Ο βουλευτής του Β2 Δυτικού Τομέα Αθηνών του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, ανακοίνωσε πως παραιτείται από το αξίωμα του βουλευτή, ανακοινώνοντας παράλληλα την αποχώρηση του από την ενεργό πολιτική.
Η απόφαση του αυτή, δεν παύει να εκπλήσσει, ειδικά από την στιγμή όπου ο ίδιος ήσαν εκ των πιο παλαιών βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος, έχοντας αναλάβει, όλα αυτά τα χρόνια, διάφορα υπουργικά χαρτοφυλάκια.[1]
Αρκεί να θυμηθούμε πως διετέλεσε καθ’ όλη την διάρκεια της κοινοβουλευτικής-πολιτικής περιόδου 2019-2023, αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, κάτι που αποδεικνύει πως είχε καταφέρει αφενός μεν να ‘κερδίσει’ με την ‘δουλειά’ την πλήρη εμπιστοσύνη του πρωθυπουργού και προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, Κυριάκου Μητσοτάκη, και, αφετέρου δε, να συγκροτήσει ένα ισχυρό και πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο το οποίο βέβαια ‘εξατμίστηκε’ πολύ γρήγορα.
Ουσιαστικά, μέσα σε μία στιγμή (παραίτηση του από την θέση του υπουργού Ναυτιλίας και αρνητική δημοσιότητα γύρω από το πρόσωπο του), ‘ακυρώθηκε’ (εν πολλοίς άδικα), τεσσάρων ετών. Ποιοι μπορεί να ήσαν όμως οι κυριότεροι λόγοι που τον οδήγησαν στο να λάβει μία τέτοια απόφαση. Ας το δούμε αναλυτικά.
Ο πρώτος λόγος άπτεται της σωματικής και συναισθηματικής κόπωσης που συσσωρεύθηκε όλα αυτά τα χρόνια,[2] με τον ίδιο να αδυνατεί (και όχι απλά να δυσκολεύεται) πλέον να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του, κομματικές-πολιτικές και ευρύτερα κοινοβουλευτικές, να δυσκολεύεται να ισορροπήσει μεταξύ επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής,[3] να αποδέχεται πως δεν μπορεί άλλο να συμβάλλει στην ευόδωση των στόχων της Νέας Δημοκρατίας.
Έτσι λοιπόν, επέλεξε την παραίτηση από το βουλευτικό αξίωμα, κλείνοντας με αυτόν τον τρόπο έναν κοινοβουλευτικό κύκλο εικοσιτεσσάρων ετών (2000-2024). Ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης πρωτοεκλέχθηκε βουλευτής το 2000, στις οριακές βουλευτικές εκλογές του Απριλίου εκείνης της χρονιάς, όντας εκ των κοινοβουλευτικών εκείνων που συνετέλεσαν ώστε η Μεταπολιτευτική, φιλελεύθερη δημοκρατία να καταστεί ισχυρή και ανθεκτική, ικανή να απορροφήσει τους έντονους ‘κραδασμούς’ της περιόδου της βαθιάς κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής κρίσης.
Ο δεύτερος λόγος που τον ώθησε στην παραίτηση, ήσαν η επιλογή του να εγκαταλείψει την πολιτική χάριν της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα.
Ως προς αυτό μάλιστα, εκτιμούμε πως ο πρώην πλέον βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, καινοτομεί. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως ακολούθησε την πεπατημένη που θέλει βουλευτές και (πρώην) πρωθυπουργούς να σπεύδουν να αναζητήσουν εργασία στον ιδιωτικό τομέα, μετά το τέλος της πολιτικής τους καριέρας κυρίως (βλέπε Τόνι Μπλερ, Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος βέβαια κατέστη σταδιακά ένας ‘απολογητής’ ενός αυταρχικού καθεστώτος όπως είναι το Πουτινικό), ‘παίρνοντας’ την αντίθετη διαδρομή. Εδώ όμως οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί.
