Πολλοί συμπολίτες μας και μέλη και στελέχη κομμάτων κοιτάζουν και προσβλέπουν σήμερα, δυο μήνες πριν τις πρώτες βουλευτικές εκλογές, στους προσανατολισμούς της πολιτικής του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Νίκου Ανδρουλάκη. Γιατί; Γιατί ο Ανδρουλάκης πιθανά να αποτελέσει μεθαύριο τον πολιτικό μπαλαντέρ του πολιτικού, κοινοβουλευτικού συστήματός μας σε αναζήτηση της νέας κυβέρνησης· την πολύφερνη, “πράσινη” νύφη που θα δώσει το πρόκριμα στον ΣΥΡΙΖΑ ή στη ΝΔ για να αποκτήσει η χώρα κυβέρνηση, κάτι απολύτως αναγκαίο και απαραίτητο, μα πολύ δύσκολο και αμφίβολο, ακόμη ίσως και μετά τις δεύτερες εκλογές... Όμως, άραγε ο Ανδρουλάκης, η σχετικά νεανική, ηγετική ομάδα που έφτιαξε, όσοι τον επηρεάζουν (π.χ. οι γεωργιοπαπανδρεϊκοί) ή φιλοδοξούν να τον επηρεάσουν ή και να τον σπρώξουν προς την τάδε κατεύθυνση και πολιτική επιλογή, έχουν συναίσθηση της τεράστιας ευθύνης που έχουν επωμιστεί αναφορικά με την κυβερνησιμότητα, τη δυνατότητα σχηματισμού βιώσιμης κυβέρνησης της χώρας;
Ο ίδιος έχει άραγε ξεκαθαρίσει τα θέλω και τις προτιμήσεις του και τι κάνει για να τα προωθήσει; Ένα πέπλο ομίχλης έχει σκεπάσει την έκφραση των επιθυμιών και της βούλησης του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Ποια είναι είναι πραγματικά αυτή; Την έχει αποσαφηνίσει στο μυαλό του; Πολλοί πολιτικοί παρατηρητές και σχολιαστές θέτουν αυτά τα ερωτήματα και δίνουν πολλές και διάφορες απαντήσεις... Το τοπίο είπαμε πως είναι σκοτεινό, ομιχλώδες κι ασαφές. Εμείς πιστεύουμε πως απλά ο Ανδρουλάκης ΔΕΝ θέλει καμιά κυβερνητική συνεργασία, πως θέλει να τις αποφύγει θεωρώντας πως θα βλάψουν το κόμμα του και πως τελικά θα το αποδυναμώσουν· πως έτσι, συμμετέχοντας σε μια αυριανή κυβέρνηση συνεργασίας, θα αναδειχτεί ως ο χαμένος μιας μελλοντικής πολιτικής σύμπραξης· πως προτιμάει να μείνει στην αντιπολίτευση, να κριτικάρει την όποια κυβέρνηση προκύψει ώστε να αποκομίσει πολιτικά κέρδη, τα οποία θα εδραιώσουν και θα αυξήσουν τη δύναμή του. Γι' αυτό, επειδή η ΝΔ έχει τις περισσότερες πιθανότητες να βγει πρώτη και να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση – όχι βέβαια στις πρώτες εκλογές, αλλά στις δεύτερες ή στις τρίτες – πιστεύω πως θα παρακαλά τον Θεό της Ελλάδας και του ΠΑΣΟΚ να της δώσει την αυτοδυναμία, για να μη χρειαστεί να ανακατευτεί κι αυτός σε συνεργασίες και συγκροτήσεις κυβέρνησης συνεργασίας. Γι' αυτό το λόγο, λοιπόν, καταφεύγει σε πολιτικές αοριστίες, παλινωδίες και επαμφοτερίζουσες κι αμφιλεγόμενες ακροβασίες. Μας δήλωσε πως εάν αναγκαστεί να συνδράμει σε έναν απαραίτητο και αναπόφευκτο σχηματισμό κυβέρνησης, δεν θα δεχτεί για πρωθυπουργό τον αρχηγό του πρώτου κόμματος, είτε είναι ο Τσίπρας είτε ο Μητσοτάκης, και θα επιβάλλει κάποιον τρίτο κοινής εμπιστοσύνης. Είναι δυνατόν το τρίτο κόμμα να επιβάλλει τη βούλησή του στο πρώτο, που αναγκαστικά θα αποτελέσει τον κορμό της επόμενης κυβέρνησης (γιατί αλλιώς δεν βγαίνουν οι έδρες, τα κουκιά), ιδίως εάν η διαφορά τους είναι ένα διψήφιο ποσοστό, κάτι που θα είναι το πιθανότερο σενάριο; Στην περίπτωση μεγάλης, διψήφιας διαφοράς αυτό δεν ακούγεται πολύ ρεαλιστικό και λογικό.
