Η «φούστα του μαθητή» δεν συνιστά από μόνη της παιδαγωγική

Γιώργος Μπάρμπας 10 Φεβ 2022

Τελικά, ποιο είναι το πραγματικό παιδαγωγικό ερώτημα στην περίπτωση της «φούστας του μαθητή» στο μουσικό γυμνάσιο; Η ελευθερία στις επιλογές εμφάνισης ή μήπως η αποδοχή της ομοφυλοφιλίας μέσω της εμφάνισης;

Τώρα που κόπασαν στην αρθρογραφία ηλεκτρονικών και έντυπων μέσων και στα κοινωνικά δίκτυα η «επανάσταση» και οι κραυγές για το επεισόδιο αυτό, είναι χρήσιμο νομίζω, να αναρωτηθούμε νηφάλια για την ουσία του θέματος.

Βέβαια, δεν γνωρίζω, και υποθέτω κανείς εκτός από τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς του συγκεκριμένου σχολείου, τι ακριβώς περιέχει αυτό το επεισόδιο, τι είχε προηγηθεί –αν είχε προηγηθεί κάτι σχετικό. Το μόνο συγκεκριμένο και σαφές είναι η έκφραση του διδάσκοντα «είσαι η ντροπή της κοινωνίας». Για αυτή τη συγκεκριμένη έκφραση δεν υπάρχει, και δεν μπορεί να υπάρχει, καμία ανοχή, καμία ελαφρυντική δικαιολογία. Απορρίπτεται και καταδικάζεται δίχως «ναι μεν αλλά», δίχως αστερίσκους. Υποθέτω επίσης ότι το ίδιο ισχύει και για την πλειονότητα των εκπαιδευτικών ανεξάρτητα αν υποστηρίζει ή όχι την αμφίεση του μαθητή. Θυμάμαι, πριν μερικές δεκαετίες που εργαζόμουν στο γυμνάσιο, πολλές παρόμοιας ποιότητας εκφράσεις εκπαιδευτικών για μαθητές που δυστυχώς ήταν τότε πολύ συχνές στην καθημερινή ζωή του σχολείου: «κακή πάστα ανθρώπου», «χαλασμένος από τα γεννοφάσκια του», «ο νονός του σχολείου» κ.α. Σήμερα αυτές οι συμπεριφορές έχουν μειωθεί κατακόρυφα, κι αυτό είναι πολύ θετικό. Ωστόσο μέσα στους δεκάδες χιλιάδες εκπαιδευτικούς είναι αναμενόμενο να υπάρχουν και κάποιοι που σκέφτονται και κυρίως εκφράζονται με αυτόν τον τρόπο. Το θέαμα πολύ άσχημο αλλά το θέμα πολύ απλό: πειθαρχικές και όπου χρειάζεται και ποινικές διαδικασίες. Και εκεί κλείνει η δική μας αντίδραση ως κράτους. Δεν κλείνει βέβαια για τους μαθητές και τις μαθήτριες που το ζουν και οι οποίοι έχουν την ανάγκη να το διαχειριστούν αποτελεσματικά για τη δική τους κοινωνική και ψυχολογική ισορροπία.

Για όλους αυτούς τους μαθητές, για όλους τους εκπαιδευτικούς που τους απασχολεί ειλικρινά, για όλους τους γονείς που προβληματίζονται με αγωνία για παρόμοιες σκέψεις ή εκφράσεις των παιδιών τους, γράφω τις παρακάτω σκέψεις.

Επιστρέφω στο αρχικό ερώτημα, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν θα αναφέρομαι από δω και πέρα στο συγκεκριμένο περιστατικό του μουσικού σχολείου, αλλά το παίρνω ως αφορμή και ως ένα γενικό παράδειγμα.

