Το θέμα της εποχής μας: Η “εκλογική” δημοκρατία μας να εναρμονίζεται με την “θεσμική” πλευρά της.
Βασικοί τομείς προβληματισμού, στις μέρες μας, αποτελούν οι περιορισμένοι έλεγχοι στην εκτελεστική εξουσία από τα νομοθετικά σώματα και τη Δικαιοσύνη, καθώς και η ανεπάρκεια στη διασφάλιση των ατομικών ελευθεριών και της ισότητας απέναντι στον νόμο. Η αποδυνάμωση του κράτους δικαίου και η προσπάθεια ελέγχου και χειραγώγησης των μέσων ενημέρωσης και επικοινωνίας είναι εκφράσεις του προβλήματος.
Το μεγάλο λοιπόν ζήτημα των καιρών μας και πρωτίστως της λειτουργίας της Δημοκρατίας μας, είναι τα "όρια" που υπάρχουν στην άσκηση των καθηκόντων της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας. Εξουσία η οποία είναι εκλεγμένη από τον λαό...
Στην έκθεση του Ινστιτούτου V-Dem του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ καταγράφεται πως η δημοκρατία, διεθνώς, υποχωρεί σε ανησυχητικά επίπεδα, με τον μέσο πολίτη να ζει υπό συνθήκες πολιτικού καθεστώτος που αντιστοιχεί στο 1985, ενώ η μέση τιμή ανά χώρα αντιστοιχεί στο 1996. Η έκθεση επιβεβαιώνει ότι η δημοκρατία χάνει έδαφος, ειδικά στον οικονομικό τομέα, φτάνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 50 ετών. Πρόκειται για ένα παγκόσμιο κύμα “αυταρχικοποίησης”, με την Ανατολική Ευρώπη και τη Νότια και Κεντρική Ασία να παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη επιδείνωση.
Για πρώτη φορά εδώ και δύο δεκαετίες, οι αυταρχικές χώρες (91) υπερτερούν αριθμητικά των δημοκρατιών (88). Επιπλέον, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες αποτελούν πλέον το λιγότερο συχνό καθεστώς στον κόσμο, με μόλις 29 χώρες να κατατάσσονται σε αυτή την κατηγορία το 2024. Παράλληλα, το 72% του παγκόσμιου πληθυσμού – σχεδόν τρεις στους τέσσερις ανθρώπους – ζει σε αυταρχικά καθεστώτα, το υψηλότερο ποσοστό από το 1978.
Να δημιουργήσουμε-ανακαλύψουμε λοιπόν και να προκρίνουμε αντισταθμιστικούς θεσμούς και εργαλεία, με λαϊκή νομιμοποίηση, που να έχουν τη δυνατότητα ελέγχου υπέρβασης των συνταγματικών “ορίων” της όποιας ενδεχόμενης αυταρχικής εκτελεστικής εξουσίας.
Η χαρακτηριστική περίπτωση διακυβέρνησης του κου Νετανιάχου, όπως βλέπουμε εκτός όλων των άλλων και με τις πρόσφατες απολύσεις… (του διευθυντή εσωτερικής ασφάλειας (Shin Bet), Ρόνεν Μπαρ και του διευθυντή της Μοσάντ, Ντέιβιντ Μπαρνέα, από την ομάδα διαπραγματεύσεων, με πιθανότητα να πάρει σειρά πλέον και να εκδιωχθεί ο γενικός εισαγγελέας, Γκαλί Μπαχαράβ-Μιάρα, ο οποίος υποστήριξε ότι η απομάκρυνση του Μπαρ από τη θέση του ίσως είναι παράνομη…).
Καταστάσεις που βρίσκονται σε “εναρμόνιση” με το κλίμα και το “θεσμικό” θερμοκήπιο μέσα στο οποίο αναπτύσσονται και λειτουργούν πολιτικές συμπεριφορές, όπως αυτές στην Ουγγαρία με τον κο Ορμπαν και την πλέον απρόσμενη για την ιστορία αυτής της ομοσπονδίας, των ΗΠΑ με τον κο Τραμπ.
Για να μη μένουμε μόνο στις κλασσικές για τη σχετική βιβλιογραφία περιπτώσεις του κου Πούτιν στη Ρωσία (πρόεδρος σε εναλλαγή με πρωθυπουργό και συνακόλουθα), του κου Ερντογάν στη γειτονική μας Τουρκία με όσα εξελίσσονται ακόμη και τις τελευταίες μέρες και όχι μόνον στην Κωνσταντινούπολη.
Ας επιχειρήσουμε ακόμη και μια προσπάθεια υπέρβασης. Στη χώρα μας θα μπορούσαμε να κάνουμε την επιλογή ώστε να συζητήσουμε και πράγματι να δημιουργήσουμε, όχι μόνο σχολή σκέψης αλλά και “υπόδειγμα” λειτουργίας σχετικών θεσμών και εργαλείων.
Είναι καταγεγραμμένο ότι στη χώρα μας, μετά και από το σκάνδαλο των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων, η κυβέρνηση κρίνεται, από τον ελληνικό λαό ότι και αυτή, για χρήση μεθόδων υπέρβασης της θεμιτής εξουσίας της. Η αναφορά ως ερμηνεία αλλά και αιτιολόγηση στο “41%” του προηγούμενου εκλογικού αποτελέσματος είναι χαρακτηριστική.
Αν όμως, με αφορμή όσα συμβαίνουν γύρω μας, αλλά και τη συζήτηση για την διακυβέρνηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, άνοιγε διαδικασίες αναζήτησης, με δημόσιο τρόπο και προσκαλώντας τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, για την δημιουργία νέων “θεσμών και εργαλείων” ισορροπίας και ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας, στην περίπτωση υπέρβασης του ρόλου της, θα ήταν μια συμβολή σε εθνικό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο.
Και το σχετικό επιστημονικό δυναμικό διαθέτει η χώρα μας, νομίζω και την πολιτική ωριμότητα παρά τα προβλήματα της τελευταίας δεκαπενταετίας, αλλά και στη συγκυρία, θα ήταν συμβολή για τον επαναπροσδιορισμό της πολιτικής αντιπαράθεσης εκτός περιβάλλοντος τοξικότητας και διχασμού.
Σε κάθε όμως περίπτωση, είναι θέμα που η δημοκρατική αντιπολίτευση μπορεί και πρέπει να το αναδείξει και στη Βουλή και στη κοινωνία.
Η πολιτική θα αποκτούσε και ακόμη ένα οραματικό στοιχείο…