Η περίπτωση-υπόθεση Τριαντόπουλλου: Μία «γενναία πράξη» ή μία κατάδηλη καταστρατήγηση του Συντάγματος;

Νίκος Γ. Σταύρου 10 Απρ 2025

Το τελευταίο διάστημα γίνεται πολλή συζήτηση για την εν θέματι υπόθεση του δυστυχήματος των Τεμπών της 28ης Φεβρουαρίου 2023, η οποία εγείρει τεράστιο κοινωνικό, πολιτικό και επιστημονικό ενδιαφέρον.

Ειδικότερα, το θέμα στο οποίο αναφέρεται το παρόν άρθρο αφορά στην απόφαση παραπομπής του υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ Χρήστου Τριαντόπουλου στον φυσικό δικαστή, ήτοι στην τακτική δικαιοσύνη, αντί της θεσμοθετημένης εξεταστικής επιτροπής της Βουλής, ως το Σύνταγμα επιτάσσει, με την κατηγορία της παράβασης καθήκοντος, σε βαθμό πλημμελήματος. Το γεγονός απετέλεσε το έναυσμα επιστημονικών συζητήσεων μεταξύ έγκριτων καθηγητών του Δημοσίου Δικαίου, κατά τις οποίες διατυπώθηκαν διαφορετικές απόψεις.

Στο άρθρο αυτό προσεγγίζουμε αυτές τις διαφορετικές απόψεις και στο τέλος παρατίθεται και η προσωπική μας γνώμη.

Ο κ. Τριαντόπουλος κατά την επίμαχη περίοδο, της 28ης Φεβρουαρίου 2023, ως υφυπουργός, ήταν αρμόδιος για θέματα κρατικής αρωγής και αποκατάστασης από φυσικές καταστροφές στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.[1] Η κατηγορία που στοιχειοθετείται εις βάρος του είναι αυτή της παράβασης καθήκοντος αναφορικά με την αλλοίωση του χώρου, το λεγόμενο «μπάζωμα», στο σημείο του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών, όπου 57 συνάνθρωποι και συμπολίτες μας -κυρίως νέοι- έχασαν άδικα και αδόκητα τη ζωή τους. Σημειώνουμε, εμφατικά, ότι η παράβαση καθήκοντος συνιστά, βάσει του Ποινικού μας Κώδικα πλημμέλημα.

Όμως, επειδή πρόκειται για πολιτικό πρόσωπο και μάλιστα μέλος της Κυβέρνησης, το θέμα αυτό καλύπτεται από το άρθρο 86 του Συντάγματος, το περιβόητο άρθρο περί ευθύνης υπουργών, κατά το οποίο βάσει της παραγράφου 3, για να ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος μέλους της Κυβέρνησης, πρέπει προηγουμένως να υποβληθεί πρόταση ποινικής δίωξης από 30 τουλάχιστον βουλευτές.[2] Το Σύνταγμα συνιστά τον υπέρτατο εθνικό μας νόμο, όπως και τον πολιτειακό χάρτη του κράτους και ουδείς δύναται, όσο ψηλά κι αν ίσταται να το καταστρατηγεί, να το τροποποιεί και να το εφαρμόζει κατά το δοκούν.

Συνεπώς, τι συμβαίνει σε νομικό επίπεδο, όταν δεν τηρούνται οι αρχές του κράτους δικαίου, της νομιμότητας αλλά και της αρχής της διάκρισης των εξουσιών;

Πιο συγκεκριμένα, η κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ με 30 βουλευτές, κατέθεσε/υπέβαλε πρόταση κατηγορίας – άσκησης ποινικής δίωξης. Άρα ως προς το κομμάτι αυτό, της υποβολής της πρότασης, το Σύνταγμα ως ο υπέρτατος νόμος ακολουθήθηκε. Το κομβικό ερώτημα που προβάλλει, είναι αν δύναται ο κ. Τριαντόπουλος να παραπεμφθεί απευθείας στην τακτική δικαιοσύνη, πράγμα που είναι και το τελευταίο στάδιο που προβλέπει το άρθρο 86 του Συντάγματος, ή πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία που προβλέπεται πριν από αυτό το στάδιο;

Σύμφωνα με τον Νίκο Αλιβιζάτο, ο ανακριτής που θα αναλάβει την υπόθεση μπορεί να επεκτείνει τη δίωξη και κατά των συμμετόχων (π.χ. στον τότε Υπουργό Συγκοινωνιών), οι οποίοι δεν αναφέρονται στην απόφαση της Βουλής για τη δίωξη.[3] Αυτό το προβλέπει και το καθιερώνει η παράγραφος 4, του άρθρου 10, του Ν. 3126/2003[4] που είναι ουσιαστικά ο εκτελεστικός κοινός νόμος, ο οποίος εξειδικεύει το άρθρο 86 του Συντάγματος. Συνεπώς, η κατηγορία (της παράβασης καθήκοντος), διότι μόνο για αυτή βαρύνεται εισέτι ο κ. Τριαντόπουλος, μπορεί καταρχήν να επεκταθεί και σε συμμετόχους. Άρα το κατηγορητήριο μπορεί να διευρύνει και άρα να συν-παραπέμψει και άλλα κυβερνητικά πρόσωπα είτε της υφιστάμενης είτε προηγουμένων κυβερνήσεων, αν προκύψουν σε βάρος τους επιβαρυντικά στοιχεία, όμως επαναλαμβάνω, που να αφορούν αποκλειστικά στο αδίκημα της παράβασης καθήκοντος.