Λάθος του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ θα είναι επίσης να αποκλείσει εκ των προτέρων τη συνεργασία με το ένα ή το άλλο μεγάλο κόμμα. Bεβαίως οι γεωργιοπαπανδρεϊκοί λόγω της ιστορικής αντιπαλότητας και απέχθειάς τους προς την οικογένεια Κ.Μητσοτάκη, του τραβάνε “από τα αριστερά” το μανίκι για να τα βρει με τον ΣΥΡΙΖΑ, που σημειωτέον στο παρελθόν καθύβριζε χυδαία και ανελέητα τον Γ.Παπανδρέου, μα και οι μετριοπαθείς, φιλελεύθεροι σοσιαλδημοκράτες (Λοβέρδος κ.α.) του τραβάνε το “εκ δεξιών” μανίκι για να γυρίσει την πλάτη στον Τσίπρα και να συνεργαστεί με τον Κυρ.Μητσοτάκη. Ο άπειρος ως πολιτικός, μα καλός οργανωτικός, Ανδρουλάκης – αυτό δεν επαρκεί καθόλου – έχει μάλλον περιπέσει μόνος του, σήμερα, σε κάποιο σχετικό αδιέξοδο, δίνοντάς τους από καιρό το σχοινί για να τον τραβάνε ο καθένας προς το μέρος του. Η αλήθεια είναι πως όποια από τις δύο συνεργασίες κι αν γίνει, με τη ΝΔ ή τον ΣΥΡΙΖΑ & Μέρα 25, οι δυσαρεστημένοι από αυτήν φίλοι του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ΔΕΝ θα την υποστηρίξουν και το Κίνημα θα τους χάσει, αλλά και τα αντίστοιχα, δυσαρεστημένα μέλη και στελέχη του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ θα αποσπαστούν από αυτό, που θα διχαστεί και ουσιαστικά θα διασπαστεί... Γι' αυτό ο Ανδρουλάκης απεύχεται την οποιαδήποτε συνεργασία. Τι γίνεται όμως εάν την επιβάλλει το καλό και η σωτηρία, η επιβίωση της χώρας και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μας, ελλείψει άλλης λύσης για τον σχηματισμό κυβέρνησης; Προείπαμε πως ο Ανδρουλάκης αποτελεί πιθανά το αυριανό μπαλαντέρ. Μπορεί να εκμεταλλευτεί εποικοδομητικά, δημιουργικά και θετικά αυτόν τον δύσκολο ρόλο που έχει, εκ της συγκυρίας, καταλάβει;
Ο Ανδρουλάκης, όπως τον είχαν προτρέψει ορισμένοι, έπρεπε από την αρχή να είχε ξεκαθαρίσει και να είχε πει το απλούστατο: Εάν δεν μπορεί, μετά από τις εκλογικές αναμετρήσεις, να σχηματιστεί η απολύτως αναγκαία για τη χώρα κυβέρνηση, θα συνεργαστούμε με το πρώτο κόμμα για να δοθεί η απαραίτητη κυβερνητική λύση, όποιο κι αν είναι αυτό (κι όποια είναι αυτή, γιατί μπορούν να υπάρξουν αρκετές φόρμουλες συνεργασίας, π.χ. με πασοκικά υπουργεία ή όχι, απλά με ψήφο εμπιστοσύνης ή και συμμετοχή στην κυβέρνηση, κ.τ.λ.). Αρκούσε αυτή η λιτή λύση, η απλή τοποθέτηση, για να σταματήσει το ατέρμονο και φθοροποιό κουβεντολόι για το θέμα με ποιους θα πάει ο Ανδρουλάκης... Με τις αοριστολογίες, τις διφορούμενες και μεταβαλλόμενες τοποθετήσεις του, άφησε ανοιχτό το θέμα, ανοιχτό το πεδίο για την άσκηση ατελεύτητων, αθέμιτων κι επιθετικότατων πιέσεων. Το θετικό τουλάχιστον είναι πως η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ υπογράμμισε πως η οποιαδήποτε, πιθανή κυβερνητική συμμαχία μπορεί να γίνει καταρχήν στη βάση προγραμματικής σύγκλισης και συμφωνίας.
