Η περίοδος της (ενισχυμένης) εποπτείας τελείωσε-η περίοδος της ευθύνης άρχισε;

Παναγιώτης Καρκατσούλης 20 Αυγ 2022

Όταν μπήκαμε στην ενισχυμένη εποπτεία η τότε κυβέρνηση πανηγύριζε για το τέλος των μνημονίων. Τώρα που βγαίνουμε από την ενισχυμένη εποπτεία είναι η σειρά της παρούσας κυβέρνησης να πιστωθεί το «επίτευγμα».

Στον ξένο και εγχώριο τύπο συναντάμε άρθρα, σχεδόν πανομοιότυπα, που επικεντρώνουν στο ότι η Ελλάδα, μετά το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας, θα μπορεί να δανείζεται ευκολότερα από τις διεθνείς αγορές. Η υπόθεση αυτή συνοδεύεται από την προσδοκία ότι, σε μια επόμενη στιγμή, η χώρα θα κατακτήσει την επενδυτική βαθμίδα, γεγονός που θα σημάνει την τελική πράξη αποκατάστασης της δημοσιονομικής κανονικότητας.

Εκφράζεται, όμως, κι ένας σκεπτικισμός κατά πόσον το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας θα σημάνει κάτι θετικό, αντιληπτό από τον μέσο Έλληνα που παρακολουθεί εξουθενωμένος τις πιρουέτες των ειδικών περί τα δημοσιονομικά και τα χρηματηστηριακά.

Εάν, λοιπόν, προσπαθήσει κανείς να αναλύσει τη σημασία του τέλους της ενισχυμένης εποπτείας για την Ελλάδα, τότε δεν θα πρέπει να περιοριστεί στην βελτίωση του τρόπου δανεισμού της χώρας, αλλά να αξιολογήσει αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που έχουν- η θα έπρεπε να έχουν- γίνει με ευεργετικές συνέπειες στην καθημερινή ζωή των πολιτών.

Σημειώνουμε, εκ προοιμίου, ότι θα αναφερθούμε σε τρεις θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις που μπορούν να αλλάξουν ουσιωδώς τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του κράτους. Αντιπαραβάλονται, δε, οι μεταρρυθμίσεις αυτές προς άλλες «μεταρρυθμίσεις» οι οποίες μπορεί να επιφέρουν σημειακές η ακόμη και διακοσμητικού χαρακτήρα αλλαγές στα κοινωνικά υποσυστήματα. Οι θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις περιλαμβάνονταν στα μνημόνια αλλά η εφαρμογή τους ατόνησε.

Οι τρεις θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις μπορούν να οδηγήσουν σε δεινή ήττα τον πελατειασμό, δηλαδή, το κρατούν επί εκατονταετίες σύστημα διακυβέρνησης της Ελλάδας.

Η πρώτη έχει να κάνει με την ποιότητα των νομοθετικών και κανονιστικών ρυθμίσεων, για να το πω απλά, των νόμων. Η αποτύπωση της βούλησης της πολιτικής εξουσίας σ’ ένα κανονιστικό κείμενο με δεσμευτική ισχύ έναντι όλων αποτελεί την πεμπτουσία κάθε κρατικής λειτουργίας.

