό ποσοστό αποχής (58,61%) και ο περιορισμός της συμμετοχής στο 41,39%, αν και στις προηγούμενες ευρωεκλογές το 2019 ψήφισαν 1.858.263 λιγότεροι πολίτες, ενώ σε σύγκριση με τις εκλογές τον Ιούνιο το 2023 ψήφισαν 1.211.607 λιγότεροι πολίτες. Γενικά όλα τα κόμματα μαζί δεν εκπροσωπούν και πολύ περισσότερο δεν εκφράζουν την κοινωνική πλειοψηφία.

Η Νέα Δημοκρατία πήρε 28,31%, ο ΣΥΡΙΖΑ 14,92%, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΗΜΑ ΑΛΛΑΓΗΣ 12,79%, η Ελληνική Λύση 9,30%, το ΚΚΕ 9,25%, η Νίκη 4,37%, η Πλεύση Ελευθερίας 3,40%, η Φωνή Λογικής 3,04% και τα λοιπά κόμματα 14,63%.

Πολύ ενδιαφέρον έχει η αντίδραση των κομμάτων. Στην κυβέρνηση έγινε αμέσως ανασχηματισμός με στόχο την δημιουργία εικόνας ανταπόκρισης στο εκλογικό αποτέλεσμα και τα μηνύματα, που αυτό «μετέφερε». Αλλαγή πολιτικής δομικών διαστάσεων όμως δεν έγινε.

Στα κόμματα της αντιπολίτευσης και ιδιαιτέρως αυτά, που διεκδικούν την θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και την ανάληψη της διακυβέρνησης σε «δεύτερη φάση» δρομολογήθηκαν εσωτερικοί «κραδασμοί» με στόχο την αλλαγή των προσώπων, που διαχειρίζονται ηγετικούς ρόλους.

Προκαλεί βέβαια εντύπωση, ότι κανένα από τα κόμματα δεν ευαισθητοποιείται για το μεγάλης σημασίας πρόβλημα της μη εκπροσώπησης της κοινωνικής πλειοψηφίας τόσο στην κυβέρνηση όσο και στο Ελληνικό και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αυτές οι συνθήκες δημιουργούν πολλά ερωτηματικά σε σχέση με την κυρίαρχη οπτική ως προς την δημοκρατική λειτουργία.

Επίσης ιδιαιτέρως ανησυχητικό είναι, ότι σύμφωνα με τα ευρήματα του Τακτικού Ευρωβαρόμετρου (άνοιξη του 2024) οι Έλληνες δεν εμπιστεύονται τους θεσμούς. Για παράδειγμα δεν εμπιστεύονται καθόλου την κυβέρνηση το 71%, το Ελληνικό Κοινοβούλιο το 70% και την Ευρωπαϊκή Ένωση το 52%.

Είναι δε ακατανόητο, ότι, ενώ οι πολίτες δεν εμπιστεύονται το πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς, τα κόμματα δεν αναζητούν τα γενεσιουργά αίτια αυτής της στάσης, η οποία στην προοπτική του χρόνου θα δρομολογήσει κοινωνικές αναταράξεις και μεγάλη πολιτική ρευστότητα, διότι στην Ελλάδα δεν έχει αναπτυχθεί σε επαρκή βαθμό η κοινωνία πολιτών, ενώ δεν γίνεται διάλογος στις τοπικές κοινωνίες, ώστε να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για την οικοδόμηση κοινωνικών κινημάτων, τα οποία θα εκφράζουν το κοινωνικό συμφέρον στο πλαίσιο δημοκρατικών διαδικασιών.  

Ενισχυτικά σε σχέση με την διαμόρφωση συνθηκών ρευστότητας λειτουργεί και η μη ενασχόληση των κομμάτων με το περιεχόμενο της πολιτικής τους πρότασης και την δυνατότητα διαχείρισης της στο επικοινωνιακό πεδίο χωρίς την χρησιμοποίηση φαντασιώσεων με ηθικολογικό φορτίο σε σχέση με το μέλλον και την εργαλειοποίηση των πολιτών.

Είναι δε σχήμα οξύμωρο να επικαλούνται όλοι την προσφυγή στην κοινωνική βάση είτε για την εκλογή προσώπων στις κομματικές ηγεσίες ή για την έγκριση των προτάσεων και σχεδιασμών από το ένα μέρος και από το άλλο η επικοινωνιακή διαχείριση να διαπερνάται από διαφημιστική οπτική, χωρίς να ενεργοποιείται στους πολίτες ο ορθολογισμός και η κριτική σκέψη με ταυτόχρονη ουσιαστική και πολυδιάστατη ενημέρωση για την σύγχρονη πολύπλοκη πραγματικότητα.

Επίσης έχει πολύ ενδιαφέρον, ότι ο διάλογος μετά τις ευρωεκλογές στα κόμματα και η εξάρτηση της πολιτικής από πρόσωπα δείχνουν, πως η πολιτική λειτουργία διαπερνάται από την οπτική της αξιοποίησης της για την ανάληψη διαχείρισης εξουσίας χωρίς μακροπρόθεσμη προοπτική.

