Η προεκλογική όξυνση συνεχίζεται και εντείνεται παρά το σαφές αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου. Είναι συνεπώς χρήσιμο να διατηρούμε την ευκρίνεια της μεγάλης εικόνας. Το αποτέλεσμα της 21/5 έχει διαρθρωτικά χαρακτηριστικά, πρώτον, γιατί μεταβάλλει τη φυσιογνωμία του κομματικού συστήματος και, δεύτερον, γιατί θέτει υπό δοκιμασία δυο εκλογικά συστήματα, αυτό της «απλής» και αυτό της «ενισχυμένης» αναλογικής.
Παρότι η διεθνής συζήτηση για την τυπολογία των κομματικών συστημάτων είναι πολύ πλούσια και τα συγκριτικά παραδείγματα δεν λείπουν, εντούτοις αυτή η κατανομή εκλογικών δυνάμεων 41% - 20% - 11,5 % μεταξύ των τριών μεγαλύτερων κομμάτων καλεί το εκλογικό σώμα στις 25 Ιουνίου να λάβει μια σαφέστερη απόφαση ως προς τον πολυκομματικό και τον πολωτικό χαρακτήρα του κομματικού συστήματος και ειδικότερα ως προς τη θέση του ΠΑΣΟΚ μέσα σε αυτό το υπό διαμόρφωση κομματικό σύστημα. Το εκλογικό σώμα καλείται να λάβει αυτή την απόφαση αφού ήδη «εξουδετέρωσε» στις 21/5 το εκλογικό σύστημα της «απλής» αναλογικής. Τώρα του παρουσιάζουν το ενδεχόμενο το εκλογικό σύστημα της «ενισχυμένης» αναλογικής να χάσει το βασικό του στοιχείο, την επαρκή ενίσχυση του πρώτου κόμματος σε έδρες, προκειμένου να διατηρηθεί σε ισχύ η εκβιαστική λειτουργία της «απλής» αναλογικής. Όμως υπάρχει πλέον, για τους οπαδούς των αυτοδύναμων κυβερνήσεων, η θεσμική εγγύηση της «ενισχυμένης» αναλογικής και το πολιτικό κεκτημένο του ήδη καταγεγραμμένου υψηλού ποσοστού της Νέας Δημοκρατίας που υπερέβη αυτό του 2019.
Είναι προκλητικά αβάσιμο και ανιστόρητο, η Νέα Δημοκρατία, μέσα μάλιστα σε αυτό το θεσμικό και πολιτικό περιβάλλον, να ισχυρίζεται ότι το ΠΑΣΟΚ συνιστά κίνδυνο για τη σταθερότητα και μάλιστα όχι μόνο την πολιτική αλλά και τη δημοσιονομική! Η μεγάλη τομή των εκλογών της 21/5 είναι ότι έληξε ο «συναγερμός» σε σχέση με τον κίνδυνο επιστροφής του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Η Νέα Δημοκρατία κέρδισε πανηγυρικά την εκλογική αναμέτρηση αλλά έχασε τον πιο εύκολο, ιστορικά και συναισθηματικά φορτισμένο, ισχυρισμό της («προσέξτε μη επιστρέψει ο ΣΥΡΙΖΑ») μέσω του οποίου προσπάθησε και κατά βάση πέτυχε να ακυρώσει την κριτική και την αρνητική αξιολόγηση για κακές πρακτικές και θεμελιώδεις αστοχίες. Αυτός όμως ο ισχυρισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει σε σχέση με το ΠΑΣΟΚ. Δεν μπορεί να ειπωθεί το «προσέξτε μη επιστρέψει το ΠΑΣΟΚ». Άλλωστε στο ΠΑΣΟΚ «καταλογίζεται» ότι έχει θέσει ως εκλογικό στόχο να βελτιώσει τη θέση του ως πολιτικής οντότητας στον χώρο της αντιπολίτευσης αντί να αναλάβει οικειοθελώς την άχαρη θέση αυτού που είναι διαθέσιμος να προσέλθει σε συνεργασία και στήριξη της Νέας Δημοκρατίας. Η Νέα Δημοκρατία, όμως, καταγγέλλει ως αναποτελεσματικές τις συνεργασίες, έχει ως προμετωπίδα της τη μονοκομματική αυτοδυναμία και ως βασικό της μοτίβο την απαξίωση όχι μόνο του παρόντος ΠΑΣΟΚ και της ηγεσίας του, αλλά της συνολικής ιστορικής του διαδρομής, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου της κυβερνητικής συνεργασίας ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας που καλύπτει τέσσερα «βαριά» χρόνια 2011-2015 και τρία διαφορετικά κυβερνητικά σχήματα. Από ένα σημείο και μετά, η αποσιώπηση παύει να είναι επιλεκτική πολιτική αμνησία και καθίσταται ιστορική ασέβεια αν συνεκτιμηθεί η καμπύλη της συμπεριφοράς των μεγάλων παρατάξεων της Μεταπολίτευσης τη σκληρή περίοδο της κρίσης συμπεριλαμβανομένης και της αντιπολίτευσης την περίοδο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ και των ευρύτερων επιρροών της.
