Πριν από λίγες ημέρες, έγινε γνωστό πως η πρώην βουλευτής του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος-Κίνημα Αλλαγής, Έφη Χριστοφιλοπούλου προσχώρησε στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Παράλληλα, η ίδια θα διεκδικήσει την εκλογή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις ευρωεκλογές που θα διεξαχθούν τον προσεχή Ιούνιο.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως η συγκεκριμένη εξέλιξη δεν ξενίζει ή αλλιώς, δεν εκπλήσσει τον αναγνώστη και ειδικότερα τον ενημερωμένο σχετικά με τα του ΠΑΣΟΚ, αναγνώστη.
Η πρώην υπουργός[1] και βουλευτής είχε λάβει ήδη ευδιάκριτες αποστάσεις από το μέχρι πρότινος πολιτικό κόμμα στο οποίο ανήκε, οπότε φαντάζει και είναι φυσιολογική εξέλιξη στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας.
Άλλωστε, η ρητορική[2] που άρθρωνε όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, περισσότερο παρέπεμπε σε στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος και πολύ λιγότερο σε στέλεχος του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής (πολλώ δε μάλλον του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς). Ποιοι μπορεί να είναι όμως οι λόγοι της προσχώρησης της στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας; Ας το δούμε αναλυτικότερα.
Ο πρώτος λόγος, άπτεται της ‘χημείας’ και του πολύ καλού συντονισμού που έχει αποκτήσει με τον πρωθυπουργό και πρόεδρο του κόμματος Κυριάκο Μητσοτάκη, από την περίοδο όπου και οι δύο υπηρετούσαν στο υπουργείο Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης.[3]
Ο υψηλός βαθμός συντονισμού, σε συνδυασμό με την αμοιβαία εκτίμηση και εμπιστοσύνη που χρονολογούνται εδώ και αρκετά χρόνια, διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις ώστε κάποια στιγμή η Έφη Χριστοφιλοπούλου να μεταπηδήσει στη Νέα Δημοκρατία, συνυπάρχοντας πλέον εντός του ίδιου κόμματος με τον άλλοτε πολιτικό της προϊστάμενο. Και η στιγμή αυτή έφθασε.
Ο δεύτερος λόγος που κατέστησε εφικτή την μετακίνηση της, αφορά το ό,τι η ίδια η πρώην υφυπουργός Παιδείας και Διοικητικής Μεταρρύθμισης, από την μία πλευρά εδώ και περίπου τρία-τέσσερα χρόνια, εκφράζεται με πολύ θετικό τρόπο για τις κυβερνητικές-μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες, και, από την άλλη, έχει οικειοποιηθεί και έχει καταστήσει δικά της προτάγματα τα κεντρικά προτάγματα που διαθέτουν η κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός.
Η εξέλιξη αυτή, αρχικά καλλιέργησε το έδαφος ώστε να αποκτήσει η Έφη Χριστοφιλοπούλου[4] διαύλους επικοινωνίας με την Νέα Δημοκρατία, και, εν συνεχεία, έθεσε τις βάσεις ώστε να ενταχθεί στο κόμμα αυτό, δίχως να έχει κανέναν δισταγμό.
Υπό αυτό το πρίσμα, θα υπογραμμίσουμε πως αυτή η εξέλιξη διευκολύνθηκε και από το γεγονός πως η Έφη Χριστοφιλοπούλου διαθέτει μεταρρυθμιστικό προφίλ, συμβατό με αυτό του πρωθυπουργού και αρκετών υπουργών της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας.
Ο τρίτος λόγος που εντοπίζουμε, έχει σχέση με την ισχυρή εναντίωση της στον Συριζαϊκό εθνικολαϊκισμό (ας θυμηθούμε τις παθιασμένες ομιλίες της περίοδο 2015-2017, ως βουλευτής του ΠΑΣΟΚ), στη Συριζαϊκή «οίηση» και στη «γοητεία του ψεύδους»,[5] κατά την ανάλυση του πολιτικού επιστήμονα Λευτέρη Κουσούλη.
Εδώ ανακύπτουν δύο αλληλοσυνδεόμενες παράμετροι: Πρώτον, η συγκεκριμένη πολιτικός μοιράζεται αυτή την εναντίωση με πολλά στελέχη και βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας. Και, δεύτερον, θεωρεί πως η Νέα Δημοκρατία συνιστά εκείνο το κομματικό-πολιτικό ‘αντίβαρο’ που μπορεί να ‘θέσει εμπόδια’ σε ενδεχόμενη επιστροφή του λαϊκιστικού ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη, στην εξουσία.