Και αυτό διότι, έχοντας κατά νου την Βεμπεριανή, κοινωνιολογική προσέγγιση περί πολιτικής, θα επισημάνουμε πως η ‘αποσύνδεση’ από την πολιτική (από την πολιτική ως ‘επάγγελμα’[4] που προσφέρει αμοιβή σε ένα πρόσωπο), ουδόλως δεν σημαίνει ‘αποσύνδεση’ και δη ριζική αποσύνδεση από την έννοια της ευθύνης.
Εάν ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης αναλάβει ένα σημαντικό πόστο στον ιδιωτικό τομέα, οι ευθύνες θα εξακολουθήσουν να είναι πολλές. Διαφορετικές από αυτές που θα είχε ως πολιτικός, ως βουλευτής, από την άλλη όμως, δε, πολλές.
Ο τρίτος και σημαντικός παράγοντας[5] που εντοπίζουμε, έχει σχέση με την αίσθηση του πως ο κύκλος του στην πολιτική έχει κλείσει (οριστικά; ) και πως ο ίδιος δεν έχει τίποτε άλλο να προσφέρει σε αυτή, αποφασίζοντας έτσι να ανοίξει τον δρόμο, όχι απαραίτητα για κάποιον ηλικιακά νεότερο, αλλά, για κάποιον που έχει θέληση και διάθεση να προσφέρει πολλά. Για κάποιον που είναι διατεθειμένος να διαχειριστεί, και από θέσεις ευθύνης, κρίσεις.
Και, ο τέταρτος παράγοντας που μπορεί να ερμηνεύσει την δύσκολη απόφαση που έλαβε ένας βουλευτής που κάλλιστα θα μπορούσε να επανεκλεγεί στις επόμενες βουλευτικές εκλογές (ο ίδιος εκλέγονταν σε δύσκολες περιόδους για το κόμμα του), αφορά την απογοήτευση του από το τρέχον επίπεδο κομματικής-πολιτικής αντιπαράθεσης, από την ποιότητα του κοινοβουλευτικού προσωπικού.
Εάν η απογοήτευση καθίσταται έντονη ή μεγάλη, τότε μοναδική διαθέσιμη εναλλακτική είναι η παραίτηση. Η φυγή, όχι όμως και η ‘ιδιώτευση’. Ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης μπορεί να συνεχίσει να ασχολείται με την πολιτική ως πολίτης, όντας μέλος της Νέας Δημοκρατίας. Και σαφώς, ο ίδιος δεν δέχθηκε καμία πίεση για να παραιτηθεί. Μόνος του διήνυσε τον δύσκολο δρόμο.
[1] Θεωρητικώ τω τρόπω και εμβαθύνοντας περισσότερο, θα πούμε πως η παραίτηση τον περασμένο Σεπτέμβριο από την θέση του υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, με αφορμή κάποιες δηλώσεις που είχε κάνει σχετικά με τον θάνατο του Αντώνη Καρυώτη, ‘προοικονόμησε’ τις εξελίξεις. Έκτοτε, μετά την παραίτηση του που εν προκειμένω τον επηρέασε με αρνητικό τρόπο σε συναισθηματικό επίπεδο, μείωσε κατά πολύ τις δημόσιες εμφανίσεις του, είτε σε διάφορες εκδηλώσεις είτε σε τηλεοπτικές εκπομπές. Δεύτερον, η παραίτηση του συνέβαλλε στο να καταστεί λιγότερο ενεργός κοινοβουλευτικά, περιορίζοντας την κοινοβουλευτική του παρουσία στα απολύτως απαραίτητα. Σε αυτό το σημείο όμως, ενσκήπτει άλλη μία παράμετρος την οποία επιθυμούμε να αναδείξουμε στην επιφάνεια. Και ποια είναι αυτή; Είναι το γεγονός πως ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης που αισθανόταν πολύ πιο ‘άνετα’ από την θέση του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών την περίοδο 2019-2023, έπαψε να αποτελεί, μετά την παραίτηση του από την θέση του υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, «κρίσιμο δρώντα» (critical actor) εντός της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατίας, για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Dahlerrup. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως έπαψε ή δεν είχε την επιθυμία να λειτουργήσει υποστηρικτικά απέναντι σε κρίσιμες νομοθετικές πρωτοβουλίες που έλαβε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας όλο αυτό το χρονικό διάστημα, επιλέγοντας, αντ’ αυτού, είτε την εκούσια σιωπή, είτε να ‘κρυφτεί’ (και δεν το λέμε υποτιμητικά αυτό), πίσω από τις ομιλίες και τις τοποθετήσεις συναδέλφων του. Και ως προς αυτό, η Νέα Δημοκρατία χάνει έναν κοινοβουλευτικό που είχε την ικανότητα να ‘βγαίνει μπροστά’ και να λειτουργεί ενωτικά, έχοντας το κύρος και απολαμβάνοντας την εμπιστοσύνη των βουλευτών (και του Γραμματέα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας), για να επιχειρήσει κάτι τέτοιο. Βλέπε σχετικά, Dahlerrup, D., ‘Representing women,’ στο: Escobar-Lemmnon, Maria, C., & Taylor-Robinson, Michele., (επιμ.), ‘Representation: The case of women,’ Oxford, Oxford University Press, 2014. Τον Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη δεν τον αντικαθιστά γυναίκα, αλλά άνδρας και πιο συγκεκριμένα, ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος.