Η ελευθερία της έκφρασης μέσα από τον τρόπο του ντυσίματος

Η πρώτη εκδοχή του ερωτήματος: είναι το πραγματικό πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε η ελευθερία της έκφρασης μέσα από τον τρόπο του ντυσίματος; Αν και δεν νομίζω ότι αυτό είναι το κύριο ερώτημα στην περίπτωση που συζητάμε, είναι καλό να το εξετάσουμε και. Είναι κοινή και κοινότοπη διαπίστωση ότι η ελευθερία να υλοποιήσουμε τις επιθυμίες μας στο ντύσιμο περιορίζεται και φιλτράρεται από τις απαιτήσεις των κοινωνικών χώρων και των κοινωνικών καταστάσεων στις οποίες συμμετέχουμε. Οι απαιτήσεις αυτές, άλλες φορές τυπικές και τις περισσότερες φορές άτυπες, θέτουν όρια άλλοτε πιο στενά και περιοριστικά κι άλλοτε πιο χαλαρά. Και νιώθουμε την ανάγκη να λειτουργήσουμε παίρνοντας υπόψη αυτές τις απαιτήσεις. Υπάρχει κανείς που το αμφισβητεί αυτό; Μπορεί κανείς να φανταστεί έναν εκπαιδευτικό να πηγαίνει στο σχολείο για να κάνει μάθημα με σαγιονάρες και κοντό παντελόνι, όπως θα τον βλέπαμε, δίχως να διαπιστώνουμε τίποτε το περίεργο, σε μια παραθαλάσσια βόλτα στις διακοπές; Ή να πηγαίνει κάποιος έτσι ντυμένος να πάρει μέρος σε μια θρησκευτική τελετή στην εκκλησία; Αντίθετα, μια τέτοια αμφίεση μπορεί να γίνεται αποδεκτή σε ένα χώρο διασκέδασης ή εστίασης, κι αυτό πάλι με πολλές εξαιρέσεις. Όταν λοιπόν συμμετέχουμε στη ζωή του σχολείου υπάρχουν όρια και περιορισμοί και στο θέμα της εμφάνισης. Δεν αναφέρομαι προφανώς στις ανεκδιήγητες απαγορεύσεις της περίφημης εγκυκλίου Κοντογιαννόπουλου που πυροδότησαν τις πρώτες μαθητικές καταλήψεις το ’90. Αναφέρομαι σε κάτι που είναι παρόν κάθε στιγμή σε κάθε κοινωνική μας δραστηριότητα. Κι εδώ μπορεί να βιώσουμε τη σύγκρουση ανάμεσα στην επιθυμία μας και στα όρια που βάζει το «εμείς» του εκάστοτε κοινωνικού πλαισίου, όταν η επιθυμία μας ξεπερνά αυτά τα όρια. Είναι ευθύνη και επιλογή του καθενός αν θα συγκρουστεί με τα όρια, δηλαδή με τις απαιτήσεις που θέτει η αισθητική και η ηθική των σχέσεων που έχουν οι άλλοι για την κοινωνική περίσταση. Το αν θα συγκρουστούμε ή όχι, το πώς θα διαχειριστούμε τις αντιδράσεις των άλλων, το πώς θα διαχειριστούμε τις πιθανές συνέπειες στον εαυτό μας, αυτά είναι ένα θέμα προσωπικής ερμηνείας, εκτίμησης και επιλογής. Στην περίπτωση της φούστας σε έφηβο μαθητή μέσα στο σχολείο εμφανίζονται όλα αυτά τα ερωτήματα. Γιατί σήμερα δεν είναι ούτε σύνηθες ούτε κοινά αποδεκτό από μαθητές, εκπαιδευτικούς και κοινωνία γενικότερα να πηγαίνει ένας μαθητής στο σχολείο με φούστα. Σε κάποιες δεκαετίες ίσως. Αλλά σήμερα όχι. Αυτό το ερώτημα θα το έβαζα στην τάξη για συζήτηση, αν προέκυπτε ένα τέτοιο θέμα. Θα ζητούσα την άποψη –με την ευθύνη της επιλογής- των μαθητών και μαθητριών. Το ερώτημα, δηλαδή, αν θα υπηρετήσω την επιθυμία μου παίρνοντας ή όχι υπόψη μου τις επιθυμίες και επιλογές των άλλων μέσα στον κοινωνικό χώρο που κινούμαι. Θα έβαζα το ερώτημα αν είναι σημαντικό να υπολογίζουμε το «εμείς» της κοινωνικής ομάδας. Όχι ως υποταγή στις απαιτήσεις της αλλά ως σεβασμό των άλλων και ως δική μας ανάγκη να μας σέβονται και να είμαστε αποδεκτοί από αυτούς. (Και εδώ θέλω να διακρίνω αυτό το ερώτημα από την αντίδραση των μαθητών και μαθητριών του μουσικού γυμνασίου, που πήγαν με φούστες οι μεν και γραβάτες οι δε την άλλη μέρα στο σχολείο. Γιατί, όπως γράφτηκε, αυτό ήταν αντίδραση στην άθλια συμπεριφορά του καθηγητή και υποστήριξη στον συμμαθητή τους που δέχτηκε την προσβολή. Και τη στάση αυτή των μαθητών και μαθητριών τη χάρηκα πολύ.) Θα μπορούσε ίσως μέσα από τέτοιες συζητήσεις να οργανώσουμε δράσεις συλλογικές με στόχο να φθείρουμε τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις γύρω από θέματα όπως η ομοφυλοφιλία. Για παράδειγμα, να συνεννοηθούμε με μαθητές άλλων τάξεων και εκπαιδευτικούς και να ορίσουμε μια μέρα (ή περισσότερες ανά διαστήματα) όπου θα ερχόμαστε στο σχολείο ντυμένοι «ανάποδα», όπως έγινε και στο μουσικό γυμνάσιο την επομένη του επεισοδίου. Μια δράση, όχι ως απάντηση και αντίδραση αλλά ως δράση θετική. Μια δράση που μπορεί να συνοδεύεται και από άλλες παράλληλες σχετικές δράσεις. Και όπως ανέφερα πριν, μια δράση συλλογική και όχι ατομική.