Ας το προσέξουμε ιδιαιτέρως αυτό το σημείο: Όχι το άλλοτε κόμμα της, για το οποίο πιστεύει πως μετεξελίσσεται υπό την ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη, σε ‘κακέκτυπο’ του ‘παλαιού και λαϊκιστικού ΠΑΣΟΚ,’ αλλά, μόνο η Νέα Δημοκρατία. Η Έφη Χριστοπουλοπούλου ανήκει στην κατηγορία εκείνων των στελεχών (των παλαιών στελεχών του μεταρρυθμιστικού-εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ) που προετοίμασαν παρά πολύ καλά το έδαφος προκειμένου να εισέλθουν στη Νέα Δημοκρατία.
Εκτός από αυτή την κατηγορία (βλέπε και Κυριάκος Πιερρακάκης), υπάρχουν και στελέχη που κλήθηκαν, δίχως προηγουμένως να έχει υπάρξει προετοιμασία ένταξης στη Νέα Δημοκρατία, να συμμετάσχουν εξ αρχής στον κλειστό ‘πυρήνα’ της Νεοδημοκρατικής-Μητσοτακικής διακυβέρνησης, σαν τον νυν υπουργό Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη. Και, ένας τέταρτος λόγος που εξηγεί την ένταξη της Έφης Χριστοφιλοπούλου στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, είναι η βαθιά πεποίθηση της πως μόνο μέσω αυτού του κόμματος μπορεί να συμβάλλει και η ίδια στη διασφάλιση της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας και στην πραγματοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων.
[1] Θεωρητικώ τω τρόπω, θα επισημάνουμε πως η Έφη Χριστοπουλοπούλου, βίωσε εκ των έσω την πολύ σημαντική μείωση της εκλογικής και πολιτικοϊδεολογικής μείωσης της επιρροής του εν Ελλάδι Κεντροαριστερού φορέα εν καιρώ βαθιάς κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής κρίσης. Τότε που το ΠΑΣΟΚ έπαψε να αποτελεί κόμμα της «κλασικής Σοσιαλδημοκρατίας», για να παραπέμψουμε στην ανάλυση της Βίβιαν Σπυροπούλου, η οποία με την σειρά της παραπέμπει στους Harzfeld, Mischi & Rey. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Δίνουμε τον λόγο στην Βίβιαν Σπυροπούλου: «Οι χώρες της «παραδοσιακής ή κλασικής Σοσιαλδημοκρατίας» είναι οι χώρες όπου αυτή εμφανίζεται ως πολιτική και κομματική δύναμη αναφοράς». Και μία τέτοια «κομματική δύναμη αναφοράς» ήσαν και το ΠΑΣΟΚ την περίοδο προ της εκδήλωσης της βαθιάς κρίσης. Όσον αφορά την Έφη Χριστοφιλοπούλου, προκύπτει ένα πολύ ενδιαφέρον παράδοξο: Το ό,τι δηλαδή, όσο περισσότερο μειώνονταν η εκλογική και πολιτική επιρροή του ΠΑΣΟΚ, τόσο περισσότερο η ίδια κατάφερνε να ενισχύει την θέση της εντός κόμματος (η ίδια λειτουργούσε πολύ καλύτερα ή αλλιώς, πολύ πιο άνετα εντός ενός συρρικνωμένου ΠΑΣΟΚ, και όχι εντός ενός μεγάλου και μαζικού ΠΑΣΟΚ), φθάνοντας έως του σημείου να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην χάραξη στην αντιπολιτευτικής στρατηγικής και στην άσκηση αυτής, την περίοδο 2015-2019, επί προεδρίας Φώφης Γεννηματά. Εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα υποστηρίξουμε πως η Έφη Χριστοφιλοπούλου ήσαν εκ των πρώτων γυναικών που περιέβαλλε με εμπιστοσύνη η Φώφη Γεννηματά, κάτι που διεφάνη εναργώς και όταν την πρότεινε για την θέση της επικεφαλής της επιτροπής που εν προκειμένω θα διερευνούσε τα αίτια της μεγάλης εκλογικής πτώσης