Πριν λίγες μέρες έπεσε το μάτι μου σε μια είδηση. Σύμφωνα με μια έρευνα του αμερικανικού ινστιτούτου PΕW οι Έλληνες κατατάχτηκαν στην τελευταία θέση σε σχέση με άλλους λαούς ως προς την διαλλακτικότητα σε μείζονα θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Στο ερώτημα αν πρέπει η χώρα τους να λαμβάνει υπόψη και τα συμφέροντα άλλων χωρών ακόμα και αν αυτό συνεπάγεται συμβιβασμό η απάντηση ήταν κατά 67% αρνητική.
Βέβαια η είδηση δεν λέει με ποιο τρόπο τέθηκαν τα ερωτήματα και εύλογα μπορεί κανείς να υποθέσει ότι είναι εύκολο να κατηγορηθούμε γενικόλογα για αδιαλλαξία. Επίσης τα προβλήματα κάθε λαού έχουν άλλη βαρύτητα.
Γεγονός όμως είναι ότι έχουμε δώσει λαμπρά δείγματα ακατανόητης αδιαλλαξίας στο παρελθόν.
Αναγνωρίζω ότι ο συμβιβασμός είναι δύσκολη έννοια, ούτε είναι αυτοσκοπός. Για πολλούς ισοδυναμεί με προδοσία. Για άλλους πάλι είναι αναγκαία επιλογή όταν τα δεδομένα δεν είναι ευνοϊκά.
Θυμάμαι πως αντιμετωπίσαμε το Μακεδονικό πρόβλημα. Επί 20 έτη είχε διαμορφωθεί ένα πάνδημο κύμα άρνησης σε οποιαδήποτε συμβιβαστική πρόταση. Απορρίπταμε την σύνθετη ονομασία ή τα παράγωγά της.
Όταν ο Κύρο Γκλιγκόροφ πρότεινε τον όρο Σλαβομακεδονία η τότε κυβέρνηση κάτω από την πίεση των συλλαλητηρίων και μερικών πολιτικών, κάποιοι ήσαν από το κόμμα της, αναγκάστηκε να αρνηθεί χάνοντας την ευκαιρία να προσδιοριστεί εθνολογικά το κρατίδιο σαν σλαβικό, τερματίζοντας κάθε σχέση του με την Αρχαία Ελλάδα. Συνεχίσαμε να επιμένουμε στο Fyrom ενώ ολοένα και περισσότερες χώρες χρησιμοποιούσαν την ονομασία Μακεδονία.
Το 2018 η κυβέρνηση Σύριζα στην ορθή κατά τα άλλα επιλογή της να κλείσει το χρονίζον ζήτημα ικανοποιώντας και τον διεθνή παράγοντα, αδιαφόρησε για πλευρές της συμφωνίας δεχόμενη σαν εθνότητα και γλώσσα τη δήθεν μακεδονική επιτρέποντας στους γείτονες να παρουσιάζονται σαν ξεχωριστό αρχαίο έθνος.
Τα ίδια κάναμε και με τα μνημόνια. Εκεί που είμαστε έτοιμοι το 2015 να βγούμε από μνημονικό πρόγραμμα η νέα αντιμνημονιακή κυβέρνηση επέλεξε τα νταούλια καταλήξαμε στο ακατανόητο δημοψήφισμα, οι χοροί στο Σύνταγμα γίνανε κωλοτούμπα, επιβληθήκαν capital controls και στο τέλος υπεγράφη άλλο ένα σκληρό μνημόνιο.
Οι δυο αυτές περιπτώσεις είναι διδακτικές. Είναι δηλωτικές των συνεπειών της αδιαλλαξίας που ικανοποιούσε το θυμικό του λαού.
Ας μην μιλήσουμε δε για το Κυπριακό όπου κάθε καινούρια λύση είναι χειρότερη από τις προηγούμενες.
Όταν αφήνεται το συναίσθημα ανεξέλεγκτο και οι μετριοπαθείς πολιτικοί σιωπούν οι δημαγωγοί αλωνίζουν, στο τέλος ζημιώνεται η πατρίδα. Πολλοί έχτισαν και χτίζουν πολιτικές καριέρες έτσι.
Ας είμαστε ρεαλιστές, Συμβιβασμός δεν σημαίνει υποχωρητικότητα ούτε ηττοπάθεια. Σημαίνει στάθμιση των δυνατοτήτων μας και ρεαλιστική ανάγνωση του διεθνούς περίγυρου.
Προφανώς δεν είναι υποχρεωτικό να ξεκινήσουμε μια διαπραγμάτευση αν κρίνουμε ότι δεν μας συμφέρει η δεν είναι ευνοϊκή η συγκυρία. Ούτε να δεχτούμεένασυμβιβασμό.
Αν όμως αποφασίσουμε να μπούμε σε μια συζήτηση πρέπει να γνωρίζουμε ότι σε μια διαπραγμάτευση δεν γίνεται να κερδίσει μόνο η μια πλευρά. Οι διαπραγματευτές και των δυο πλευρών γυρνώντας πίσω πρέπει να πείσουν την κοινή γνώμη που περιμένει ότι κέρδισαν κάτι.
Πρέπει κάποτε να καταλάβουμε πως ο κόσμος αποτελείται από διεθνείς παίκτες που κοιτάζουν πρωτίστως τα δικά τους συμφέροντα. Και μέσα σε αυτό το σκηνικό θα κληθούμε να σταθμίσουμε τις δυνατότητες και τις επιλογές μας στο μέλλον. Η Τουρκιά και η κατά περίπτωση αναθεωρητική της ρητορεία θα βάλουν σε δοκιμασία την ψυχραιμία μας τη στιγμή που εμείς δεν ζητάμε πάρα μόνο την τήρηση των διεθνών συνθηκών. Tα προβλήματα όμως υπάρχουν και οι δημαγωγοί καραδοκούν.
Ας μην το ξεχνάμε