Οι μεγάλες μεταβολές στην έρευνα έχουν συντελεστεί με φαινομενικά μικρές παρεμβάσεις, που πιθανότατα δεν σχεδιάστηκαν καν για τον σκοπό και το αποτέλεσμα που επέφεραν.
Οι παραταξιακές αποτιμήσεις έχουν πάντα την τάση να απαξιώνουν ή να αποσιωπούν τον «άλλον», να βρίσκονται συχνά σε αντίθεση με την επιστημονική μέθοδο, να στηρίζονται σε ιδεοληψίες και όχι σε μετρήσιμα στοιχεία και δεδομένα.
Η κύρια μεταρρύθμιση στην ερευνητική πολιτικής της χώρα ήταν ο νόμος 1514/1984. με εκ των υστέρων πιθανό τίτλο «Στροφή προς την Ευρωπαϊκή χρηματοδότηση».
• Απελευθέρωση από την γραφειοκρατία με την δημιουργία των ΕΛΚΕ & ΝΠΙΔ ιδρυμάτων.
• Συγκέντρωση Ερευνητικών Κέντρων (ΕΚ) σε ενιαία διοικητική αρχή την ΓΓΕΤ που εντάχθηκε στο Υπουργείο Έρευνας, για αντιμετώπιση σε σημαντικό βαθμό της πολυαρχίας και πολυδιάσπασης.
• Ανά πενταετία αξιολόγηση των ΕΚ.
• Το κύριο στίγμα τέλος δόθηκε από την χρηματοδότηση: Τα matching funds. Ένας απλός γενικός κανόνας χρηματοδότησης: Για κάθε ένα ευρώ από ανταγωνιστικά ευρωπαϊκά προγράμματα, άλλο ένα από την πολιτεία.
Το επόμενο ζήτημα ήταν η σύνδεση της έρευνας με την οικονομία. Η πολιτική που επιχειρήθηκε στόχευε να δημιουργηθεί «ζήτηση έρευνας», γιατί η ζήτηση για έρευνα και καινοτομία είναι χαμηλή, επειδή η ελληνική οικονομία (αντίθετα με τις άλλες ευρωπαϊκές) αποτελείται κυρίως από αυτοαπασχολούμενους και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Η βασική ιδέα είναι πολύ καλή. Η πολιτική αυτή όμως απέτυχε, γιατί δεν ήταν συνυφασμένη με την ελληνική πραγματικότητα. Τα κλασσικά «ελληνικά» χαρακτηριστικά που παράγονται από την δομή της ελληνικής οικονομίας, ουσιαστικά την ακύρωσαν. Δημιουργήθηκαν επιχειρήσεις με «εικονικές» δραστηριότητες, με τα ερευνητικά ιδρύματα να σιγοντάρουν για να εξασφαλίσουν χρήματα για την έρευνά τους.
Η τρίτη πολιτική (Ενιαίος Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας) είχε ως πυρήνα της σχέδιο με συντονιστή τον Λευτέρη Παπαγιαννάκη, ενώ η εφαρμογή της ξεκίνησε με τον νόμο «Διαμαντοπούλου» (4009/2011). Η πολιτική αυτή συνεχίστηκε σε μια σπάνια περίπτωση διακομματικής συνέχειας μέχρι το 2019, οπότε ανακόπηκε.
• Περαιτέρω μείωση της γραφειοκρατίας.
• Ενοποίησης του ερευνητικού χώρου, με μια μεγάλη τομή: την μεταφορά της έρευνας στο Υπουργείο Παιδείας. Μειώνοντας δραστικά την πολυαρχία και πολυδιάσπαση, με έναν ενιαίο ισχυρό κορμό για συνέργειες άσκησης ερευνητικής πολιτικής.
• Κατάργηση στεγανών μεταξύ ΑΕΙ και ΕΚ.
Στο πλαίσιο της ίδιας πολιτικής, οι επόμενες κυβερνήσεις προχώρησαν σε:
• Εκσυγχρονισμό της δομής και διοίκησης των ΕΚ.
• Θεσμική ενίσχυση της κινητικότητας μεταξύ ΕΚ και ΑΕΙ.
• Δημιουργία του ΕΛΙΔΕΚ, ανεξάρτητο από την πολιτική διοίκηση, που για πρώτη φορά χρηματοδότησε καθαρά ερευνητικές δράσεις με ελληνικά χρήματα.
Ηδη από το 2018 αρχίζουν οι αντίρροπες κινήσεις με κυριότερες:
• Την γενικευμένη εισαγωγή της γραφειοκρατίας (δημόσιο λογιστικό στους ΕΛΚΕ και αλλά ΚΑΙ στα ΝΠΙΔ).
• Την δημιουργία πολυάριθμων εικονικών ερευνητικών κέντρων στα ΑΕΙ.
Δυστυχέστερα η τάση αυτή συνεχίζεται και εντείνεται μετά το 2019 με αντιστροφή της μεταρρύθμισης:
• μεταφορά της ΓΓΕΤ στο Υπουργείο Ανάπτυξης
• απόσπαση ερευνητικών κέντρων προς άλλες υπηρεσίες και υπουργεία
• ακύρωση της επικείμενης για το 2019 πενταετούς αξιολόγησης των ΕΚ
• ακύρωση (προσφατα) της χρηματοδότησης μέσω matching funds, και μείωσης της ερευνητικής χρηματοδότησης από τα ΕΣΠΑ στο μισό.
Αξιοποιώντας τις προηγούμενες εμπειρίες, οι απαιτούμενες μεταρρυθμιστικές κινήσεις για την έρευνα στην Ελλάδα ίσως φαίνονται προφανείς:
• Αμεση έξοδο από το δημόσιο λογιστικό και περαιτέρω μειωση της γραφειοκρατίας.
• Εκ νέου «συστέγαση» Ανώτατης Εκπαίδευσης και ΓΓΕΚ σε ένα υπουργείο.
• Μεταφορά όλων των ερευνητικών κέντρων που είναι διεσπαρμένα σε διάφορα υπουργεία στην ΓΓΕΚ με ενιαίο θεσμικό πλαίσιο.
• Την οργάνωση γραφείου/ων Μεταφοράς Τεχνολογίας, που θα αξιολογούνται για την μεταφορά καινοτομίας στην εγχώρια αγορά, που δεν είναι δουλειά της καθ’ αυτό έρευνας.
• Ως πλέον ρηξικέλευθη καινοτομία, την δημιουργία ξεχωριστού υπουργείου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας, κατά την πρακτική των περισσοτέρων ευρωπαϊκών χωρών.