[2] Σαφώς, στη δημιουργία της συναισθηματικής κόπωσης, συνέβαλλαν, σε σημαντικό βαθμό, οι λεκτικές επιθέσεις που δέχθηκε πριν και μετά την παραίτηση του από την θέση του υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, λόγω των δηλώσεων του για το θάνατο του Αντώνη Καρυώτη, ο οποίος σπρώχθηκε βίαια στη θάλασσα από εργαζόμενους ενός πλοίου. Όμως, κινούμενοι αυστηρά σε ένα θεωρητικό επίπεδο, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, όπως και άλλοι βουλευτές της δικής του γενιάς, εξαντλήθηκαν συναισθηματικά καθ’ όλη ουσιαστικά την διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, ως απόρροια των παράλληλων κρίσεων που βίωσε η χώρα. Η προσπάθεια διαχείρισης και αντιμετώπισης τους δεν το άφησε ανεπηρέαστο, μειώνοντας σταδιακά την ζωτικότητα του, την πολιτική του ορμή και διάθεση να προσφέρει ‘όλο και περισσότερα,’ την όρεξη του να προβεί σε μακροσκελείς αναλύσεις της κατάστασης. Μπορούμε να διατυπώσουμε την ακόλουθη υπόθεση εργασίας, λαμβάνοντας υπόψιν την πρόσφατη πανδημική κρίση: Όσο μεγαλύτερη η χρονική διάρκεια της συγκεκριμένης κρίσης, τόσο περισσότερο ‘ωρίμαζε’ εντός του η απόφαση παραίτησης, κάποια στιγμή στο μέλλον. Και παρά το γεγονός εδώ πως ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης δεν συμμετείχε σε υπουργείο το οποίο διαχειρίσθηκε άμεσα την κρίση. Ενίοτε αρκετοί παραβλέπουν απλοϊκά και εσφαλμένα, χάριν και της αναπαραγωγής στη δημόσια σφαίρα εθνικολαϊκιστικών αφηγήσεων, πως η πολιτική είναι ένα επάγγελμα που μπορεί να επιφέρει κόπωση και φθορά. Στενοχώρια και απογοήτευση. Και μία περίοδος βαθιάς κρίσης, μπορεί να πολλαπλασιάσει την επίδραση που έχουν σε ένα και μόνο πολιτικό πρόσωπο, τέτοια συναισθήματα. Η συναισθηματική κόπωση δεν προκύπτει ‘εκ του μηδενός’.
[3] Εξέλιξη που τον έφερε ενώπιον ενός στρατηγικού διλήμματος: ‘Πολιτική και κόμμα ή οικογένεια;’ Και ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, με τρόπο ανοιχτό και θαρραλέο, επέλεξε το δεύτερο. Μένει να φανεί εάν η απόφαση που έλαβε διαμορφώσει τις προϋποθέσεις προκειμένου να επέλθει μία «αλλαγή παραδείγματος» (paradigm shift), σύμφωνα με την διατύπωση των Reschly & Ysseldyke, καθότι δεν αποτελεί σύνηθης πρακτική η παραίτηση βουλευτών, και μικρών και μεγάλων κομμάτων, πολλώ δε μάλλον στην αρχή της κοινοβουλευτικής θητείας. Βλέπε και, Reschly, D.J., & Ysseldyke, J.E., ‘Paradigm Shift: The Past is Not the Future,’ στο: Thomas, A., & Grimes, J., (επιμ.), ‘ Best practices in school psychology IV,’ 2002, National Association of School Psychologists.