Αυτό πιστοποιείται σε πολλά επίπεδα. Το ευρωπαϊκό όραμα «ξεφτίζει» με ευθύνη του πολιτικού συστήματος και συρρικνώνεται στην συνείδηση των πολιτών. Πάνω από τους μισούς Έλληνες (52%) δεν εμπιστεύονται την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ το 98% νιώθει συνδεδεμένο με την Ελλάδα (Τακτικό Ευρωβαρόμετρο, άνοιξη 2024). Παρά ταύτα ζητείται η ψήφος τους για την εκπροσώπηση στην Ευρωβουλή, αν και κυρίαρχος προσανατολισμός είναι το εθνικό συμφέρον και όχι η κοινή πορεία σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και κυριαρχίας των ισχυρών γεωπολιτικών παικτών.

Τέλος από τον διάλογο, που αναπτύσσεται μετεκλογικά, γίνεται εμφανές, ότι τα κόμματα ουσιαστικά ηθικολογούν ή εκφέρουν ιδεοληπτικό λόγο, χωρίς να ασχολούνται με την κατεύθυνση και τις επιπτώσεις της ακολουθούμενης πορείας των κοινωνιών (στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης) στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων και στον τρόπο ζωής τους.

Η δυναμική της εξέλιξης είναι ταχύτατη και υπερβαίνει σε πολύ μεγάλο βαθμό την διαχείριση του χρόνου από το πολιτικό σύστημα και τους πολίτες. Με τα σημερινά ποιοτικά χαρακτηριστικά της πλειοψηφίας του πολιτικού προσωπικού και την δυνατότητα των κομμάτων να επεξεργαστούν και να αναλύσουν τα δεδομένα της ταχύτατα εξελισσόμενης πραγματικότητας ο βιώσιμος σχεδιασμός της εξέλιξης δεν είναι εφικτός.

Για παράδειγμα δεν ελέγχεται καθόλου η εξέλιξη στον τομέα της ψηφιακής τεχνολογίας και ιδιαιτέρως της τεχνητής νοημοσύνης και πολύ περισσότερο οι επιπτώσεις στην ανθρώπινη οντότητα. Το πρόβλημα αποτυπώνεται με μεγάλη σαφήνεια από τον Josiah Ober, καθηγητή Πολιτικών Επιστημών και Κλασικών Σπουδών στο πανεπιστήμιο του Stanford.

Σε διάλεξη του το εξέφρασε με την υποβολή ερωτημάτων, όπως «Θέλουμε μηχανές με συνείδηση;» ή «Οδεύουμε προς ένα κόσμο, όπου ανάμεσα μας θα ζουν μηχανές ευφυίας αντίστοιχης με την ανθρώπινη, που θα χρησιμοποιούνται ως έξυπνα εργαλεία;

Η μη ελεγχόμενη δυναμική ως προς την έκφραση του κοινωνικού και του ανθρώπινου συμφέροντος καταγράφεται και σε άλλους τομείς, όπως είναι οι επιπτώσεις του συστήματος οργάνωσης και λειτουργίας των κοινωνιών στην κλιματική ισορροπία και στο περιβάλλον. Για παράδειγμα  δεν λαμβάνονται αποφασιστικά και αποτελεσματικά μέτρα, αν και ήδη βιώνονται με επώδυνο τρόπο οι αρνητικές παρενέργειες της κλιματικής αλλαγής (π.χ. καύσωνες, ξηρασίες κ.λ.π.) και της ρύπανσης.

Σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου για τις Επιπτώσεις στην Υγεία (Health Effects Institute, HEI) το 2021 περισσότεροι από 8 εκατομμύρια θάνατοι παιδιών και ενηλίκων οφείλονται στην ρύπανση του περιβάλλοντος. Σχεδόν 2.000 παιδιά κάτω από 5 ετών πεθαίνουν κάθε ημέρα από την ατμοσφαιρική ρύπανση σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην Ελλάδα και ιδιαιτέρως στα μεγάλα αστικά κέντρα ο αέρας είναι αποπνιχτικός. Το επικίνδυνο αυτό πρόβλημα όμως δεν αντιμετωπίζεται.  

Η πολιτική λειτουργία έχει φτάσει σε σημείο κρίσιμης καμπής, διότι πρέπει να γίνουν ζωτικής σημασίας αλλαγές για την ομαλή και βιώσιμη πορεία των κοινωνιών προς το μέλλον, οι οποίες ουσιαστικά θα οριοθετήσουν την κοινωνική και την ανθρώπινη ταυτότητα, ενώ παράλληλα θα διασφαλίσουν την οικοδόμηση συνθηκών με προοπτική και κοινωνικής συνείδησης με σημείο αναφοράς το ανθρώπινο συμφέρον χωρίς την υποκατάσταση της ανθρώπινης λειτουργίας από την τεχνητή νοημοσύνη με εργαλειοποιημένη μηχανική συνείδηση. Ανάλογη βιώσιμη διαχείριση επιβάλλεται να γίνει σε σχέση με την κλιματική αλλαγή και άλλους τομείς της πραγματικότητας.

Αυτό σημαίνει, ότι επείγει να αλλάξει οπτική το πολιτικό σύστημα και να ασχοληθεί με την δυναμική της εξέλιξης καταθέτοντας μακροπρόθεσμο βιώσιμο σχεδιασμό και να μην εξαντλεί τα όρια του στην εναλλαγή προσώπων στην διαχείριση κομματικής ή κυβερνητικής εξουσίας με στόχο την αποκόμιση εκλογικού οφέλους.