Στον αθλητισμό, ειδικά στο ποδόσφαιρο, έχουν αντικατασταθεί σε μεγάλο βαθμό τα στοιχεία της άθλησης, της ψυχαγωγίας, της άμιλλας, της διάκρισης, της τοπικής ταυτότητας, με εκείνα, της απόκτησης υλικών αγαθών, της εγωκεντρικής υπεροχής, της ταπείνωσης του αντιπάλου, της απόλυτης εμπορευματοποίησης, και του ανταγωνισμού, σε κάθε τι, που αφορά το αθλητικό γεγονός.
Τα αρνητικά αυτά δεδομένα δημιουργούν την επιθυμία της υπεροχής, της επικράτησης, με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο.
Η οπαδικότητα, επιλέγεται από το άτομο, ως απάντηση στα προβλήματά του, του δίνει την ψευδαίσθηση της ταυτότητας, της δύναμης μέσα σε μια ομάδα, της αναγνώρισης και της υπεροχής.
Ο άλλος, οι άλλοι, δηλαδή ο οπαδός, οι οπαδοί της άλλης ομάδας, δεν είναι κάποιοι σαν και εμάς, είναι εχθροί, είναι κατώτεροι από εμάς, πού θέλουν να κάνουν κακό στην ομάδα μας, σε αυτό δηλαδή που μας δίνει την ψευδαίσθηση της δικής μας ταυτότητας. Δηλαδή θέλουν να κάνουν κακό και σε εμάς.
Το υπόστρωμα που δημιουργεί αυτές τις επιθυμίες, είναι ο κατακερματισμός της κοινωνίας, η αποξένωση των ανθρώπων, ειδικά των νέων, τα προσωπικά και επαγγελματικά αδιέξοδα, η περιθωριοποίηση και η φτώχεια. Δηλαδή το φαινόμενο της οπαδικής βίας αναπτύσσεται και συντηρείται, πάνω σε ένα βαθύ και ευρύ φάσμα κοινωνικών προβλημάτων.
Οι ευθύνες πολλές, είναι διαχρονικές και, σε πολλές πλευρές.
Ευθύνες έχει η κοινωνία, που δεν μπορεί και δεν φαίνεται να θέλει να αυτοπροστατευτεί από την βία, θεωρώντας, ότι είναι έξω από αυτήν και δεν την αφορά. Παρακολουθεί τις εκδηλώσεις ακραίας βίας στην τηλεόραση και στο διαδίκτυο, όπως παρακολουθεί ένα τηλεοπτικό ριάλιτι. Γιαυτό και ανέχεται, μερικές φορές και δικαιολογεί, τις αβελτηρίες των υπευθύνων, που επιτρέπουν την παραγωγή του φαινομένου και την αναποτελεσματική αντιμετώπισή. Όπως, και σε άλλα ακραία φαινόμενα, τα παρακολουθεί την στιγμή της εκδήλωσής τους, και μετά τα προσπερνά, χωρίς να τα καταγράφει στην ατομική και συλλογική μνήμη. Ακόμη χειρότερα, πολλές φορές, όταν τύχει να είναι μάρτυρας, μιας εγκληματικής πράξης, δεν αντιδρά, είτε από φόβο είτε από αδιαφορία είτε από εξοικείωση με το φαινόμενο. Η ανθρώπινη ζωή είναι πλέον πολύ φθηνή.
Ευθύνες υπάρχουν στο εκπαιδευτικό σύστημα και σε κάθε θεσμό της κοινωνίας, όπως η οικογένεια, η εκκλησία, οι φορείς της αυτοδιοίκησης, τα κόμματα. Η καλλιέργεια του ανταγωνιστικού πνεύματος, του εγωκεντρικού ατόμου, είναι βασική επιλογή τους, τις περισσότερες φορές. Έχουν χάσει σε μεγάλο βαθμό το ανθρωπιστικό περιεχόμενο τους, δεν ενδιαφέρονται για την κοινωνικοποίηση των ανθρώπων, το συλλογικό καλό, ενδιαφέρονται πρωτίστως, για την απόκτηση τίτλων και δεξιοτήτων, για να επιβιώσει ο νέος και η νέα, στην ζούγκλα της εργασιακής, της επαγγελματικής και της κοινωνικής καθημερινότητάς τους.
Ευθύνες έχουν διαχρονικά οι κυβερνήσεις και οι αρμόδιοι φορείς της πολιτείας, που ποτέ δεν αναζητούν το υπόβαθρο των προβλημάτων, τα αίτια που τροφοδοτούν την βία, αντιθέτως, διαχειρίζονται επιφανειακά και επικοινωνιακά το φαινόμενο της βίας, την στιγμή της έντονης εκδήλωσής του και, μέχρι να φύγει από την επικαιρότητα.
Μεγάλες ευθύνες έχουν και μερικοί ιδιοκτήτες των αθλητικών εταιρειών, οι περισσότεροι των οποίων επενδύουν, όχι από αγάπη στον αθλητισμό, αλλά για πολλούς άλλους λόγους, γιαυτό ανέχονται ή και κάποιοι τροφοδοτούν, τουλάχιστον με τις δηλώσεις τους, την οπαδική βία, για να πετύχουν τους προσωπικούς στόχους τους.
Το φαινόμενο της οπαδικής βίας έχει πολλά κοινά στοιχεία με άλλα αντικοινωνικά και αντιδημοκρατικά φαινόμενα, όπως τα νεοναζιστικά μορφώματα, τα οποία αναπτύσσονται σε περιόδους πολύπλευρων αξιακών κρίσεων, δεν είναι μάλιστα, λίγες οι περιπτώσεις, που βλέπουμε να αλληλοτροφοδοτούνται.
Οι λύσεις δεν είναι εύκολες, ούτε μπορούν να υπάρξουν σε σύντομο χρόνο.
Ένας σοβαρός σχεδιασμός για την ουσιαστική αντιμετώπιση του φαινομένου της βίας, πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα πεδία, που τροφοδοτούν την βία, να έχει συνέχεια, συνέπεια, συναίνεση κοινωνική και πολιτική, και αποφασιστικότητα.
Δυστυχώς, τα στοιχεία αυτά δεν ευδοκιμούν πολλή στην χώρα μας, γιαυτό και δεν φαίνεται η αντιμετώπισή του, στον ορατό ορίζοντα.
Η αντίδραση της επιτελικής κυβέρνησης, που είχε λύσεις για όλα τα προβλήματα, όπως όλα τα κόμματα προεκλογικά, ακαριαία και πάλι, ζήτησε από όλους τους εμπλεκόμενους, να τις στείλουν γραπτές τις προτάσεις τους.