Οι κυβερνήσεις συνεργασίας επανέρχονται, ως κεντρικό θέμα στην δημόσια συζήτηση αλλά και στην πολιτική αντιπαράθεση, ιδίως μεταξύ κυβέρνησης και ΠΑΣΟΚ. Ακόμη και όσοι δεν θεωρούν τις συμμαχίες ευκταία κυβερνητική λύση, είναι υποχρεωμένοι να τις εξετάζουν ως ενδεχόμενο. Το επιβάλει η κυρίαρχη, αυτή τη στιγμή, δημοσκοπική εικόνα.
Η αλήθεια είναι ότι στα πολιτικά μας ήθη, όπως διαμορφώθηκαν επί δεκαετίες, η αυτοδυναμία γίνεται αντιληπτή ως η φυσική μέθοδος διακυβέρνησης και η απλή αναλογική μοιάζει ασύμβατη με την ολιγοπωλιακή συγκρότηση του κομματικού συστήματος.
Είναι ίσως επειδή, όπως λέει ο Μαρξ, «η παράδοση των νεκρών γενεών βαραίνει σα βραχνάς στο μυαλό των ζωντανών». Επειδή ο φόβος για την απλή αναλογική γράφτηκε στο DNA της πολιτικής από τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια- όταν στις συμπληγάδες του ψυχρού πολέμου η ελληνική πολιτική ζωή προσπαθούσε να βρει, δια πυρός και σιδήρου, μια δημοκρατική κανονικότητα, και χρειάστηκαν τρεις εκλογές και έξι κυβερνήσεις σε 32 μήνες, ώσπου να επιβληθεί ένα πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα και, δι’ αυτού, η σταθερότητα του «κράτους της δεξιάς». Ή επειδή ο πολωμένος δικομματισμός, που σταθεροποίησε επί 35 χρόνια το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης, ήταν περισσότερο συμβατός με εκλογικά συστήματα ενισχυμένης αναλογικής. Ή, τέλος, πιο πεζά, επειδή οι μονοκομματικές πλειοψηφίες επέτρεπαν την ομαλότερη αναπαραγωγή του κομματικού ελέγχου στο κράτος («δεν διαδέχεται, παιδί μου, το ΠΑΣΟΚ την ΝΔ στην κυβέρνηση, και τανάπαλιν, διαδέχεται η ΠΑΣΚΕ την ΔΑΚΕ στον έλεγχο του κράτους», μου είχε πει κάποτε ένας σοφός της δημόσιας διοίκησης) και τον έλεγχο των πελατειακών δικτύων.
Έχει ασφαλώς την σημασία του και το γεγονός ότι τις δύο φορές που δοκιμάστηκαν αναλογικά συστήματα, ήταν μάλλον ως «κόλπο», ως παγίδα για να εμποδιστεί μια νίκη του αντιπάλου, στο ίδιο πολωμένο σκηνικό, παρά ως εργαλείο για να διαμορφωθεί ένα αντί-πολωτικό, πολυφωνικό κομματικό τοπίο. Και έχει επίσης την σημασία του το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις συνεργασίας, όσες φορές η ανάγκη των αριθμών τις επέβαλε, συγκροτήθηκαν συνήθως ως προσωρινές λύσεις, ως υποχρεωτική και απρόθυμη συγκατοίκηση κομμάτων στην εξουσία. Όχι ως προϊόντα προγραμματικής πολιτικής συμφωνίας. Κι έτσι, στην πράξη, αναπαρήγαγαν μάλλον παρά ανέτρεπαν το κυρίαρχο, μονοκομματικό μοντέλο διακυβέρνησης.
Όλες οι ως τώρα κυβερνήσεις συνεργασίας - ακόμη κι εκείνες που άφησαν ένα σχετικά θετικό αποτύπωμα- σχηματίστηκαν έτσι, με την μέθοδο της συγκατοίκησης και της μοιρασιάς. Στην τετράμηνη διάρκεια της κυβέρνησης Ζολώτα, για παράδειγμα, συγκατοικούσαν στα ίδια υπουργεία εκπρόσωποι τριών κομμάτων, ο Τσοχατζόπουλος με τον Κεφαλογιάννη, ο Τζαννετάκης με τον Παπούλια ή ο Γεννηματάς με τον Δραγασάκη. Το ίδιο και στην κυβέρνηση Σαμαρά, όπου ο Αβραμόπουλος με την Γεννηματά μοιράζονταν το υπουργείο Άμυνας, όπως μοιράζονταν τα δικά τους ο Μητσοτάκης με την Χριστοφιλοπούλου, ο Βρούτσης με τον Κεγκέρογλου ή ο Μιχελάκης με τον Γρηγοράκο. Και στην κυβέρνηση Τσίπρα συγκατοικούσαν στο ίδιο υπουργείο ο Σταθάκης με την Κουντουρά ή ο Καμένος με τον Βίτσα. Ποιο ήταν το περιεχόμενο αυτής της συνύπαρξης; Κανένα άλλο πλην της μοιρασιάς των θέσεων εξουσίας. Καμιά φορά μάλιστα- όχι πάντα- ως αλληλοεξουδετέρωση μάλλον παρά ως συνεργασία.