του ΠΑΣΟΚ την περίοδο της κρίσης. Και αυτή η εμπιστοσύνη δεν εξέλιπε έως και την τελευταία στιγμή, δηλαδή μέχρι τον θάνατο της Φώφης Γεννηματά. Παράλληλα, πέραν της βουλευτικής ιδιότητας που έφερε επί μακρόν, διετέλεσε, σε δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους, και υφυπουργός: Αρχικά υφυπουργός Παιδείας από το 2009 έως το 2012 (κυβερνήσεις Γιώργου Παπανδρέου και Λουκά Παπαδήμου), και εν συνεχεία υφυπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης επί συγκυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ, με πρωθυπουργό τον Αντώνη Σαμαρά. Εμβαθύνοντας περαιτέρω, θα πούμε πως, πρώτον, ήσαν εκ των (γυναικών) στελεχών του ΠΑΣΟΚ (να ένα σημείο σύγκλισης της με την εκλιπούσα Φώφη Γεννηματά), που αξιοποιούνταν για θέσεις υφυπουργού και όχι υπουργού, καλούμενη να συνεργαστεί και με άνδρες και με γυναίκες. Δεύτερον, το εν γένει μορφωτικό-εκπαιδευτικό της υπόβαθρο ή κεφάλαιο, όπως θα μας έλεγε ο Γάλλος κοινωνιολόγος Pierre Bourdieu, είναι τόσο ισχυρό, ώστε να ήσαν εκ των προτέρων δύσκολο για κάποιον πρωθυπουργό και αρχηγό κόμματος να την αφήσει εκτός κυβέρνησης. Τρίτον, αποτέλεσε εκ των στελεχών που εν καιρώ κρίσης, αντελήφθησαν πλήρως το ποια είναι η σημασία ή αλλιώς, η αξία της πραγματοποίησης σημαντικών μεταρρυθμίσεων, κάτι που εξηγεί και την σχετικά μακρόχρονη παρουσία της και στα δύο υπουργεία. Βλέπε και, Harzfeld, H., Mischi, J., & Rey, H., (επιμ.), ‘Dictionnaire de la gauche,’ Larousse, Paris, 2007. Επίσης, Σπυροπούλου, Βίβιαν., ‘Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία σε κρίση; : η εξέλιξη των εκλογικών μεγεθών (1950-2007),’ Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Τόμος 32, 2008, σελ. 47, Διαθέσιμη στο: 14465-409-34638-1-10-20170918.pdf
[2] Για παράδειγμα, η χρήση της λέξης ή αλλιώς, του γλωσσικού όρου ‘λαϊκισμός’ (και τα παράγωγα του), απαντάται πολύ πιο συχνά σε βουλευτές και στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, συγκριτικά με τα στελέχη και τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, στο εγκάρσιο σημείο όπου αυτοί προτιμούν περισσότερο ‘φορτισμένους’ ιδεολογικά όρους (‘Δεξιά,’ ‘Δεξιά Παράταξη’) και πλέον, και όρους που φέρουν κοινωνικές-ταξικές συνδηλώσεις. Για μία κυβέρνηση που είναι «τροχονόμος ισχυρών οικονομικών συμφερόντων», κάνει λόγο σε ανακοίνωση του (απλοϊκά), το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής. Αυτού του τύπου την φρασεολογία δεν θα την διατύπωνε με ευκολία η Έφη Χριστοπουλοπούλου, η οποία, συν τοις άλλοις, δεν θα έσπευδε (και δεν σπεύδει) να εκφράσει την υποστήριξη της στα εν πολλοίς «διακριτά και ασύνδετα αιτήματα» των διαφόρων αγροτικών συλλόγων που κινητοποιούνται αυτή την περίοδο, σύμφωνα με την διατύπωση των Γιάννη Σταυρακάκη, Γιώργου Κατσαμπέκη, Νίκο Νικήσιανη, Αλέξανδρο Κιουπκιολή και Θωμά Σιώμο. Πράγμα που έκανε άμεσα ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, Νίκος Ανδρουλάκης. Επίσης, δεν εκλείπουν βουλευτές και στελέχη του τρίτου μεγαλύτερου κοινοβουλευτικού κόμματος