Το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να υπογραμμίσει το ότι με σοβαρότητα, υπευθυνότητα, πείρα και ορθολογισμό, θα μπορούσε να δώσει το αναγκαίο κάτι παραπάνω για το σχηματισμό κυβέρνησης, αποτελώντας τον εγγυητή της αίσθησης ευθύνης, ρεαλισμού, λογικής, γνώσης κι εμπειρίας, λόγω της μακρόχρονης άσκησης δημοκρατικής εξουσίας στο παρελθόν. Μα η σημερινή ηγεσία έμεινε μουγκή σε αυτά τα ζητήματα, δεν προέβαλε τα προτερήματα του ΠΑΣΟΚ, το κόμμα που κυβέρνησε τη χώρα μετά το 1981 τόσες φορές, με τα επιτεύγματα και τα αρνητικά του, φέρθηκε με κόμπλεξ και φοβίες, με αίσθημα κατωτερότητας και ευθυνοφοβίας. Άφησε τους πάντες να αλωνίζουν δίπλα του, να το πιέζουν, να το σπρώχνουν, να του φέρονται σαν τον φτωχό, κουτό κι ανεπαρκή συγγενή, να του υποδεικνύουν τι να πράξει, επειδή η ηγεσία κρύφτηκε πίσω από το δάχτυλό της και πίσω από την ασάφεια, που φέρνει παθητικότητα κι ακινησία. Ο Ανδρουλάκης, τον οποίο αρχικά πολλοί πιστέψαμε αρκετά, επειδή θεωρήσαμε πως έφερνε νέο και φρέσκο, σοσιαλδημοκρατικό, πολιτικό, ιδεολογικό και στελεχικό αίμα στο Κίνημα, έδειξε μάλλον έλλειμμα πολιτικής, κάποιο έλλειμμα ηγεσίας (ίδιο θέμα είχε κι η αείμνηστη Γεννηματά), μειωμένα ίσως και αργά αντανακλαστικά, μερική νωθρότητα στην υποστήριξη μεταρρυθμίσεων του βραδυπορούντος, τυπικού, γραφειοκρατικού, πελατειακού και παραδοσιακού, ελληνικού δημοσίου και του κυρίαρχου κρατικισμού που βραχυκυκλώνουν πρωτίστως τη χώρα (βλέπε και τη σιδηροδρομική σύγκρουση στα Τέμπη), κάποιο έλλειμμα πολιτικής ετοιμότητας και μια κάποια αδυναμία χάραξης μιας απλής, κατανοητής, καθαρής πολιτικής γραμμής πραγματισμού, τόλμης, αποφασιστικότητας, σαφήνειας, πολιτικού ρεαλισμού και πολιτικής βελτιώσεων και μεταρρυθμίσεων της ελληνικής κοινωνίας, της οικονομίας της και της επικρατούσης πολιτικής της. Το αποτέλεσμα είναι το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ σύμφωνα με τα γκάλοπ να παλεύει κοντά, ξανά, σε ένα ποσοστό γύρω στο 12%, ανεπαρκές για το μεγάλο άλμα για την κατάκτηση μιας ισχυρής θέσης μέσα στον φιλελεύθερο προοδευτικό, σοσιαλδημοκρατικό, κεντρώο και κεντροαριστερό χώρο, και να μην ξέρουμε τι ακριβώς θα διασφαλίσει σχετικά με την μεθαυριανή κυβέρνηση...