Η αποδοχή της ομοφυλοφιλίας μέσω της εμφάνισης

Έρχομαι στην δεύτερη εκδοχή του ερωτήματος, ότι το πραγματικό παιδαγωγικό πρόβλημα στην περίπτωση της «φούστας του μαθητή» στο μουσικό γυμνάσιο είναι η αποδοχή της ομοφυλοφιλίας μέσω της εμφάνισης. Κι αυτή η εκδοχή είναι ίσως η πιο πιθανή.

Συζητώντας με έναν φίλο εκπαιδευτικό που εργάζεται σε γενικό λύκειο, μου περιέγραψε μια δική του εμπειρία. Πριν μερικά χρόνια φοιτούσε σ’ αυτό το λύκειο ένας μαθητής που ήταν ομοφυλόφιλος. Αυτό ήταν γνωστό και φανερό στα άλλα παιδιά. Λειτουργούσε μέσα στην ομάδα των συμμαθητών του αρμονικά, δίχως να έχει παρατηρηθεί κάτι το ιδιαίτερο και αρνητικό. Από κάποια στιγμή και μετά η συμπεριφορά αυτού του μαθητή άλλαξε. Άρχισε να έρχεται στο σχολείο με βαμμένα μάτια και πρόσωπο, σταδιακά όλο και πιο έντονα. Φορούσε κολιέ γυναικεία με τρόπο ιδιαίτερα εμφανή. Και ενώ μέχρι τότε δεν είχε δημιουργηθεί κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα με τους συμμαθητές του, από τη στιγμή αυτής της αλλαγής και μετά άρχισαν τα πειράγματα, οι κοροϊδίες, οι προσβολές. Το κλίμα άλλαξε, δημιουργήθηκε μεγάλη αναστάτωση, και ο μαθητής κατέληγε συχνά στη διεύθυνση του σχολείου παραπονούμενος για τη στάση των συμμαθητών του.

