Διάβασα χθες την είδηση και έμεινα άφωνος. Ψευτοπαλληκαράδες στο Ηράκλειο Κρήτης και στο Ρέθυμνο χτύπησαν με μαχαίρια και λοστούς κάποιους δυστυχείς αλλοδαπούς δίχως προφανή αιτία. Ποιος διάβολος πότισε με το δηλητήριο του ρατσισμού και της ψευτομαγκιάς τα κοπέλια; Ποια κτήνη νεοφασίστες αντιγράφουν; Πως το ανέχονται οι φίλοι, οι γονείς τους, η κοινωνία της Κρήτης;
Γνώρισα και αγάπησα την Κρήτη και τους Κρητικούς στα τέλη της δεκαετίας του ΄7Ο. Λάτρεψα εκεί τη μεγαλύτερη, κατά τη γνώμη μου, ανθρώπινη αρετή: Την ανιδιοτέλεια. Όπως τότε που βρέθηκα ένα βράδυ με την οικογένεια σε πολύ δύσκολη θέση στις ερημιές και μας συνέδραμαν άνθρωποι που είδαμε για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή μας. Ο αγαπημένος μου φίλος και συνάδελφος Νίκος Βιδάκης μας άνοιξε δρόμους έως τις πιο κρυφές της κρητικής ψυχής, όπως τότε, σε γιορτή στο σπίτι του, κλείστηκε στο δωμάτιό του για να διαμαρτυρηθεί επειδή ένας νεαρός έριξε μια μπαλωθιά. Σταθερά κατά της γιαλαντζί παλληκαριάς, της βίας, του τσαμπουκά και των δήθεν.
Και πιο πριν: Φοιτητής γύρισα την Κρήτη από τη μιαν άκρη στην άλλη με το αντίσκηνο, όπου κι αν βρέθηκα, έβρισκα χαμόγελα, καλωσορίσματα, συναντούσα πόρτες και καρδιές ανοιχτές. Κατά καιρούς είχαμε διαφωνίες στις παρέες της Αθήνας, όταν υποστήριζα ότι έβρισκα σε όλο το νησί στοιχεία που με συγκινούσαν στους Κρητικούς, όπως τον σεβασμό και την αποδοχή στους ξένους, στους αλλοδαπούς, στους «άλλους». Μπορώ να ιστορήσω γεγονότα που κάποιος άσχετος με την Κρήτη θα τα χαρακτήριζε έως και μελό.
Όμως αυτά τα φυλάω βαθιά μέσα μου και ξέρω πως τα έζησα, πως είναι χαραγμένα στην κρητική πέτρα.
Και τώρα; Κρητικόπουλα να χτυπάνε με λοστούς στα κεφάλια πεινασμένους αλλοδαπούς. Να μαχαιρώνουν ανήμπορους Ινδούς στη στάση λεωφορείων! Μπορεί και να μην είναι Κρητικοί, δικαιολογούμαι στον εαυτό μου. Γιατί διαφορετικά πού να κρυφτεί κάποιος όταν νοιώθει ότι τόπος και άνθρωποι που αγάπησε βουλιάζουν κάτω από τα πόδια του; Πώς να ξαναπεί στο γιο του ότι «σε εκείνο το νησί οι άντρες είναι άντρες και οι γυναίκες είναι γυναίκες»; Από ποια κρικέλια να αρπαχτεί κανείς για να μη χαθεί στην κόλαση της απανθρωπιάς που μόλυνε έναν τόπο που τον είχε αποκούμπι;