Σχετικά με τον ενδεχόμενο κυβερνητικό εταίρο του, ΣΥΡΙΖΑ, να σημειώσουμε ότι οι περισσότεροι ψηφοφόροι, όπως δείχνουν τα γκάλοπ, δεν ξεχνούν τον αρνητικό οικονομικό, εθνικό και πολιτικό ρόλο που έπαιξε η προηγούμενη, η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ: Παραλίγο να μας εκτροχιάσει, χάρη στην αφελή κι ανεύθυνη διαπραγμάτευση Τσίπρα-Βαρουφάκη-Δραγασάκη, εκτός ευρωζώνης και Ε.Ε., με τραγικές συνέπειες έναντι της επιθετικότητας του νεοσουλτάνου Ερντογκάν... Έριξε την οικονομία λόγω του επακόλουθου κλεισίματος και της δυσπραγίας των τραπεζών. Κατά συνέπεια αποθάρρυνε τις ξένες επενδύσεις. Χαλάρωσε πολύ τους φραγμούς στην είσοδο των προωθούμενων από την Τουρκία και τους κερδοσκόπους, επαγγελματίες διακινητές, μεταναστών. Προσπάθησε λυσσαλέα να ελέγξει τη Δικαιοσύνη δημιουργώντας αντιθεσμικά παράκεντρα, στοχοποιώντας ανέντιμα τους πολιτικούς αντιπάλους της. Επιχείρησε να ελέγξει αθέμιτα τα ιδιωτικά, τηλεοπτικά κανάλια, περιορίζοντας και οριοθετώντας τα. Παρά τη μαξιμαλιστική, δημαγωγική φρασεολογία της έφερε το τρίτο, δύσκολο κι επιβαρυντικό μνημόνιο, παραβιιάζοντας για πολλοστή φορά τα προηγούμενα, λαϊκιστικά ευχολόγιά της, συνηθισμένη στις “κωλοτούμπες”, όπως έκανε – ευτυχώς – μετατρέποντας το Ναι σε Όχι μετά το ανόητο και ψευδεπίγραφο, ανεύθυνο δημοψήφισμα του 2015... Μπορούμε να προσθέσουμε και άλλα πολιτικά λάθη της στην παιδεία, στο Δημόσιο, στην άρνηση των αξιολογήσεων και του αναπόφευκτου μεταρρυθμιστικού εκσυγχρονισμού, στην οικονομία, στο μεταναστευτικό, και τις αδράνειές της στην εξωτερική πολιτική, στην εθνική άμυνα και αλλού...
Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ πιθανά θα μπορούσε να ισχυριστεί πως η παρουσία του θα καθιστούσε καλύτερη, πιο αντιπροσωπευτική και πλατύτερα δημοκρατική μια κυβέρνηση στην οποία θα προσέφερε τα φώτα και την πείρα του, θα έλεγχε και θα συνέβαλε είτε αυτή ήταν του Μητσοτάκη, είτε του Τσίπρα, κάτι που ακούγεται συνετό και λογικό· αρκεί βέβαια να υποστηριχτεί με επιχειρήματα και με μια πρακτική συναινετική, ήπια, διαλεκτική και διαλογική, χωρίς την άγονη, προπαγανδιστική χλαπαταγή και πολεμική με κραυγές στη διαπασόν, χωρίς αναστολές στην αναγκαία μεταρρυθμιστική πολιτική, χωρίς συντηρητικές ανασχέσεις στην μεταλλαγή του αγκυλωμένου, γραφειοκρατικού δημοσίου, δίχως δημοκοπική απολυτότητα και ορθωμένα κάθετα, δογματικά, τα δήθεν σωτήρια, πράσινα λάβαρα της αναχρονιστικής ιδεολογίας των πρασινοφρουρών, που υποτίθεται πως θα έλυναν αυτομάτως όλα τα προβλήματα...