Δεν θα σταθώ σε άλλες σημαντικές λεπτομέρειες της περιγραφής, γιατί το πιο ενδιαφέρον στοιχείο για τη συζήτησή μας είναι αυτό που αναδεικνύουν οι δύο φάσεις της ζωής του μαθητή με τους συνομηλίκους του. Στην πρώτη ο μαθητής συμμετείχε και ήταν αποδεκτός στην ομάδα των συμμαθητών του, με την ομοφυλοφιλία να είναι ένα από τα πολλά σημαντικά συστατικά της προσωπικότητάς του. Στη δεύτερη φάση, ο μαθητή ανέδειξε ως κύριο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του την ομοφυλοφιλία. Και ουσιαστικά επεδίωξε να γίνει αποδεκτός μέσω της αποδοχής της ομοφυλοφιλίας. Και εκεί έχασε. Έγινε η μεταστροφή και η απόρριψη. Νομίζω ότι σ’ αυτό το παράδειγμα αποτυπώνεται με το πιο πυκνό και σαφή τρόπο το δίλημμα: αποδοχή της προσωπικότητας με αποδοχή είτε ανοχή της ομοφυλοφιλίας ως ενός από τα συστατικά της ή αποδοχή της ομοφυλοφιλίας (ως πρώτου προσδιοριστικού στοιχείου της ταυτότητας) και δια μέσου αυτής αποδοχή του προσώπου; Εδώ νομίζω ότι βρίσκεται στις σημερινές πολιτισμικές και κοινωνικές συνθήκες το κρίσιμο κοινωνικό και, στην περίπτωση του σχολείου, παιδαγωγικό ζήτημα. Γιατί στις σημερινές συνθήκες; Γιατί στην σύγχρονη ελληνική κοινωνία η ομοφυλοφιλία είναι κατά κανόνα μη αποδεκτή. Όταν διαπιστώνεται από τους άλλους, συνήθως σκεπάζει τα άλλα στοιχεία της προσωπικότητας και οδηγεί σε μια συνολική απόρριψη του ανθρώπου. Σε λίγες περιπτώσεις δεν συμβαίνει αυτό. Κι αυτές τις συναντούμε συνήθως σε προσωπικότητες που έχουν ξεχωρίσει και επιβληθεί και τις οποίες δύσκολα μπορεί κανείς να απορρίψει, όπως σε καταξιωμένους καλλιτέχνες, λογοτέχνες ή στοχαστές. Το ζητούμενο όμως κατά τη γνώμη μου είναι η αποδοχή ή η απόρριψη να αφορά τον άνθρωπο ως συνολική προσωπικότητα, να φορά το σύνολο των σημαντικών του χαρακτηριστικών ανάμεσα στα οποία θα είναι και η ομοφυλοφιλία. Το ζητούμενο είναι η αποδοχή της συνύπαρξης ακόμα κι αν διαφωνούμε με την ομοφυλοφιλία. Αυτό το ερώτημα θα έβαζα στους μαθητές και στις μαθήτριες στην περίπτωση που ήμουν καθηγητής στην τάξη του επεισοδίου στο μουσικό σχολείο.