Το βασικό επιχείρημα της απευθείας παραπομπής Τριαντόπουλου στο δικαστικό συμβούλιο του άρθρου 86, -παραβλέποντας επί της ουσίας την προηγούμενη διαδικασία, την οποία το Σύνταγμα ορίζει ρητά στο ίδιο άρθρο-, είναι ότι συντελείται ένα αποφασιστικό βήμα προς την δικαστικοποίηση της δίωξης των υπουργικών αδικημάτων,[5] ζήτημα το οποίο θα πρέπει να είναι ένας εκ των στόχων της επικείμενης αναθεώρησης του Συντάγματος.

Όμως το Σύνταγμα προβλέπει κάποιες διαδικασίες που αν δεν ακολουθηθούν, τότε υπάρχει πρόβλημα, καθώς εγείρεται θεσμικό και νομικό ζήτημα, το οποίο -εν προκειμένω-, μπορεί να επιφέρει ακόμη και την ακύρωση της διαδικασίας.

Η άλλη άποψη επί του ζητήματος, η οποία εκφράζεται από μεγάλο αριθμό έγκριτων Συνταγματολόγων, αναφέρει ότι: η συγκεκριμένη διαδικασία που προβλέπει το Σύνταγμα δεν πρέπει εις ουδεμία των περιπτώσεων να καμφθεί. Κατά την άποψη του Ευάγγελου Βενιζέλου[6] η κυβέρνηση θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη διάταξη του άρθρου 5, Ν. 3126/2003 (Κίνηση διαδικασίας - Προκαταρκτική εξέταση) που προβλέπει, ότι η Βουλή δύναται αμέσως μετά την πρόταση των 30 βουλευτών να συγκροτήσει, πριν από την προκαταρκτική επιτροπή, τριμελή επιτροπή Εισαγγελέων, με καθήκον, έργο και σκοπό τη διερεύνηση και υποβολή έκθεσης στην Ολομέλεια της Βουλής σχετικά με την προς εξέταση υπόθεση Τριαντόπουλου. Αν γινόταν αυτό, η Ολομέλεια δεν θα χρειαζόταν καν να συγκροτήσει την επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης και θα μπορούσε με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151 βουλευτές), η υπόθεση να παραπεμφθεί στην τακτική δικαιοσύνη. Όμως δεν έκανε κάτι τέτοιο η Κυβέρνηση, ενώ είχε τη δυνατότητα βάσει του ισχύοντος εκτελεστικού νόμου.

Οξύμωρο εδώ είναι ότι, ενώ παρεκάμφθη αυτή η δυνατότητα, εντούτοις, και μάλλον για λόγους επικοινωνιακούς συγκροτήθηκε η επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης. Όπως είπαμε, για να οδηγηθεί στην τακτική δικαιοσύνη ένα μέλος της Κυβέρνησης, εν προκειμένω ο Τριαντόπουλος, απαιτείται να τον παραπέμψει η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, την οποία, στην παρούσα συγκυρία, έχει μόνον η Κυβέρνηση. Στο σημείο αυτό, έχουμε πραγματικά αντιληφθεί την κολοσσιαία αντίφαση; Η ίδια κυβερνητική πλειοψηφία, που προφανώς πιστεύει ότι ο Τριαντόπουλος είναι αθώος για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, του ασκεί ποινική δίωξη και την ίδια στιγμή τον παραπέμπει στην τακτική δικαιοσύνη!!!

Η επιλογή της Κυβέρνησης να παρακάμψει την προβλεπόμενη εκ του Συντάγματος διαδικασία, δημιουργεί τα εξής προβλήματα: πρώτον το δικαστικό συμβούλιο που θα εξετάσει την υπόθεση να διαπιστώσει ακυρότητα, ακριβώς, επειδή δεν ακολουθήθηκε η συνταγματική διαδικασία και δεύτερον μπορεί σε μεταγενέστερο στάδιο ο Ανακριτής να διαπιστώσει και έτερα αδικήματα βαρύτερης μορφής, κακουργήματα και να μην μπορεί να επεκτείνει την κατηγορία. Όπως είδαμε, μπορεί καταρχήν να επεκταθεί η κατηγορία της παράβασης καθήκοντος και σε άλλους συμμετέχοντες, αλλά από τη στιγμή που στο κατηγορητήριο στοιχειοθετείται μόνον αυτό το πλημμέλημα, ο Ανακριτής και το δικαστικό συμβούλιο δεν έχουν τη δυνατότητα να επεκτείνουν την κατηγορία σε περίπτωση που, βάσει αποδεικτικών στοιχείων, στοιχειοθετούνται και άλλα εγκλήματα-κακουργήματα. Αυτό μπορεί να αποφευχθεί, αν τηρηθεί σωστά η διαδικασία που προβλέπει το Σύνταγμα στο άρθρο 86 με τη λειτουργία της προκαταρκτικής επιτροπής. Ο Ανακριτής λοιπόν και το δικαστικό συμβούλιο θα είναι με δεμένα τα χέρια και αναγκαστικά, χωρίς να έχουν άλλη επιλογή, θα πρέπει να αποστείλουν πίσω στη Βουλή την υπόθεση.