Δεν είναι αυτός ο ευρωπαϊκός κανόνας. Από τις 27 χώρες μέλη της Ενωσης, οι 23 έχουν σήμερα μια κυβέρνηση συνεργασίας στο τιμόνι τους. Οι πολυκομματικές κυβερνήσεις είναι ο κανόνας. Και η συγκρότησή τους δεν γίνεται, στις ώριμες τουλάχιστον δημοκρατίες, με την μέθοδο της διανομής- τρία εγώ, δύο εσύ ένα ο τρίτος. Στην Γερμανία, για παράδειγμα, από τον πόλεμο κι ύστερα, μόνο μια φορά, την δεκαετία του 50, σχηματίστηκε μονοκομματική πλειοψηφία στην ομοσπονδιακή βουλή.
Μα δεν είναι η σύνθεση των κυβερνήσεων αυτών που έχει ενδιαφέρον για εμάς. Είναι η μέθοδος σχηματισμού τους. Οι τελευταίες γερμανικές εκλογές, για παράδειγμα, έγιναν στις 26 Σεπτεμβρίου 2021. Επί ένα μήνα τρία κόμματα, το SPD, οι Φιλελεύθεροι και οι Πράσινοι, συζητούσαν εντατικά ώστε να καταλήξουν σε μια κατ’ αρχήν συμφωνία συνεργασίας πριν συγκροτηθεί η νέα bundestag. Και χρειάστηκε ένας ακόμη μήνας εξαντλητικών συνομιλιών για να μπει στο χαρτί και να συμφωνηθεί ένα αναλυτικό κυβερνητικό πρόγραμμα. Τα υπουργεία μοιράστηκαν, κατόπιν, βάσει των προγραμματικών προτεραιοτήτων των κομμάτων του συνασπισμού. Το SPD πήρε επτά, οι Πράσινοι πέντε και οι Φιλελεύθεροι τέσσερα. Δεν τα μοιράστηκαν όμως στα ζάρια. Τα συμφώνησαν με βάση τις προτεραιότητες κάθε κόμματος. Κάθε υπουργείο διευθύνεται από ένα μόνο κόμμα του συνασπισμού, δεν συγκατοικούν δύο κόμματα σε ενα υπουργείο. Η αλήθεια είναι πως η κυβέρνηση Σολτς έχει δυσκολίες στην λειτουργία της που προηγούμενες συμμαχικές κυβερνήσεις δεν είχαν. Αλλά η μέθοδος συγκρότησής της παραμένει υποδειγματική: όταν δύο ή περισσότερα κόμματα συνεργάζονται η συνεργασία τους δεν μπορεί να εξαντλείται στην μοιρασιά των ευθυνών (και, στην περίπτωσή μας, των λαφύρων) της εξουσίας. Έχει στον πυρήνα της έναν μεγάλο συμβιβασμό. Που μπορεί να είναι επιτυχημένος ή όχι, προωθητικός ή όχι, λειτουργικός ή όχι. Μα είναι διαφανής.
Το υπόδειγμα έχει, νομίζω, ενδιαφέρον, για τα δικά μας πράγματα. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πως θα διαμορφωθεί το πολιτικό τοπίο όταν τα νερά του κατακλυσμού της οργής, που η συμφορά στα Τέμπη απελευθέρωσε, αρχίσουν να αποσύρονται. Αλλά είναι προφανές ότι η πιθανότητα το εκλογικό αποτέλεσμα να επιβάλει πολιτικές συνεργασίες- ό,τι κι αν λέγεται προεκλογικά- είναι σήμερα μεγαλύτερη απ’ ότι ήταν χθες. Καλό είναι, λοιπόν, τα κόμματα που διεκδικούν ευθύνες διακυβέρνησης να ξαναδούν την εμπειρία τους. Και να αρχίσουν να προετοιμάζονται στα σοβαρά για το ενδεχόμενο. Έστω και σε επίπεδο μεθόδου.-
Πηγή: www.kreport.gr