Σήμερα οι κανόνες και οι καλές πρακτικές σε σχέση με την «Καλή Νομοθέτηση»- την επιστήμη και τεχνική δημιουργίας καλών νόμων- περιλαμβάνονται σε δύο εμβληματικούς νόμους. Ο πρώτος, που δημιουργήθηκε με την επιμονή της Τρόικας, το 2012, και σε πείσμα των πελατοκρατών πολιτικών που επί, μια δεκαετία, εμπόδιζαν την δημιουργία του, έμεινε ουσιαστικά ανεφάρμοστος. Ο δεύτερος, ο ν. 4622/19 επανέλαβε τις πρόνοιες του προηγουμένου αλλά πολύ λίγα, επίσης, έχουν γίνει για την εφαρμογή του. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο 5 στα 18 Υπουργεία περνάνε τη βάση, αξιολογούμενα με βάση τον Δείκτη Ποιότητας Νομοθέτησης. Αλλά και στην Διαβούλευση, στο δεύτερο συστατικό της Καλής Νομοθέτησης, οι επιδόσεις είναι απογοητευτικές. Η κυβέρνηση της ΝΔ διαβουλεύτεται κομμάτια των νομοσχεδίων που προτείνει και, στη συνέχεια, εφανίζει με τροπολογίες τα υπόλοιπα, καταλαμβάνοντας, έτσι, εξαπίνης την αντιπολίτευση. Το 2020 κάθε τροπολογία που εισήχθη σε σχέδιο νόμου είχε, κατά μέσο όρο, 13 άρθρα.

Η δεύτερη θεμελιώδης μεταρρύθμιση αναφέρεται στην αποκατάσταση της αξιοκρατίας στο δημόσιο. Η αναξιοκρατία που κυριαρχεί έχει οδηγήσει εκατοντάδες χιλιάδες νέους στο εξωτερικό και έχει αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγικότητα και την εξυπηρέτηση των πολιτών. Σήμερα συνεχίζουν να καταρρίπτονται αρνητικά ρεκόρ τόσο όσον αφορά την αύξηση των μετακλητών όσο και των εκτάκτων. Ιδιώτες προϊστανται δημοσίων λειτουργών, επαναφέροντας τις χειρότερες μνήμες του πελατειασμού. Οι αξιοκρατικές διαδικασίες επιλογής προϊσταμένων απαιτούν χρόνο και πόρους που δεν διατίθενται, με συνέπεια να παραμένουν ανενεργές.

Η τρίτη θεμελιώδης μεταρρύθμιση αφορά τα δομικά στοιχεία της διακυβέρνησης, μ’ άλλα λόγια, τη σχέση κέντρου-περιφέρειας. Αντί να συνεχιστούν οι προσπάθειες, μετά τον «Καλλικράτη», για μια εύρωστη αυτοδιοίκηση, η οποία είναι η μόνη που μπορεί να εγγυηθεί την περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας, έχει προταχθεί ενα συγκεντρωτικό μοντέλο διακυβέρνησης. Η προεδρία της κυβέρνησης, το λεγόμενο «επιτελικό κράτος», είναι μια υπηρεσία του πρωθυπουργού που αποτελείται από 6 Γενικές Γραμματείες και εκατοντάδες υπαλλήλους. Δεν πρόκειται για ένα κέντρο διακυβέρνησης που χαράσσει στρατηγική αλλά για ένα υποκατάστατο κυβέρνησης. Η πολυ-επίπεδη διακυβέρνηση που διακηρύσσεται από τους αιρετούς και τους ειδικούς, εδώ και χρόνια, ως μόνη λύση στο πρόβλημα διακυβέρνησης δεν έχει, όμως, καμία σχέση με ένα top-down μοντέλο λήψης αποφάσεων.   

Οι τρεις αυτές μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες για την Ελλάδα, προκειμένου να διατηρηθεί η δημοσιονομική ισορροπία, να μειωθούν οι οικονομικές και κοινωνικέςανισοτήτες, να αυξηθεί η η διαφάνεια και να πρυτανεύσει η ακεραιότητα. Όλα αυτά είναι προϋποθέσεις για να περάσουμε από την περίοδο της εποπτείας στην περίοδο της ευθύνης.

Μένει, λοιπόν, να κριθεί στο άμεσο μέλλον εάν οι πανηγυρισμοί για το τέλος της εποπτείας δεν θα απευθύνονται μόνον στο θυμικό των ψηφοφόρων αλλά θα σηματοδοτήσουν και την ταχεία εφαρμογή των θεμελιωδών μεταρρυθμίσεων.