Η Νέα Δημοκρατία νίκησε στις εκλογές και αναλαμβάνει την ευθύνη να διαχειριστεί την επόμενη βουλευτική περίοδο. Δεν χρειάζεται, συνεπώς, να διεξάγει τώρα μια δεύτερη / συμπληρωματική προεκλογική εκστρατεία που υπονομεύει το μετεκλογικό πλαίσιο, δηλαδή τις αναγκαίες ευρύτερες συναινέσεις μεταξύ κυβερνητικής πλειοψηφίας και αντιπολίτευσης και μάλιστα εκείνης της εκδοχής της αντιπολίτευσης που πιστεύει βαθιά στις ευρωπαϊκές αξίες, στη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου και το κοινωνικό κράτος, έχει μεταρρυθμιστικό προσανατολισμό και διαθέτει ισχυρούς τίτλους υπεύθυνης διαχείρισης των μεγάλων εθνικών θεμάτων.
Αρκούν τρία παραδείγματα από τη μετεκλογική ατζέντα που μόνο ακροθιγώς συζητείται προεκλογικά:
Αν όντως πρόκειται να τεθεί ζήτημα αναθεώρησης του Συντάγματος ως θεσμική βάση και πλαίσιο μιας μεταρρυθμιστικής πολιτικής που πάντως δεν κυριάρχησε την προηγούμενη τετραετία, απαιτούνται συνταγματικά αυξημένες πλειοψηφίες η χρήση των οποίων πρέπει να γίνεται με θεσμικά διορατικό και νουνεχή τρόπο, ώστε να ενισχύονται και να μη τίθενται υπό διακινδύνευση θεμελιώδεις εγγυήσεις. Η μεταπλειοψηφική δημοκρατία, η δημοκρατία της συναίνεσης, η δημοκρατία του μακρού ιστορικού χρόνου και όχι της συγκυρίας, βρίσκει πάντα την πρώτη της εφαρμογή στην άσκηση της αναθεωρητικής λειτουργίας.
Αν όντως μια ενεργός εξωτερική πολιτική που λαμβάνει με διορατικό τρόπο υπόψη της τους παγκόσμιους και περιφερειακούς συσχετισμούς, θα καταστεί μετεκλογική προτεραιότητα και αν όντως η εθνική μας στρατηγική στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό πρόκειται να μετατραπεί από πλαίσιο αρχών σε επεξεργασμένο επιχειρησιακά σχέδιο πρωτοβουλιών, τότε αυτό δεν μπορεί παρά να οικοδομηθεί στη βάση μιας μεταπλειοψηφικής εθνικής συναίνεσης.
Αν όντως είμαστε σε θέση στη χώρα μας να συνθέσουμε τη φιλελεύθερη και όχι απλώς εκλογική ή πλειοψηφική δημοκρατία, τότε (οφείλουμε να) αντιλαμβανόμαστε ότι τα ζητήματα του κράτους δικαίου και των εγγυήσεων του, συνεπώς τα ζητήματα της νομιμότητας και της αναζήτησης ευθυνών για την παραβίασή της, δεν κρίνονται εκλογικά και κατά πλειοψηφία. Δεν εξαερώνονται επειδή παρεμβάλλονται εκλογές και μάλιστα διπλές. Κρίνονται στο πεδίο της δικαιοσύνης και γενικότερα των αρμοδίων θεσμικά οργάνων. Άρα υπάρχει μια μετεκλογική ατζέντα κράτους δικαίου εκ μεταφοράς.
Εύχομαι στο διάστημα που απομένει μέχρι τις εκλογές της 25ης Ιουνίου το μετεκλογικό τοπίο να καταστεί μια ουσιαστική παράμετρος της προεκλογικής συζήτησης. Αν δεν επιτευχθεί αυτό στον δημόσιο λόγο, τότε τουλάχιστον ας συμπεριληφθεί στις κατ´ιδίαν σκέψεις αυτών που επωμίζονται το βάρος των μετεκλογικών χειρισμών. -
Πηγή: www.kathimerini.gr