[4] Βλέπε σχετικά, Weber, Max., ‘Η Πολιτική ως κάλεσμα και ως επάγγελμα,’ Μετάφραση: Κουτσουρέλης, Κώστας. Επιμέλεια: Σαμαρτζής, Θάνος. Εκδόσεις Δώμα, Αθήνα, 2019. Όντας ‘άδειος’ συναισθηματικά, ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης δεν μπορεί να προσλάβει την πολιτική ως ‘κάλεσμα.’ Ως ‘κάλεσμα για δράση και για αλλαγή’. Ένας εκ των βασικότερων λόγων για τους οποίους καθίσταται εν τοις πράγμασι δύσκολο για έναν πολιτικό ή αλλιώς, για έναν βουλευτή, να παραιτηθεί του αξιώματος του, ανεξαρτήτως του αν είναι νέος ή παλαιός βουλευτής, είναι η ‘ασφάλεια’ που παρέχει το συγκεκριμένο αξίωμα. Με ό,τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Το τέλος της βουλευτικής θητείας πολλών βουλευτών, σημαίνει πως αυτοί θα ‘επιστρέψουν’ στον πρότερο επαγγελματικό τους βίο, με αρκετούς εξ αυτών να απασχολούνται στον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα. Να πως προκύπτει εντός ανάλυσης ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα: Κατά πόσον η απασχόληση στον δημόσιο τομέα διευκολύνει ή μπορεί να διευκολύνει την μετάβαση ενός προσώπου στην πολιτική; Μπορούμε να το θέσουμε και διαφορετικά. Κατά πόσον η απασχόληση στον δημόσιο τομέα μπορεί να ωθήσει έναν δημόσιο υπάλληλο να διεκδικήσει μία θέση στη Βουλή;
[5] Παραπέμποντας και πάλι στην Βεμπεριανή ανάλυση, θα ισχυρισθούμε πως ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, δεν φαίνεται να «μεριμνά για το έργο του». Δηλαδή, δεν φαίνεται να επιδεικνύει την διάθεση να υπερασπιστεί, τουλάχιστον προς ώρας, την πολιτική του υστεροφημία, το έργο που προσέφερε ως αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών. Ως υπουργός Ναυτιλίας και Αιγαίου στη συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας και Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος. Ως βουλευτής που τοποθετήθηκε από το βήμα της Βουλής εκατοντάδες φορές και συμμετείχε σε διάφορες κοινοβουλευτικές επιτροπές. Βλέπε σχετικά, Η Πολιτική ως κάλεσμα και ως επάγγελμα…ό.π. «Παντού, όµως, µέχρι και στα αρχαιότερα πολιτικά µορφώµατα, απαντούµε την προσωπική διοίκηση του κυρίου: επιδιώκει να πάρει τη διοίκηση στα χέρια του µέσω ανθρώπων άµεσα εξαρτηµένων από αυτόν: δούλους, οικιακούς υπαλλήλους, υπηρέτες, προσωπικούς «ευνοούµενους» και προσοδευµατούχους που εφοδιάζονται από τις αποθήκες του µε πληρωµές σε είδος και σε χρήµα· επιζητά να καλύπτει τα έξοδα από τους δικούς του πόρους, από τις προσόδους της πατρογονικής γης, και να συγκροτήσει στρατό που εξαρτάται προσωπικά από αυτόν επειδή είναι εξοπλισµένος και εφοδιασµένος από τις αποθήκες σίτου, πυροµαχικών και όπλων που ο ίδιος διαθέτει. Ενώ στο «νοµικοταξικό» σύνδεσµο ο κύριος εξουσιάζει µε τη βοήθεια µιας αυτόνοµης «αριστοκρατίας», δηλαδή µοιράζεται την