Όπως πολύ εύστοχα τονίζει ο Ευ. Βενιζέλος,[7] συνεστήθη τώρα μια ταχύρρυθμη προκαταρκτική επιτροπή, η οποία θα συνεδριάσει καθαρά τυπικά για να αποφασίσει τι ακριβώς; Αυτό το αντιφατικό που αναφέραμε λίγο πριν, δηλαδή την παραπομπή ενός αθώου, αφού πιστεύουν ότι είναι αθώος. Άρα γιατί παραπέμπεται; Γεννώνται εύλογα ερωτηματικά και ένας μέσος συνετός πολίτης διερωτάται: μήπως διότι στην περίπτωση που παρακαμφεί η διαδικασία του άρθρου 86 το δικαστικό συμβούλιο ακόμα κι αν εντοπίσει και διακριβώσει και έτερα βαρύτερα αδικήματα, για το ίδιο πολιτικό πρόσωπο ή/και άλλους, δεν θα μπορεί να κάνει τίποτα;

Παρενθετικά, η υπόθεση Τριαντόπουλου αφορά εμμέσως το συμβάν αυτό καθεαυτό της σύγκρουσης των δύο τρένων της 28ης Φεβρουαρίου 2023. Άμεσα όμως αφορά στο γεγονός του λεγόμενου «μπαζώματος», το οποίο ακύρωσε τη δυνατότητα διερεύνησης του δυστυχήματος, επειδή η πράξη αυτή αλλοίωσε τον χώρο των αποδεικτικών στοιχείων.

Εν κατακλείδι, διερωτάται κανείς, αν η απόφαση Τριαντόπουλου ή ορθότερα, -αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και ρεαλιστές-, η απόφαση της Κυβέρνησης, να παραπεμφεί ο ίδιος απευθείας στην τακτική δικαιοσύνη συνιστά μία γενναία πράξη; Η απάντηση, βάσει όλων των προαναφερθέντων είναι αρνητική. Πρόκειται για μια πράξη που καταστρατηγεί το Σύνταγμα για την επίτευξη σκοπών που απάδουν από τις θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου και της νομιμότητας.

Η παράκαμψη της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Βουλής για την δίωξη των υπουργικών αδικημάτων είναι οπωσδήποτε το ζητούμενο και αυτό που απαιτεί ολόκληρη η ελληνική κοινωνία, ώστε να συμβαδίζουμε και να συμπλέουμε με τις αρχές της ισότητας απέναντι στον νόμο αλλά και του κράτους δικαίου· αρχές που δεν επιτρέπεται να τίθενται σε αμφισβήτηση ή διαπραγμάτευση σε ένα ευνομούμενο ευρωπαϊκό κράτος. Η επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος, όποτε αυτή συντελεστεί, μπορεί νομικά να γίνει άμεσα πάντως καθώς η τελευταία συνετελέσθη το 2019, πρέπει αναντίλεκτα να εντάξει αυτή την πρόνοια, δηλαδή να πάψει εφεξής να έχει αποκλειστική αρμοδιότητα η Βουλή για την ποινική δίωξη των μελών της Κυβέρνησης ή/και των μελών του Κοινοβουλίου. Όμως μέχρι να συμβεί αυτό, το οποίο είναι απαίτηση όλων, το Σύνταγμα δεν μπορεί να αποτελεί δεκανίκι και να εργαλειοποιείται για κομματικά συμφέροντα και κομματικές σκοπιμότητες. Όπου προβλέπονται διαδικασίες πρέπει να ακολουθούνται με ευλάβεια, διότι, ιδίως στην προκειμένη περίπτωση όπως είδαμε, αν αυτές δεν τηρηθούν, ελλοχεύει κίνδυνος καταστρατήγησης όχι μόνο του Συντάγματος αλλά και διακωμώδησης και πλήγματος του ίδιου του Δημοκρατικού Πολιτεύματος· ουδείς έχει τέτοια εξουσία, καθώς πάνω από όλους και από όλα βρίσκεται ο Νόμος και δη ο υπέρτατος εθνικός μας νόμος, το Σύνταγμα των Ελλήνων.