που να κάνουν χρήση του γλωσσικού όρου ‘αδύναμοι’, προκειμένου, αφενός μεν να καταστούν περισσότερο κατανοητοί στο ευρύ κοινό (κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο όρος ‘αδύναμοι’ υποκαθιστά τον όρο ‘εργαζόμενοι’ που μπορεί να σημαίνει ‘πολλά’ και ‘τίποτε’, όντας ‘μη-συμβατός’ με το είδος της σκληρής κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης που επιθυμεί να ασκήσει το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής), και, αφετέρου δε, να «διαιρέσουν την κοινωνία σε δύο πόλους», για να παραφράσουμε τους ως άνω συγγραφείς: Στον πόλο των ‘ισχυρών’ τους οποίους ‘εκπροσωπεί,’ σύμφωνα με την Πασοκική ιδιόλεκτο (όσο κοιτάζουμε πίσω στο πολιτικό παρελθόν της Έφης Χριστοφιλοπούλου, τόσο περισσότερο αντιλαμβανόμαστε το πόσο ‘ξένη’ της είναι αυτή η ρητορική), ‘προνομιακά η Νέα Δημοκρατία’. Και στον πόλο των ‘αδύναμων’, τους οποίους ‘θέλει’ να εκπροσωπήσει πολιτικά το ΠΑΣΟΚ, εκλαμβάνοντας τους, όπως κάποιος άλλος πολιτικός τους ‘μη-προνομιούχους κάποτε,’ ως το ‘υποκείμενο της αλλαγής’. Αυτού του είδους οι μανιχαϊσμοί και η ασάφεια δεν ελκύουν καθόλου την πρώην βουλευτή του κόμματος. Βλέπε και, Σταυρακάκης, Γιάννης., Νικήσιανης, Νίκος., Κιουπκιολής, Αλέξανδρος., Κατσαμπέκης, Γιώργος., & Σιώμος, Θωμάς., (επιμ.), ‘Λαϊκιστικός Λόγος και Δημοκρατία,’ Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Τεύχος 43, 2015, σελ. 53, Διαθέσιμο στο: 42673082.pdf (populismus.gr) Και, ‘ΠΑΣΟΚ: Η κυβέρνηση λειτουργεί ως τροχονόμος ισχυρών οικονομικών συμφερόντων,’ Διαδικτυακή έκδοση εφημερίδας ‘Πρώτο Θέμα,’ 30/01/2024, ΠΑΣΟΚ: Η κυβέρνηση λειτουργεί ως τροχονόμος ισχυρών οικονομικών συμφερόντων (protothema.gr) Η ανακοίνωση δεν είναι ασαφής και νέα. Παραπλήσια πράγματα θα μπορούσαν να είχαν ειπωθεί τους προηγούμενους μήνες, με την μόνη αλλαγή να εντοπίζεται στις ημερομηνίες. Αντιθέτως, διακρίνεται από εκείνη την επιθετικότητα που μπορεί να συναντήσει κανείς στις ανακοινώσεις του νέου δημάρχου Αθηναίων Χάρη Δούκα, καθώς και σε ανακοινώσεις κοινωνικών κινημάτων. «Με αιχμηρό και δηκτικό τρόπο σχολίασε το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής τη ραδιοφωνική συνέντευξη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ.
«Μετά από δύο χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων ο πληθωρισμός της απληστίας (σ.σ: φρασεολογία παραπλήσια με αυτή του ΚΚΕ των δεκαετιών του 1970 και κυρίως του 1980) έσπασε κάθε ρεκόρ, ο πρωθυπουργός σε ένα ακόμη ρεσιτάλ επικοινωνίας "προειδοποίησε" όσους αισχροκερδούν σε βάρος των καταναλωτών ότι δεν θα διστάσει να επιβάλλει μέτρα. Θα ήταν κωμικό, αν δεν ήταν τραγικό» ανέφερε το Γραφείο Τύπου του κόμματος και κατέκρινε έντονα τα όσα είπε ο πρωθυπουργός για την ακρίβεια. Συγκεκριμένα, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ επισήμανε ότι «τα σούπερ μάρκετ, το τελευταίο δεκάμηνο του 2023, είχαν 646 εκατ. παραπάνω κέρδη, ενώ στο δωδεκάμηνο του 2022 τα επιπλέον κέρδη τους προσέγγισαν το 1 δισεκατομμύριο σε σχέση με το δωδεκάμηνο του 2021».