εξουσία µε αυτήν, στην προαναφερθείσα περίπτωση στηρίζεται είτε σε προσωπικά υποτελείς είτε σε πληβείους: δηλαδή σε ακτήµονα στρώµατα που δεν έχουν δική τους κοινωνική τιµή, είναι υλικά πλήρως δεσµευµένα σε αυτόν και δεν βασίζονται σε δική τους ανταγωνιστική δύναµη. Στον τύπο αυτό ανήκουν όλες οι µορφές πατριαρχικής και πατρογονικής εξουσίας, σουλτανικού δεσποτισµού και γραφειοκρατικών κρατών. Ιδιαίτερα δε: η γραφειοκρατική κρατική οργάνωση, δηλαδή εκείνη η µορφή που, στην ορθολογικότερη διαµόρφωσή της, είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του σύγχρονου κράτους. Η ανάπτυξη του σύγχρονου κράτους προωθείται παντού µέσα από το ότι ο ηγεµόνας απαλλοτριώνει τους παράλληλους προς αυτόν αυτόνοµους «ιδιωτικούς» φορείς διοικητικής δύναµης: τους κατόχους µέσων διοίκησης και πολέµου, των µέσων δηµοσιονοµικής επιχείρησης και πολιτικά χρησιµοποιήσιµων αγαθών όλων των ειδών. Η όλη διαδικασία αποτελεί πλήρη παράλληλισµό προς την ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατικής εκµετάλλευσης µέσω σταδιακής απαλλοτρίωσης των ανεξάρτητων παραγωγών. Τελικά βλέπουµε ότι το σύγχρονο κράτος ελέγχει από µία και µοναδική κορυφή τη διάθεση των συνολικών µέσων της πολιτικής επιχείρησης, ότι κανένας υπάλληλος δεν είναι πλέον προσωπικός κάτοχος των χρηµάτων που ξοδεύει, ή των κτιρίων, των προµηθειών, των εργαλείων και των πολεµικών µηχανών που χειρίζεται. Στο σύγχρονο «κράτος» λοιπόν – και αυτό είναι ουσιώδες για την εννοιολογική του σύλληψη – έχει συντελεστεί πλήρως ο «διαχωρισµός» του διοικητικού επιτελείου: των διοικητικών υπαλλήλων και των διοικητικών εργατών από τα αντικειµενικά µέσα [πολιτικής] επιχείρησης. Από εδώ ξεκινά η πλέον σύγχρονη εξέλιξη, και βλέπουµε µπροστά στα µάτια µας την προσπάθεια απαλλοτρίωσης αυτού του απαλλοτριωτή των πολιτικών µέσων, και άρα της πολιτικής εξουσίας. Η επανάσταση [του 1918] κατάφερε, τουλάχιστον µέχρι στιγµής, ότι στη θέση των θεσπισµένων αρχών έχουν περιέλθει ηγέτες οι οποίοι, µέσω σφετερισµού ή εκλογών, ασκούν την εξουσία διάθεσης επί του προσωπικού του πολιτικού επιτελείου και του µηχανισµού των εµπράγµατων αγαθών, αντλώντας τη νοµιµοποίησή τους – ασχέτως µε ποιο δικαίωµα – από τη βούληση των εξουσιαζόµενων. Είναι [όµως] ένα άλλο ερώτηµα, εάν στη βάση αυτής της – τουλάχιστον φαινοµενικής – επιτυχίας, η επανάσταση µπορεί δικαίως να θρέφει την ελπίδα ότι θα επιτελέσει επίσης την απαλλοτρίωση εντός των κεφαλαιοκρατικών οικονοµικών επιχειρήσεων, η διεύθυνση των οποίων, παρά τις ευρείες αναλογίες [προς τις πολιτικές επιχειρήσεις], ακολουθεί στο εσωτερικό της τελείως διαφορετικούς νόµους από εκείνους της πολιτικής διοίκησης». Ολόκληρο το ως άνω Βεμπεριανό απόσπασμα είναι διαθέσιμο στο: Ç ÐïëéôéêÞ ùò Ëåéôïýñãçìá (voidnetwork.gr)