Πριν 30 περίπου χρόνια δούλευα σε γυμνάσιο μιας μικρής επαρχιακής πόλης και μαζί με άλλες συναδέλφους υποστηρίζαμε την προσπάθεια των μαθητών να γράψουν και να εκδώσουν ένα μαθητικό περιοδικό. Οι μαθητές διάλεγαν τα θέματα μόνοι τους και δούλευαν γι’ αυτά ατομικά ή κυρίως συλλογικά. Σ’ ένα συγκεκριμένο τεύχος μια ομάδα τριών μαθητριών και τριών μαθητών είχαν διαλέξει ως θέμα την ομοφυλοφιλία. Την ομάδα την συντόνιζα εγώ και οι συζητήσεις μέσα σ’ αυτήν είχαν ως στόχο να αποσαφηνίσουν τα παιδιά τις σκέψεις, τα ερωτήματα και τις απόψεις τους ώστε να μπορούν να τις γράψουν με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια. Στην πρώτη συνάντηση τα τρία κορίτσια ξεκίνησαν να μιλούν υπερασπιζόμενες την ανάγκη για την αποδοχή της ομοφυλοφιλίας. Η συζήτηση δεν μπορούσε να προχωρήσει, γιατί τα αγόρια τις διέκοπταν με «ιερό» πάθος ενάντια στους ομοφυλόφιλους και με σκληρούς και προσβλητικούς χαρακτηρισμούς γι’ αυτούς. Προσπάθησα να διατηρήσω την νηφαλιότητα της συζήτησης αλλά τα αγόρια ήταν σε εκρηκτική σχεδόν παραληρηματική κατάσταση. Σε κάποια στιγμή διέκοψα τη συζήτηση και έβαλα επιτακτικά τον όρο που ήταν γνωστός σε όλους όσους συμμετείχαν στο περιοδικό: σεβασμός στην ελεύθερη έκφραση του άλλου. Αλλιώς δεν υπάρχει συμμετοχή. Τα αγόρια προτίμησαν την αποχώρηση και η ομάδα συνέχισε για μερικές ακόμα συναντήσεις μόνο με τα κορίτσια. Όταν φτάναμε περίπου στο τέλος της επεξεργασίας, επανήλθα στα τρία αγόρια και τους «τσίγκλησα» λέγοντας ότι στο περιοδικό θα υπάρχει μόνο η άποψη των κοριτσιών και είναι κρίμα. Αλλά αν θα έρθουν στην ομάδα ξανά, κάτι που τους δήλωσα ότι το θέλω, θα πρέπει να σεβαστούν τη δεοντολογία του περιοδικού. Τα αγόρια φαίνεται να ζορίστηκαν. Στην επόμενη όμως συνάντηση ήταν εκεί. Κι αυτή τη φορά τήρησαν τους κανόνες της συζήτησης. Η συζήτηση με τα εκατέρωθεν επιχειρήματα ήταν πολύ πλούσια, ζωντανή, μαχητική αλλά όχι επιθετική και ανταγωνιστική. Όταν βγήκε το περιοδικό είχε στην ίδια σελίδα δύο μονόστηλα, ισότιμα, πλάι – πλάι, με δύο τίτλους που συμφώνησαν και τα ίδια τα παιδιά. Το ένα κείμενο «κ. Καβάφη μας συγχωρείτε…» (των κοριτσιών) και το άλλο «κ. Καβάφη διαφωνούμε…» (των αγοριών). Οι τίτλοι αυτοί αποτύπωναν, στη δική μου εικόνα, με τον καλύτερο τρόπο, ταυτόχρονα την συνύπαρξη αλλά και την διαφορά ανάμεσα στα αγόρια και στα κορίτσια όπως εξελίχθηκε μέσα στην ομάδα. Η σελίδα αυτή ήταν από τις σελίδες που διαβάστηκαν περισσότερο από τους μαθητές του γυμνασίου. Στο τέλος αυτής της διαδρομής ένιωθα κάτι πολύ ουσιαστικό να με γεμίζει. Ο ένας λόγος ήταν τα έξι παιδιά. Ξεκίνησαν με άγριες συγκρούσεις και έφτασαν στο τέλος να συνυπάρχουν αρμονικά με πλήρεις και ακέραιες όλες τους τις διαφωνίες. Ο άλλος λόγος ήταν η αίσθηση που μου έδινε η εικόνα του περιοδικού στα χέρια των μαθητών στην αυλή όταν ήταν ανοικτό σ’ αυτή τη σελίδα. Η αίσθηση μιας γαλήνης και ανθρωπιάς, μιας εικόνας σε αργή κίνηση δύο παιδιών, ενός αγοριού και ενός κοριτσιού, να περπατούν ήρεμα πιασμένα χέρι- χέρι.

Αυτό ακριβώς θα έκανα και σήμερα. Αυτό χρειαζόμαστε. Να ταιριάξουμε στην πράξη μεταξύ μας στον σεβασμό του άλλου με τον οποίο διαφωνούμε. Να μη βάλουμε ως όρο να συμφωνήσει με ’μας για να είμαστε μαζί. Να συνυπάρξουμε αρμονικά αποδεχόμενοι τους άλλους δίχως κατ’ ανάγκη να συμφωνούμε μαζί τους. Αλλά αυτό θέλει να έχεις και τον άλλο μέσα στο οπτικό σου πεδίο. Θέλει να βλέπεις την ανάγκη της συνοχής και της συνύπαρξης με όλους. Γιατί η ζωή του καθενός θα γίνει καλύτερη αν η ζωή του «εμείς» γίνει καλύτερη. Ακριβώς το αντίθετο από τις ανώδυνες «επαναστατικές» κραυγές, τις επιδερμικές και φανατικές καταδίκες, που κρατούν την κοινωνία στο τέλμα της ακινησίας και στο χάος της παραλυσίας.