[3] Το δίδυμο ‘Μητσοτάκης-Χριστοφιλοπούλου’ ήσαν ένα ισχυρό μεταρρυθμιστικό δίδυμο σε ένα κομβικό υπουργείο από τότε, λειτουργώντας ως ‘πόλος έλξης’ για πολλούς μετριοπαθείς και Κεντρώους Ψηφοφόρους. Τι δεν είναι η πρώην υφυπουργός Παιδείας (θιασώτης, από τότε, της σύγκλισης με την Νέα Δημοκρατία, την οποία δεν μπόρεσε να επιβάλλει στην ηγεσία του πρώην κόμματος της) με βάση τα όσα εκθέσαμε στην υποσημείωση νούμερο ‘2’; Μία Κεντροαριστερή πολιτικός. Τι μπορεί να είναι αντίθετα; Μία φιλελεύθερη πολιτικός, της οποίας ο φιλελευθερισμός δεν εξαντλείται σε επιδέξιες γλωσσικές διατυπώσεις και ρητορικά σχήματα. Περιττό να πούμε πως η πρώην συνεργάτης της Φώφης Γεννηματά, θεωρεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη ‘μεγάλο ηγέτη’, εκ των πιο σημαντικών του Δυτικού κόσμου σήμερα.
[4] Ο θάνατος της Φώφης Γεννηματά και η ανάληψη της προεδρίας του κόμματος από τον Νίκο Ανδρουλάκη, υπήρξαν γεγονότα που ‘κλόνισαν’ σε σημαντικό βαθμό την σχέση της με το άλλοτε κόμμα της. Έκτοτε, και μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Νίκο Ανδρουλάκη, δεν υπήρξε ‘επιστροφή’: Όσο περισσότερο επέβαλλε τους δικούς του όρους στο κόμμα ο πρώην ευρωβουλευτής του, τόσο περισσότερο η Έφη Χριστοφιλοπούλου απομακρυνόταν από αυτό, μη επιθυμώντας να διεκδικήσει κομματική θέση και την ένταξη της στα ψηφοδέλτια του κόμματος εν όψει βουλευτικών εκλογών. Ο θάνατος της πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ την ‘απελευθέρωσε πολιτικά,’ παρά το γεγονός πως τον εξέλαβε με έναν τρόπο τραυματικό.
[5] Βλέπε σχετικά, Κουσούλης, Λευτέρης., ‘ΣΥΡΙΖΑ. Ένα πολιτικό φαινόμενο. Κείμενα για την κατανόηση ενός παροξυσμού’, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, Αθήνα, 2019. Κινούμενοι σε ένα θεωρητικό επίπεδο, θα μπορούσαμε να εντάξουμε το δοκίμιο του Λευτέρη Κουσούλη στην κατηγορία του ‘μαχητικού δοκιμίου’. Δίχως καμία επένδυση στην ‘πολιτική ορθότητας’, ο συγγραφέας, τακτικός αρθρογράφος της εφημερίδας ‘Το Βήμα της Κυριακής,’ δεν φοβάται και δεν διστάζει να αποδομήσει το ‘φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ,’ αναδεικνύοντας στην επιφάνεια την ασύγγνωστη αφέλεια με την οποία ανήλθαν στην εξουσία τον Ιανουάριο του 2015 (η εκλογική επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο εκείνης της χρονιάς, ακολουθεί πορεία ανάλογη με αυτή του κόμματος υπό την ηγεσία του Κρητικού Στέφανου Κασσελάκη: Εάν το κόμμα έχει εισέλθει σε διαδικασία πολιτική ‘φθοράς,’ τότε εκείνη η εκλογική επικράτηση έχει εισέλθει σε κατάσταση λήθης ή αλλιώς μη-μνημόνευσης ακόμη και από στελέχη που τότε βρίσκονταν πολύ κοντά στον Αλέξη Τσίπρα), την απροθυμία για την αξιολόγηση ή την επεξεργασία των δεδομένων, έτσι όπως είχαν διαμορφωθεί, την ‘παιδικότητα’ (η εξουσία ως ‘παιχνίδι’ με το οποίο θέλουν να παίξουν ‘τα μεγάλα παιδιά του ΣΥΡΙΖΑ’), που απέκρυπταν οι λαϊκιστικές αφηγήσεις. Το δοκίμιο διατηρεί τον επιστημονικό του χαρακτήρα. Θεωρούμε τον Λευτέρη Κουσούλη εκ των πιο εμβριθών μελετητών του φαινομένου ‘ΣΥΡΙΖΑ’. Και για την ακρίβεια, του ‘κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ’.